Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Σοσιαλισµός Αστακοµακαρονάδας* & Ενσυνείδητη Καταστροφή της Ελλάδoς
*Το άρθρο δηµοσιεύεται στο τεύχος Νοεµβρίου 2011 της Athens Review of Books, και έχει τίτλο «Η µεγάλη ληστεία»
Nοεµβρίου 7, 2011. Γράφει ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος:
Είναι µία βροχερή Τετάρτη του Φεβρουαρίου 1981. Το βράδυ, σε µια ψαροταβέρνα του
Χαλανδρίου, στον δρόµο προς Χολαργό, κοντά στο σπίτι του Χαρίλαου Φλωράκη, Γενικού Γραµµατέα
τότε του ΚΚΕ, συνευρίσκονται οι Ανδρέας Παπανδρέου, αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, Άκης Τσοχατζόπουλος,
Γεράσιµος Αρσένης, Κωστής Βαΐτσος, Βάσω Παπανδρέου, Μένιος Κουτσόγιωργας και ο µετέπειτα
δήµαρχος Χαλανδρίου Νίκος Πέρκιζας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι σίγουρος για την εκλογική νίκη
του «Κινήµατος» στις εκλογές του Οκτωβρίου και η συζήτηση είναι πού θα βρεθούν τα απαραίτητα
κεφάλαια για να µοιραστούν στις ορδές των «µη προνοµιούχων» που ανυπόµονοι περιµένουν την
ώρα της µεγάλης εισβολής. (∆ιαβάστε το όλο. Θα αυξηθεί κατακόρυφα η οργή σας και δεν θα
πιστεύετε τις αποκαλύψεις οι οποίες λόγω του έγκριτου δηµοσιογράφου είναι όλες τεκµηριωµένες.
«Πρόεδρε, δεν υπάρχει πρόβληµα», λέει ο Γεράσιµος Αρσένης, µετέπειτα «τσάρος της
οικονοµίας», στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. «Το διεθνές σύστηµα», επιµένει, «έχει µεγάλη ρευστότητα και
θα βρούµε αρκετό χρήµα να φέρουµε στην Ελλάδα. Εξάλλου, τα επιτόκια είναι χαµηλά, όπως και το
ελληνικό δηµόσιο χρέος. Υπάρχουν έτσι περιθώρια να αντιµετωπίσουµε και αιτήµατα για παροχές,
αλλά και µία πιθανή φυγή κεφαλαίων στις ξένες τράπεζες από βιοµηχάνους και µεγαλοεισαγωγείς…».
«∆ηλαδή λεφτά υπάρχουν, Μάκη», τονίζει ευχαριστηµένος ο Ανδρέας Παπανδρέου. «Θα
µπορέσουµε έτσι να δείξουµε στον λαό ότι µοιράζουµε χρήµα. Ποιος ποτέ θα µάθει ότι αυτό είναι
δανεικό… Θα λέµε σε όλους τους τόνους ότι είναι το χρήµα του κατεστηµένου, που τώρα ανήκει στους
Έλληνες…», προσθέτει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και δείχνει να απολαµβάνει το ουίσκι που πίνει.
«Οι γιαπωνέζικες τράπεζες ψοφάνε να δανείζουν χρήµα στην Ευρώπη, κύριε πρόεδρε», λέει στον
Ανδρέα Παπανδρέου ο Κωστής Βαΐτσος, που είχε διεθνή εµπειρία από τη συµβουλευτική θητεία του
σε χώρα της Λατινικής Αµερικής. Γνώριζε επίσης ο ίδιος – όπως και ο Ανδρέας Παπανδρέου – ότι
στην διεθνή κεφαλαιαγορά κυκλοφορούσε και άφθονο µαύρο αραβικό χρήµα σε πετροδολάρια, που
άλλο που δεν ήθελε να τοποθετηθεί σε χώρες όπως η Ελλάδα. Το χρήµα αυτό ήταν καλοδεχούµενο
από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ήθελε να το χρησιµοποιήσει για να εξαγοράσει στην
κυριολεξία ψήφουςκαι οπαδούς, ώστε να µονιµοποιήσει την παραµονή του στην εξουσία. Αυτό ήταν
το µεγάλο όραµά του και, για να το αναλύσει κανείς, απαιτούνται πολλές σελίδες.
Με απλά λόγια, λέµε ότι, όταν το 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ, δύο πράγµατα
τον ενδιέφεραν: Πρώτον, να διαλύσει την µισητή του – όπως είχε αποκαλύψει στον γράφοντα –
Ένωση Κέντρου-Νέες ∆υνάµεις (ΕΚΝ∆) και, δεύτερον, να καταλάβει την εξουσία. Επειδή µάλιστα
γνώριζε ότι δεν θα µπορούσε να καταλάβει την εξουσία υποσχόµενος σοσιαλδηµοκρατικού τύπου
µεταρρυθµίσεις, οι οποίες εξάλλου ήσαν µέσα στο πρόγραµµα της ΕΚΝ∆, εφάρµοσε µία
ριζοσπαστική, λαϊκιστική, τριτοκοσµικού τύπου στρατηγική, αξιοποιώντας τα κατώτατα δυνατά
ερείσµατα και ένστικτα που µπορεί να διαθέτει ένας λαός.
Σπουδασµένος στην Αµερική και οικονοµολόγος, επηρεασµένος από τη σχολή της οικονοµετρικής
προσέγγισης των πραγµάτων, ο Ανδρέας Παπανδρέου –ο οποίος απεχθανόταν την Ευρώπη και την
κουλτούρα της– ήταν ένας πολιτικός µε ικανότητα τολµηρών τακτικών ελιγµών, που µπορούσε µε
άνεση να κινείται στρατηγικά στη βάση ορθολογικών επιλογών. Ένα σηµαντικό την εποχή εκείνη
στέλεχος του Κινήµατος χαρακτήριζε τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ «κινούµενο ηλεκτρονικό υπολογιστή».
Μελετούσε κάθε κίνησή του και, κυρίως, στην Αµερική είχε διδαχθεί από ειδικούς επικοινωνιολόγους
να καταλαβαίνει την ψυχολογία του όχλου, να συνθηµατολογεί και να µπορεί να διαισθάνεται τι θέλει
να ακούσει ο ακροατής.
«Ύστερα», γράφει ο Στάµος Ζούλας, «ο Ανδρέας είχε διαπιστώσει ότι στην Ελλάδα η πιθανότητα
να αποκτήσει κάποιος δηµοσιότητα είναι η εκπροσώπηση απόψεων µε τρόπο που να διεγείρει, που
να συγκινεί, και ιδιαίτερα σε θέµατα που το συναισθηµατικό στοιχείο είναι πολύ έντονο». Ακόµη και
όσα οι πολιτικοί του αντίπαλοι θεωρούσαν ως ανερµάτιστη πολιτική και οβιδιακές µεταµορφώσεις,
στην ουσία δεν ήταν παρά ένας συνειδητός και προσχεδιασµένος τακτικισµός που είχε ως
πρωταρχικό –αν όχι αποκλειστικό– στόχο την κατάληψη της εξουσίας»[1]. Και η τελευταία όντως
κατελήφθη τον Οκτώβριο του 1981 και έµελλε να κρατήσει, την πρώτη περίοδο, το ΠΑΣΟΚ και τον
αρχηγό του στο τιµόνι της χώρας έως τον Ιούλιο του 1989.
2. [Η δηµιουργία των µηχανισµών]Εννέα χρόνια παραµονής στην εξουσία ήσαν αρκετά για το
ΠΑΣΟΚ και τον ιδρυτή του να δηµιουργήσουν αρθρώσεις και καταστάσεις που δύσκολα θα
µπορούσαν αρθούν από φιλελεύθερες πολιτικές δυνάµεις. Ακόµα χειρότερα, την πασοκική περίοδο
εµπεδώθηκε στην Ελλάδακαι µία αντιδραστική τριτοκοσµική ιδεολογία η οποία σήµερα µόνον δεινά
επιφυλάσσει στη χώρα. Εξάλλου, η ιδεολογία αυτή, σύµφωνα µε τα γνωστά από τα ολοκληρωτικά
καθεστώτα πρότυπα, χρησίµευε ως άλλοθι στους µηχανισµούς που έπαιρναν σάρκα και οστά στην
Ελλάδα σε αντικατάσταση του αποκαλούµενου «κράτους της δεξιάς». Μετά λοιπόν την επιχείρηση
του Φεβρουαρίου 1982, όταν µία Κυριακή οι πρασινοφρουροί έκαναν δοκιµή πραξικοπήµατος,
σταδιακά εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα µηχανισµοί του πασοκικού κράτους που δηµιουργούσαν και
νέες κοινωνικο-οικονοµικές αρθρώσεις.
Κοντολογίς, ο Ανδρέας Παπανδρέου επεδίωξε –και σε µεγάλο βαθµό κατάφερε– να δηµιουργήσει µία
φιλική προς το ΠΑΣΟΚ µεσαία τάξη, εσωστρεφή και εχθρική προς κάθε φιλελεύθερη και ευρωπαϊκή
ιδέα. Επρόκειτο για µία τάξη που διψούσε για χρήµα, αλλά ήθελε να το αποκτήσει χωρίς κόπο και,
κυρίως, όχι µέσα από µηχανισµούς της αγοράς και του οικονοµικού ανταγωνισµού που συνεπάγεται η
ελεύθερη οικονοµία.
Έτσι, την περίοδο 1981-1985, εισρέουν στην Ελλάδα απίστευτα ποσά, δανεισµένα από ξένες
τράπεζες, κυρίως ιαπωνικές, και δαπανώνται ασυστόλως στο όνοµα της «καµένης γης», για να
εκκολαφθεί η πασοκική εξουσία, η οποία ήταν και σαφέστατου τριτοκοσµικού χαρακτήρα. Την
προαναφερόµενη περίοδο, η Ελλάδα δανείστηκε από το εξωτερικό περί τα 50 δισ. δολάρια,
παράλληλα δε εισέπραξε και άλλα 26 δισ. δολάρια από κοινοτικές επιδοτήσεις. Μέσα σε µία
τετραετία, δηλαδή, η χώρα είχε δεχθεί το ισόποσο ενός έτους Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος
(ΑΕΠ). Όσο για το δηµόσιο χρέος της, από 28% του ΑΕΠ το 1980, είχε εκτιναχθεί στο 47,8% στα τέλη
του 1985[2]. Είχε, δηλαδή, σχεδόν διπλασιασθεί χωρίς να γίνει στη χώρα ούτε ένα έργο! Αντιθέτως, η
κατανάλωση είχε πάει στα ύψη, µε αποτέλεσµα την αλµατώδη άνοδο του ισοζυγίου εξωτερικών
συναλλαγών, το έλλειµµα του οποίου έφθασε να αντιπροσωπεύει το 14,5% του ΑΕΠ και να είναι το
υψηλότερο κατά κεφαλήν στον κόσµο!
Στο επίπεδο της παραγωγής, όµως, η Ελλάδα υποχωρεί σηµαντικά, οι εξαγωγές της παραµένουν
στάσιµες, ενώ η βιοµηχανία της ξεφτίζει και σταδιακά χάνεται.
Το ΠΑΣΟΚ, ωστόσο, εδραιώνεται κοινωνικά και εξαγοράζει ψήφους, συνειδήσεις, συνδικαλιστικές
οργανώσεις, αγροτικούς συνεταιρισµούς, δήµους, κοινότητες. Όπως ψιθυρίζεται στους ευρωπαϊκούς
διαδρόµους, το «Κίνηµα» του Ανδρέα Παπανδρέου αποκτά καθεστωτικό χαρακτήρα και το ότι
παραµένει στην Ευρώπη οφείλεται στο χρήµα που εισρέει στην Ελλάδα από τα διάφορα κοινοτικά
Ταµεία. Τα τελευταία χρησιµοποιούνται για πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις ηµέτερων αγροτών,
συνδικαλιστών, δηµοσιογράφων, επιχειρηµατιών, εκδοτών, ανώτερων και ανώτατων στελεχών
επιχειρήσεων και, βεβαίως, κοµµατικών µηχανισµών.
∆ηµιουργείται έτσι σταδιακά ένα παρακράτος µαφιόζικου τύπου, το οποίο διεισδύει όλο και
βαθύτερα στην πολιτική και κυριολεκτικά µολύνει τη δηµοκρατία. Απίθανοι και αδίστακτοι
εκπρόσωποι αυτού του παρακράτους δηµιουργούν δίκτυα επικοινωνίας και επιρροής και αξιοποιούν
στο έπακρο µια φαύλη «προοδευτική» δηµοσιογραφία και ακόµα πιο φαύλους βαρώνους των µέσων
µαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ). Αν δε κατά καιρούς τα σκάνδαλα, οι καταχρήσεις και οι λεηλασίες
αυτού του παρακράτους βγαίνουν στη δηµοσιότητα, αυτό οφείλεται αποκλειστικά σε εσωτερικούς
ανταγωνισµούς και σε προσωπικές έριδες των ανθρώπων που δεσπόζουν στο παρακράτος. Τι να
πρωτοθυµηθεί κανείς… Ο Κοσκωτάς, ο Μαυράκης, ο Σταµατελάτος, η Αγρέξ, τα καλαµπόκια, η
Προµέτ, ο Οργανισµός Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων είναι µερικά από τα 200 σκάνδαλα του
ΠΑΣΟΚ που είχε καταγράψει ο Γιάννης Λάµψας και είχε περιγράψει αναλυτικά σε άρθρα του στα
τότε Επίκαιρα του Γιάννη Πουρνάρα.
Συγκλονιστικά και απολύτως ηλεγµένα στοιχεία για εκείνη την περίοδο περιέχονται σε ένα
αποκαλυπτικό και πολύ σηµαντικό βιβλίο του ∆ηµήτρη Στεργίου, αρχισυντάκτη του Οικονοµικού
Ταχυδρόµου την εικοσαετία 1979-1999 και διευθυντή σύνταξης του ίδιου περιοδικού το 2000. Στο
βιβλίο Το Πολιτικό ∆ράµα της Ελλάδος 1981-2005[3], ο συγγραφέας προέβλεπε την πτώχευση της
χώρας από το 1989, όταν στην ουσία η Ελλάδα είχε απειληθεί µε αποβολή από την Ευρωπαϊκή
Ένωση – χωρίς να ιδρώσει κανενός το αυτί. Την αποκάλυψη αυτή είχε κάνει ο υπογράφων από τις
στήλες του Οικονοµικού Ταχυδρόµου, δεχόµενος τόνους ύβρεων λάσπης από τους πραιτωριανούς της
«Αλλαγής».
Την ώρα, λοιπόν, που κάποιοι ψάχνουν για «επαχθή χρέη» και παραπλανούν τον κόσµο, θα πρέπει
κάποια πράγµατα να τα δούµε από κοντά. Ειδικότερα δε θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σε µία
χρεοκοπία δεν υπάρχουν αµέτοχοι – κυρίως όταν η χρεοκοπία είναι απότοκος συλλογικής ληστείας,
τους καρπούς της οποίας άλλοι γεύονται περισσότερο, άλλοι λιγότερο και κάποιοι ίσως καθόλου.
3. [Αριθµοί και γεγονότα]Ο υπογράφων δέχεται ότι τα τριανταπέντε τελευταία χρόνια αρκετοί
πολιτικοί πλούτισαν και κάποιοι υπερπλούτισαν ασκώντας το επάγγελµα του «εκπροσώπου του
λαού». ∆έχεται επίσης ότι στο πολιτικό µας σύστηµα υπάρχει αυξηµένη διαφθορά. Όλα αυτά, σε µία
δηµοκρατία είναι ανιχνεύσιµα και κολάσιµα. Γι’ αυτό, «επαχθή χρέη» υπάρχουν και αναγνωρίζονται
µόνον στις δικτατορίες τριτοκοσµικού και κοµµουνιστικού τύπου. Αντιθέτως, στη δηµοκρατία, η
διαφάνεια – η οποία είναι και ένας από τους όρους λειτουργίας της – αποτελεί αντίδοτο στη
διαφθορά και ενίοτε την αποτρέπει.
Ωστόσο, ειδικά στην χώρα µας, υπάρχει µία άλλη, και πραγµατική, διάσταση «επαχθούς χρέους» την
οποίαν ουδείς τολµά να αναφέρει και, ακόµη περισσότερο, να αναδείξει. Γι’ αυτό, στο παρόν κείµενο
θα προσπαθήσουµε να δώσουµε µία µερική διάσταση αυτού του «επαχθούς χρέους» προβάλλοντας
στοιχεία που µε πολύ κόπο αναζητήσαµε και καταγράψαµε.
Επισηµαίνουµε, έτσι, ότι από το 1979 έως και το 2010 έγιναν στην Ελλάδα 5.280 γενικές και
κλαδικές απεργίες, σε ποσοστό 96% του δηµοσίου τοµέα, µε αποτέλεσµα να χαθούν 1.385 ηµέρες
εργασίας. Σε σηµερινά ευρώ, το κόστος αυτών των εργάσιµων ηµερών, που είναι 45 τον χρόνο,
αντιστοιχεί σε 135 δισ. ευρώ, ήτοι στο 39% του συνολικού δηµοσίου χρέους της χώρας ή στο 55% των
χρεών των ασφαλιστικών ταµείων. Σηµειώνουµε ότι οι απεργούντες ναι µεν δεν προσήλθαν στην
εργασία τους, πλην όµως εισέπραξαν το σχετικό ηµερήσιο κόστος της τελευταίας – και το συνολικό
αυτό ποσόν είναι αδύνατον να υπολογισθεί. Σίγουρα, όµως, σωρευτικά αντιπροσωπεύει κάποια
δισεκατοµµύρια ευρώ.
Οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες απεργίες – ο αριθµός των οποίων είναι τριπλάσιος του
αντιστοίχου κοινοτικού µέσου όρου πριν τη µεγάλη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ) – είχαν
εκβιαστικό χαρακτήρα και κατέληξαν στην απόσπαση απίθανων προνοµίων. Τα τελευταία –όπως, για
παράδειγµα, τα δωρεάν ταξίδια µε την Ολυµπιακή Αεροπορία όλων των µελών των οικογενειών των
εργαζοµένων (;) στην εταιρεία, στην πρώτη θέση– επιβάρυναν, σύµφωνα µε τον ΟΟΣΑ, το κόστος
παραγωγής της ελληνικής οικονοµίας κατά 4% του ΑΕΠ περίπου. Έτσι, σωρευτικά τα τριάντα
τελευταία χρόνια η ελληνική οικονοµία επιβαρύνθηκε µε άλλα 140 δισ. ευρώ, χάνοντας ταυτοχρόνως
και σηµαντικό µέρος από την ανταγωνιστικότητά της. Στην απώλεια αυτή θα πρέπει να προστεθεί και
η κατά 2% σωρευτική επιβάρυνση του ΑΕΠ από τα κλειστά επαγγέλµατα, η οποία επίσης
υπολογίζεται σε άλλα 120 δισ. ευρώ.
Επίσης, από το 1993, µετά την πτώση της κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έως και το
2009, προσελήφθησαν στην ευρύτερο δηµόσιο τοµέα περί τα 600.000 άτοµα, µε αποτέλεσµα το
κόστος του δηµόσιου τοµέα να επιβαρυνθεί µε το απίστευτο ποσόν των 500 δισ. ευρώ – κόστος το
οποίοξεπέρασε κατά τέσσερις ποσοστιαίες µονάδες το αντίστοιχο µέσο της ΕΕ των 15 χωρών-µελών.
Το ποσοστό αυτό σήµερα αντιπροσωπεύει 11 δισ. ευρώ ετησίως και είναι η βασική αιτία της
δηµιουργίας δηµοσιονοµικών ελλειµµάτων. Ακόµα χειρότερα, επιβαρύνει και την εξυπηρέτηση του
δηµόσιου δανεισµού σε επίπεδα που είναι δύσκολο να υπολογισθούν.
Στις παραπάνω απίστευτες επιβαρύνσεις θα πρέπει να προσθέσουµε και την χορήγηση στην Ελλάδα
180.000 συντάξεων µε µηδενική ανταπόδοση, οι οποίες σε µία εικοσαετία επιβάρυναν το
υπερχρεωµένο ασφαλιστικό σύστηµα της χώρας µε 24 δισ. ευρώ, στα οποία θα πρέπει να προστεθούν
και κάποια δισεκατοµµύρια εφάπαξ.
Την περίοδο 1990-2009 καταγράψαµε επίσης για την Αθήνα 180 δήθεν φοιτητικές διαδηλώσεις, οι
οποίες κατέληξαν σε καταστροφές δηµόσιας και ιδιωτικής περιουσίας και σε λεηλασίες
πανεπιστηµιακών ιδρυµάτων ανυπολογίστου αξίας. Την εικοσαετία αυτή, οι καταστροφές που
προκλήθηκαν µόνον στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο υπολογίζονται στα 30 εκατ. ευρώ σωρευτικά,
συµπεριλαµβανοµένων και των κλοπών επιστηµονικού υλικού. Από κοινωνικής δε πλευράς, οι
βάρβαρες αυτές εκδηλώσεις οδήγησαν σε απώλειες δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας στο κέντρο
της Αθήνας και στο κλείσιµο περίπου 10.000 εµπορικών και άλλων επιχειρήσεων.
Αποκαλυπτικά επίσης στοιχεία για το µέγεθος της µεγάλης ληστείας µπορεί να εντοπίσει κανείς σε
ένα θαυµάσιο βιβλίο του αείµνηστου Νικολάου Θέµελη, υπουργού Προεδρίας στην Οικουµενική
Κυβέρνηση Ζολώτα το 1990, µε τίτλο Τον δρόµον τετέλεκα [4]. Στο βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας, που
ήταν και πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, περιγράφει τις απίστευτες εµπειρίες του. Σε
οποιαδήποτε δηµοκρατική και ευνοµούµενη χώρα, το βιβλίο αυτό θα είχε προκαλέσει θύελλα
αντιδράσεων και εισαγγελικών επεµβάσεων. Εν Ελλάδι πέρασε απαρατήρητο. Ο λόγος απλός και
ευκόλως κατανοητός: ο συγγραφέας περιγράφει όργια καταχρήσεων και σπαταλών στη δηµόσια
διοίκηση και αναφέρει σοβαρότατες ατασθαλίες σε δήµους και κοινότητες. Ατασθαλίες που,
συνολικά, ξεπερνούσαν τα 20 δισ. δραχµές την εποχή εκείνη.
Το ποσόν αυτό, βέβαια, ανεβαίνει σε αστρονοµικά ύψη αν διαβάσει κανείς τις εκθέσεις του Λ.
Ρακιντζή, Επιθεωρητού ∆ηµοσίας ∆ιοικήσεως, ο οποίος, στην γνωστή έκθεσή του, περιγράφει τα
σηµεία και τέρατα που συµβαίνουν στους Οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, στις πολεοδοµίες,
στα Ελληνικά Ταχυδροµεία και γενικά σε δηµόσιους οργανισµούς. Σύµφωνα µε υπολογισµούς του
Οργανισµού Οικονοµικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), το κόστος της διαφθοράς στην
ελληνική δηµόσια διοίκηση αντιπροσωπεύει περί το 2% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ)
της χώρας, ήτοι, µε τα σηµερινά δεδοµένα, ένα ποσόν της τάξεως των 5 δισ. ευρώ. Έτσι, σε επίπεδο
τριακονταετίας, φθάνουµε αισίως τα 120 δισ. ευρώ.
Είναι, λοιπόν, ηλίου φαεινότερον ότι το ελληνικό δηµόσιο χρέος είναι όντως «επαχθές», όχι όµως
για τους λόγους που επικαλούνται κάποιοι νοµικοί, που, υποκρίνονται ότι τώρα ανακαλύπτουν τον
τροχό της διαφθοράς και της γραφειοκρατικής ασυδοσίας. Αυτοί που αναζητούν ενόχους και
αποδιοποµπαίους τράγους για το αποκαλούµενο ελληνικό «επαχθές χρέος» και απειλούν µε µηνύσεις
και άλλα παρόµοια, καλά θα έκαναν να µάθουν …γραφή και ανάγνωση. Το ελληνικό δηµόσιο χρέος
είναι το γνήσιο προϊόν της καταληστεύσεως του δηµοσίου πλούτου από συντεχνίες, συνεταιρισµούς,
συνδικαλιστικά σωµατεία, δηµόσιες επιχειρήσεις και κρατικοδίαιτους επιχειρηµατίες. Όλος αυτός ο
εσµός της ελληνικής, σοβιετικού τύπου, κλεπτοκρατίας δίνει σήµερα τον υπέρ πάντων αγώνα για να
καταρρεύσει η χώρα. Είναι η µόνη ελπίδα τους. ∆ιότι, µία ελληνική κατάρρευση θα αφήσει άθικτους
όλους τους µηχανισµούς της διαφθοράς και θα ενισχύσει τις εξουσίες των συντεχνιών.
Για παράδειγµα, επιχειρηµατίες που τροφοδοτούν τις διάφορες φιλολογίες περί επιστροφής στην
δραχµή, είναι ξεκάθαρο τι επιδιώκουν. Έχοντας τεράστια χρέη στο εσωτερικό και γερές καταθέσεις
στο εξωτερικό, σε περίπτωση που η Ελλάδα επιστρέψει στη δραχµή νοµίζουν ότι θα εξοφλήσουν τα
χρέη τους σε υποτιµηµένες δραχµές, εισάγοντας υπερτιµηµένα ευρώ. Θα συµβεί, δηλαδή, ό,τι συνέβη
στην πάλαι ποτε Σοβιετική Ένωση, στην οποίαν οι ολιγάρχες της νοµενκλατούρας αγόρασαν σχεδόν
τα πάντα µε υπερτιµηµένα έναντι του ρουβλίου δολάρια που είχαν φυγαδεύσει στο εξωτερικό την
περίοδο του κοµµουνιστικού καθεστώτος. Με το χρήµα αυτό οι ολιγάρχες, όχι µόνον απέκτησαν
αµύθητες περιουσίες, αλλά εγκατέστησαν και τις δικές τους πολιτικές εξουσίες. Έτσι, η σηµερινή
Ρωσία ελέγχεται από τους ολιγάρχες του χρήµατος και αυτούς που αποτελούν το πολιτικό τους
σκέλος.
Αυτό το µοντέλο «οραµατίζονται» κάποιοι και για την Ελλάδα, γι’ αυτό και επιδιώκουν µε κάθε
µέσον να την αποκόψουν από την Ευρώπη. ∆ηλαδή, πέρα από τη µεγάλη ληστεία, οι κύκλοι αυτοί
επιχειρούν σήµερα και µία πολιτικο-θεσµική ανατροπή. Το θέµα είναι τεράστιο και οι διάφορες
πτυχές του θα αναδεικνύονται όλοκαι πιο αδρά όσο κυλά ο χρόνος. Και ο χρόνος κυλά εφιαλτικά
γρήγορα.
[1] Στάµος Ζούλας, Όσα δεν έγραψα…, Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σ. 96.
[2] Το καλοκαίρι του 1985 η χώρα έφθασε στο χείλος της κατάρρευσης, όπως περιέγραψε ο τότε
διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ∆. Χαλικιάς. Βλ. τη µαρτυρία του σε συνέντευξη στον Π.
Βασιλόπουλο (Οικονοµικός Ταχυδρόµος, 8.1.1988), η οποία παρατίθεται στο σχετικό άρθρο µου «Από
το 1985 προβλεπόταν η πτώχευση», που είναι διαθέσιµο στο http://tiny.cc/j3jax
[3] ∆ηµήτρης Λ. Στεργίου, Το πολιτικό δράµα της Ελλάδος 1981-2005, Παπαζήση, Αθήνα 2005.
[4] Νικόλαος Θέµελης, Τον δρόµον τετέλεκα, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1998.
********************

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου