ΟΙ ΑΔΙΕΞΟΔΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ Ε.Ε ΤΗΝ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ
Ούτε και στο χθεσινό Γιουρογρούπ βρέθηκε κάποια αξιόπιστη και βιώσιμη λύση στο οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας και στο δίκαιο αίτημα που η νέα κυβέρνηση υπό τον Αλέξη Τσίπρα έθεσε για να μπορέσει ο ελληνικός λαός να ανασάνει και να μπει σε τροχιά ανάπτυξης. Δυστυχώς η Ελλάδα έμεινε εντελώς μόνη στο έλεος της Μερκελικής Γερμανίας η οποία κατάφερε με εκβιαστικό τρόπο να στρέψει εναντίον της ακόμα και χώρες του Νότου όπως Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία οι οποίες αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα με αυτά που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες αδελφοί μας.
Δυστυχώς η Γερμανία υπό την Μέρκελ και οι βόρειοι σύμμαχοι της αδυνατούν να αντιληφθούν για δικούς τους πολιτικούς, οικονομικούς, αλλά δυστυχώς όσο και αν ακούγεται χαζό και για προσωπικούς λόγους, ότι οι πολιτικές που ακολουθούν δεν είναι προς την σωστή κατεύθυνση και οδηγούν τους λαούς ιδιαίτερα του Νότου στην μιζέρια και την Ε.Ε στην κατάρρευση.
Υπό την ιδιότητα μου ως οικονομολόγου Λογιστή – Ελεγκτή θα μπορούσα να αποδεχθώ την άποψη των ηγετών της Ευρώπης που συμφωνούν και εφαρμόζουν την σκληρή γραμμή λιτότητας που επιβάλλει η Γερμανία δεδομένου ότι μετά από 6 χρόνια μια τέτοια πολιτική έφερνε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Δυστυχώς όχι. Για 6 χρόνια τώρα οι πολίτες, κυρίως του νότου, βιώνουν μια άνευ προηγουμένου οικονομική δυσπραγία και γενικά τις συνέπειες αυτής της αδιέξοδης πολιτικής. Δεν χρειάζεται κάποιος ιδιαίτερη γνώση σε οικονομικά θέματα για να αντιληφθεί ότι οι πολιτικές της αυστηρής λιτότητας και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών αποδείχθηκαν καταστροφικές. Για να γίνω πιο κατανοητός παραθέτω πιο κάτω κάποιες απόψεις και συγκρίσεις και καλώ όσους έχουν γνώσεις περί οικονομικών να μου πουν που διαφωνούν:
Κατά την άποψη μου ο όρος “Κρίση Χρέους” είναι λανθασμένος και παραπλανητικός με την έννοια ότι δεν υπάρχει σαν τέτοιο πρόβλημα χρέους, καθ’ ότι το χρέος είναι μεταξύ χωρών πιστωτών και χωρών οφειλετών σε κοινό νόμισμα. Η ‘’Κρίση Χρέους’’ είναι μια επινόηση των Γερμανών και βορείων εταίρων τους σε μια προσπάθεια να καλυφθούν οι αδυναμίες που υπάρχουν στην δομή της ΕΕ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Οι συναλλαγές αυτές ονομάζονται διακανονιστηκές και ρυθμιστικές πληρωμές μεταξύ των χωρών μελών, όπως συμβαίνει και στις ΗΠΑ μεταξύ των διαφόρων πολιτειών, διευθετούνται δε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην πέσει καμία οικονομία σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης μια που κάτι τέτοιο δεν συμφέρει σε κανένα. Αυτός ο κανόνας δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην περίπτωση της Ελλάδας με αποτέλεσμα σήμερα να έχει χάσει το 30% περίπου του εθνικού της εισοδήματος. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κρίση χρέους μεμονωμένων χωρών αλλά για πρόβλημα περιφερειακών χρεών μέσα σε μια ομοσπονδιακή ένωση, όπως υποτίθεται έπρεπε να είναι η Ε.Ε.
Είναι γενικώς παραδεκτό από πολλούς έγκριτους οικονομολόγους ότι η ΕΕ από την ίδρυση της αντιμετώπιζε θεσμικά κενά, τα οποία οι ηγέτες της αν πραγματικά επιθυμούν να μην καταρρεύσει θα πρέπει τάχιστα να επιλυθούν και να καλυφθούν. Τέτοια κενά όπως έχουν επανειλημμένα αναφερθεί είναι μεταξύ άλλων, η έλλειψη τραπεζικής ένωσης, η σύνδεση που υπάρχει μεταξύ τραπεζών και δημοσίου χρέους (αυτή η σύνδεση πρέπει να σταματήσει για να μην βαρύνονται τα κράτη με τα χρέη των τραπεζών). Η ανυπαρξία αντισταθμιστικών πληρωμών και γενικά αν δεν ληφθούν μέτρα που θα διατηρούν την συνοχή του συνόλου και την σύγκλιση των οικονομιών, για πια Ένωση μπορεί να μιλάμε; Είναι για την ύπαρξη αυτών των κενών που δεν έχουμε σύγκλιση αλλά απόκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Με την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1981 και στην προσπάθεια του να εδραιωθεί στην εξουσία το δημόσιο χρέος της Ελλάδας εκτοξεύτηκε σε δυσθεώρητα ύψη. Η Ελλάδα άρχισε να ξοδεύει περισσότερα από όσα εισέπραττε. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία δημιούργησε ένα πελατειακό και διεφθαρμένο κράτος το οποίο δύσκολα θα απέφευγε την κατάρρευση. Τέτοιες διαρθρωτικές αλλαγές δεν έγιναν ποτέ από καμία κυβέρνηση γιατί ο εκάστοτε πρωθυπουργός της Ελλάδας προέτασσε το κομματικό και προσωπικό συμφέρον σε βάρος των συμφερόντων της χώρας, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην Κύπρο. Ουνά φάτσα, ούνα ράτσα
Είναι γενικώς παραδεκτό από πολλούς έγκριτους οικονομολόγους ότι η ΕΕ από την ίδρυση της αντιμετώπιζε θεσμικά κενά, τα οποία οι ηγέτες της αν πραγματικά επιθυμούν να μην καταρρεύσει θα πρέπει τάχιστα να επιλυθούν και να καλυφθούν. Τέτοια κενά όπως έχουν επανειλημμένα αναφερθεί είναι μεταξύ άλλων, η έλλειψη τραπεζικής ένωσης, η σύνδεση που υπάρχει μεταξύ τραπεζών και δημοσίου χρέους (αυτή η σύνδεση πρέπει να σταματήσει για να μην βαρύνονται τα κράτη με τα χρέη των τραπεζών). Η ανυπαρξία αντισταθμιστικών πληρωμών και γενικά αν δεν ληφθούν μέτρα που θα διατηρούν την συνοχή του συνόλου και την σύγκλιση των οικονομιών, για πια Ένωση μπορεί να μιλάμε; Είναι για την ύπαρξη αυτών των κενών που δεν έχουμε σύγκλιση αλλά απόκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Με την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1981 και στην προσπάθεια του να εδραιωθεί στην εξουσία το δημόσιο χρέος της Ελλάδας εκτοξεύτηκε σε δυσθεώρητα ύψη. Η Ελλάδα άρχισε να ξοδεύει περισσότερα από όσα εισέπραττε. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία δημιούργησε ένα πελατειακό και διεφθαρμένο κράτος το οποίο δύσκολα θα απέφευγε την κατάρρευση. Τέτοιες διαρθρωτικές αλλαγές δεν έγιναν ποτέ από καμία κυβέρνηση γιατί ο εκάστοτε πρωθυπουργός της Ελλάδας προέτασσε το κομματικό και προσωπικό συμφέρον σε βάρος των συμφερόντων της χώρας, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην Κύπρο. Ουνά φάτσα, ούνα ράτσα
Πέραν όμως των τεράστιων ευθυνών όλων των κυβερνήσεων από την μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα η θεραπεία που επιλέχθηκε από την σαθρά δομημένη Τρόικα για την διάσωση της ελληνικής οικονομίας έκανε μεγαλύτερη ζημιά από την ίδια την ασθένεια. Η ομολογία αξιωματούχων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) ότι στην περίπτωση της Ελλάδας υποεκτιμήθηκαν οι συνέπειες της ύφεσης δεν είναι καθόλου τυχαία. Ωστόσο η Μέρκελ και οι συν αυτής συνεχίζουν αυτό το λάθος και εξακολουθούν να αντιπαρατίθενται με το ΔΝΤ σε αυτό που προτείνει, να διαγραφεί δηλαδή ένα μεγάλο μέρος του χρέους για να απελευθερωθεί από το βάρος αυτό η Ελλάδα και ταυτόχρονα να γίνει μια μεγάλη επενδυτική προσπάθεια στην Ελλάδα από ξένους θεσμικούς επενδυτές. Ντόπιοι ιδιώτες επενδυτές και κυρίως ξένοι επενδυτές είναι δύσκολο να έρθουν αυτή την περίοδο αλλά θα μπορούσαν θεσμικά όργανα της ΕΕ να επενδύσουν σε Ελλάδα και Κύπρο όχι τόσο στην δημιουργία επιχειρήσεων αλλά στην κατασκευή υποδομών, δημιουργώντας έτσι θέσεις εργασίας και ενισχύοντας την ροή χρήματος για να μπορέσει να ανακάμψει το ταχύτερο η οικονομία, να ανασάνουν οι άνθρωποι και να πληρωθούν τα υπόλοιπα του χρέους. Ο μόνος τρόπος να πληρώσει ένας οφειλέτης τα χρέη του είναι να έχει εισόδημα, εάν δεν έχει εισόδημα τι χρέη να πληρώσει; Ενόσω Ελλάδα και Κύπρος αποτυγχάνουν, αποτυγχάνει επίσης και κυρίως η λανθασμένη και αντιπαραγωγική ευρωπαϊκή συνταγή που επιβάλλεται σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Δεν είμαι ο απόλυτος θιασώτης του Αμερικάνικου μοντέλλου σε θέματα οικονομίας αλλά θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι ΗΠΑ που ακολούθησαν εντελώς διαφορετικές και εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές με αυτές που ακολουθήθηκαν στη ΕΕ, πέτυχαν αξιοθαύμαστα αποτελέσματα από την έναρξη της οικονομικής κρίσης
Στη διάρκεια της τελευταίας 6ετίας, η Αμερική επέτυχε να απεμπλακεί από την κρίση, που αρχικά η ίδια είχε πυροδοτήσει, ενώ η Ευρώπη συνεχίζει να βυθίζεται σε αυτήν, μέχρι σημείου αποπληθωρισμού (déflation) - την εφιαλτικότερη προοπτική για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, που εκτίθεται έτσι σε κίνδυνο άμεσης αποσύνθεσης του. Γιατί άραγε η αμερικανική ανάπτυξη ανέρχεται σήμερα σε +5%, ενώ η αντίστοιχη ευρωπαϊκή επίδοση σύρεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, σε μηδενικά επίπεδα; Γιατί άραγε στο διάστημα της επίμαχης 6ετίας, η αμερικανική ανεργία συρρικνώθηκε σε 5,8%, ενώ παράλληλα η ευρωπαϊκή εκτινάχθηκε σε 12%; Γιατί άραγε οι επενδύσεις, ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου και οι θέσεις εργασίας, στο αυτό διάστημα, εκτινάχθηκαν κατά 25% στην Αμερική, ενώ εγκλωβίζονται σε μηδενικούς ρυθμούς αύξησης στην Ευρωζώνη; Οι απαντήσεις στα πιο πάνω τρία ερωτήματα δεν έχουν σχέση με το μέγεθος της κρίσης, αλλά με την αναποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής διαχείρισης, που διατηρείται στους αντίποδες της αμερικανικής.
Εξ αρχής, η Αμερική αντιμετώπισε την κρίση ως «χρηματοπιστωτική φούσκα» και έλαβε προς τούτο μέτρα ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας, επιβάλλοντας παράλληλα αυστηρή επιτήρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η Ευρώπη επέλεξε την ακριβώς αντίθετη διαχείριση: αντιμετώπισε την κρίση όχι ως χρηματοπιστωτική φούσκα, αλλά ως διαρθρωτικό πρόβλημα, και αντί να αυστηροποιήσει τους όρους λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν έπαψε να αποδυναμώνει την πραγματική οικονομία αφαιρώντας πόρους από αυτήν προς στήριξη των κλυδωνιζόμενων τραπεζών. Δεν παύει να ανταμοίβει τους υπαίτιους της χρηματοπιστωτικής φούσκας με χρήματα των θυμάτων τους και παρόλο που το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν ανταποδίδει το ρευστό προς την πραγματική οικονομία, αλλά το κατακρατεί για δικές του υποχρεώσεις.
Στην Αμερική, ο πρόεδρος Ομπάμα κήρυξε πόλεμο εναντίον της διαφθοράς, επιβάλλοντας βαρύτατα πρόστιμα δισεκατομμυρίων σε αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες. Ο ίδιος δεν δίστασε να φορολογήσει με 90% τα μπόνους που είχε διανείμει στα στελέχη της η γνωστή AIG. Παράλληλα παραχώρησε 250 δις προς στήριξη των τραπεζών, με την επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης σε 50 εκατομμύρια ανασφάλιστους, αποδέχθηκε πρόσθετες δημόσιες δαπάνες 634 δισεκατομμυρίων.
Στην Ευρώπη κρατεί ακόμη η αντίληψη ότι τα πρόστιμα και η τιμωρητική πολιτική έναντι της διαφθοράς και φοροδιαφυγής αποβαίνουν εις βάρος των χωρών που τις εφαρμόζουν, καθόσον δήθεν αποθαρρύνονται έτσι οι επενδύσεις και αποσύρονται οι εταιρείες. Ακόμη και τα σκάνδαλα της γερμανικής Ζήμενς, από την Αμερική ήλθαν στο φως και από εκεί επιβλήθηκαν τα πρόστιμα, όχι απο την Ευρώπη ούτε απο την Γερμανία.
Η αμερικανική πολιτική αποδίδει προτεραιότητα στην ενίσχυση της κατανάλωσης και εσωτερικής ζήτησης, ώστε να παρακινούνται έτσι νέες επενδύσεις: εάν η ιδιωτική ζήτηση εξοντώνεται με την επέκταση της φορολογίας στα νοικοκυριά και την περικοπή δημοσίων δαπανών, τότε πώς είναι δυνατόν να ανακάμπτουν οι επενδύσεις; Η Ευρώπη ακολούθησε την ακριβώς αντίθετη προσέγγιση: επικαλούμενη την θλιβερή «πολιτική της προσφοράς», παραμένει επίμονα προσηλωμένη στις περικοπές ιδιωτικών και δημοσίων δαπανών και στην συρρίκνωση του δημοσίου ελλείμματος, επισπεύδοντας έτσι την ύφεση και συρρίκνωση της οικονομίας.
Ενώ η Ευρωζώνη συνταγματοποιεί τον «χρυσού κανόνα» των μηδενικών ελλειμματων, οι Αμερικανοί αύξησαν τις δημόσιες δαπάνες κατά 40% - η μεγαλύτερη αύξηση δαπανών στην αμερικανική ιστορία. Το δημόσιο έλλειμμα, από 300 δις επί προέδρου Μπούς, εκτινάχθηκε μετά το 2009 σε 1400 δις ή 12,3% του ΑΕΠ, αύξηση επίσης η μεγαλύτερη από το 1945. Ο Αμερικανός πρόεδρος έφθασε στο σημείο να επιβαρύνει το δημόσιο χρέος κατά 33 σεντς για κάθε δολάριο πρόσθετης δημόσιας δαπάνης. Στην Ευρώπη, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Μέρκελ και Σόϊμπλε δεν παύουν να επαναλαμβάνουν τελετουργικά «ανάπτυξη με δανεικά δεν γίνεται», ενώ όλοι γνωρίζουν το ακριβώς αντίθετο: ανάπτυξη χωρίς δανεικά δεν γίνεται και ούτε έχει γίνει ποτέ στην ιστορία.
Στο διάστημα της 6ετίας, η αμερικανική εσωτερική κατανάλωση αυξήθηκε σωρευτικά κατά 12%, συμπαρασύροντας επέκταση επενδύσεων κατά 25%, ενώ αντίθετα στην Ευρώπη η εσωτερική κατανάλωση σύρεται σε μηδενικά και αρνητικά επίπεδα, με συνέπεια την επίσης αρνητική εξέλιξη των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Εάν υπάρχει σήμερα μια οικονομία που ανακάμπτει με δυναμικούς ρυθμούς, αυτή είναι η αμερικανική και εάν υπάρχει μια άλλη που καταποντίζεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς, αυτή είναι η ευρωπαϊκή. Στο διάστημα της 6ετίας, οι παγκόσμιες επενδύσεις στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά σχεδόν 60%, ενώ οι ΗΠΑ συνεχίζουν να προσελκύουν ξένες επενδύσεις από τον υπόλοιπο κόσμο. Η Ευρώπη, με δογματική προτεραιότητα στην περιστολή της εσωτερικής αγοράς και υποθετική αιτιολογία την ανάκτηση ανταγωνιστικότητας, συνεχίζει να «παγώνει» τις επενδύσεις και να αποθαρρύνει τις προερχόμενες από τον υπόλοιπο κόσμο.
Χαρακτηριστικό δείγμα διαφοράς αντιλήψεων είναι η αντιμετώπιση της μαζικής ανεργίας: ενώ στην Αμερική, η ανεργία θεωρείται ανησυχητικός δείκτης υπολειτουργίας της οικονομίας, στην Ευρώπη θεωρείται θετικός δείκτης του βαθμού «εξυγίανσης» της. Κι ακόμη, ενώ τόσο η Αμερική όσο και η Ευρώπη δεν εξάγουν στον υπόλοιπο κόσμο παρά μόνον 11% της εθνικής παραγωγής τους, ουδέποτε η πρώτη διανοήθηκε να θυσιάσει την εσωτερική της αγορά, που απορροφά 89% της εθνικής παραγωγής υπό την προσχηματική αναζήτηση νέων αγορών στο εξωτερικό. Αντιθέτως η Ευρώπη δεν διστάζει να αποδυναμώνει τις εσωτερικές της αγορές με την υποθετική προσδοκία ότι έτσι θα αποβεί ανταγωνιστικότερη στο εξωτερικό, επιλογή ιδιαίτερα αποσταθεροποιητική στην σημερινή συγκυρία στην οποία όλες οι διεθνείς αγορές δεν παύουν να συρρικνώνονται.
Ακόμη, με την πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης» (quantitative easing) από την κεντρική τράπεζα FED, η ρευστότητα στην αμερικανική οικονομία αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 25% και υπερδιπλασιάσθηκε στην 6ετια, ώστε να κινηθεί η οικονομία, ενώ στην Ευρώπη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει μειώσει τον ετήσιο ρυθμό προσφοράς χρήματος από 12% προ του 2008 σε 2,5% κατά την αυτή περίοδο, με συνέπεια ο μαρασμός των ευρωπαϊκών αγορών να αποτρέπει κάθε νέα επένδυση.
Η κυριότερη διαφορά ανάμεσα στις δυο πλευρές του Ατλαντικού είναι ότι στην εκείθεν η στήριξη της ζήτησης και της κατανάλωσης θεωρείται προϋπόθεση για την ανάκαμψη των επενδύσεων, της οικονομίας και της απασχόλησης, ενώ στην εντεύθεν πλευρά προτάσσεται το ακριβώς αντίθετο δόγμα: ότι η επένδυση προηγείται της ζήτησης.
Φυσικά, ακόμη και οι πιο ανίδεοι αντιλαμβάνονται τον ευρωπαϊκό παραλογισμό: εάν δεν προϋπάρχει εξασφαλισμένη και επαρκής ζήτηση, ουδεμία σοβαρή επιχείρηση διακινδυνεύει να επενδύσει. Ο σημερινός απολογισμός επιβεβαιώνει την επιτυχία των αμερικανικών, αλλά και των ευρωπαϊκών επιλογών: απεμπλοκή από την κρίση αφ' ενός, καταβύθιση σε αυτήν αφ'ετερου. Εάν σήμερα η Ευρώπη βυθίζεται, πρώτος υπεύθυνος για αυτό δεν είναι η κρίση, αλλά οι επιλογές της που οδηγούν σε θλιβερό και μη-βιώσιμο αποτέλεσμα. Και αφού το «πείραμα» στη Ελλάδα δεν είναι μόνον ελληνικό, αλλά κυρίως ευρωπαϊκό, τα εξ αυτού συμπεράσματα δεν θα αφορούν μόνον στο μικρό 2,5% της Ευρωζώνης, αλλά επίσης και κυρίως στο σύνολο της.
Η Κύπρος σε αντίθεση με την Ελλάδα δεν ατιμετωπίζει τόσο πρόβλημα δημόσιου χρέους αλλά πρόβλημα ιδιωτικού χρέους και ίσως αυτό μελλοντικά αποδειχθεί χειρότερο από το ελληνικό πρόβλημα. Ο ιδιωτικός δανεισμός στήν Κύπρο μέχρι το 2009 ήταν ασύλληπτος και πέραν απο κάθε λογικής. Σύμφωνα με κάποιες στατιστικές ο δανεισμός των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στην Κύπρο από κυπριακές τράπεζες ήταν κατά 5 με 6 φορές περισσότερος από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης. Κατά την πιο πάνω περίοδο, αδιευκρινίστου προέλευσης ξένα κεφάλαια πέραν των 60 δις μεταφέρθηκαν στην Κύπρο και απολάμβαναν καταθετικά επιτόκια μέχρι και 7,5% την στιγμή που οι ευρωπαικές τράπεζες πρόσφεραν μόλις 2,5%. Αυτά τα κεφάλαια προσελκήθηκαν στην Κύπρο μέσω δικηγορικών γραφείων ψηλά ιστάμενων πολιτικών προσώπων τα οποία γραφεία εισέπρατταν μίζα μεταξύ 10% και 20%. Ακολούθως τα κεφάλαια αυτά τοποθετήθηκαν από τους τραπεζίτες στα ελληνικά ομόλογα και σε ιδιωτικό δανεισμό προκειμένου να τους αποδόσουν ψηλά μπόνους με αποτέλεσμα σήμμερα το κυπριακό τραπεζικό σύστημα να απειλείται με κατάρρευση λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η λύση που προκρίνει για την Κύπρο η Τρόικα και ακολουθεί δουλικά η κυβέρνηση Αναστασιάδη είναι η εκποίηση των οικιών και περιουσιών των κυπριών σε εξευτελιστικές τιμές. Κάτι τέτοιο έχω τονίσει πολλές φορές στο παρελθόν θα οδηγήσει σε λαική εξέγερση και εκτροπή και θα αποτελέσει τον δεύτερο Αττίλα, οικονομικό αυτήν την φορά
Οι πολιτικές ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου διέπραξαν απίστευτα εγκλήματα σε βάρος των λαών τους τα οποία οι βόρειοι εταίροι μας τα εκμεταλλεύονται τώρα για ίδιο όφελος μια που η Ευρώπη έπαψε απο καιρό να είναι η Ευρώπη της αλληλεγγύης που κάποτε ονειρευτήκαμε. Η σημερινή Ευρώπη έχει μετατρέψει το όνειρο των λαών της για ειρήνη, ασφάλεια, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη και ευημερία σε κρίση, φτώχεια, ανεργία και ανασφάλεια όχι μόνο για την Κύπρο και την Ελλάδα αλλά και για όλες τις χώρες του Νότου. Και αν ο Τσίπρας και Βαρουφάκης φαίνεται να έχουν αντιληφθεί την αποτυχία της ευρωπαικής πλάνης και διεκδικούν με σθένος κάτι καλύτερο για την Ελλάδα απο Μέρκελ και Σόιπλε τι να πω για τον τους δικούς μας, Αναστασιάδη και Γεωργιάδη που αποδεικνύονται εκτός από πολιτικοί και οικονομικοί Ναινέκοι και δορυφόροι της Μέρκελ;
Όμηρος Αλεξάνδρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου