Ενοχλημένη η Μόσχα από προεδρικό σύμβουλο
«Όταν τα συμπεράσματα αντιβαίνουν στα γεγονότα»
Λευκωσία: Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί συνέχεια των έμμονων προσπαθειών του κ. Μ. Δρουσιώτη να ξαναγράψει ιστορίες των πάντων που έχουν σχέση με το Κυπριακό. Αυτή τη φορά ψάχνει για «ιστορικά λάθη» εντός της τραγικής για την Κύπρο περιόδου του 1974 και των μετέπειτα ετών. Το ψάξιμό του τον οδηγεί σε μια σειρά παράλογα και αναπόδεικτα «συμπεράσματα»: «η προβολή του πραξικοπήματος -και όχι της εισβολής- ως επιχείρησης του ΝΑΤΟ ήταν επινόηση της σοβιετικής προπαγάνδας» (σ. 584), «η θεωρία της νατοϊκής συνωμοσίας είναι απόρροια της σοβιετικής προπαγάνδας» (σ.11), η ΕΣΣΔ έκανε «διπλό παιχνίδι» (υπότιτλος του βιβλίου), «εξώθησε την τουρκική εισβολή» (σ. 584), «επιδίωκε τη διαιώνιση του προβλήματος» (σ. 586), «εμπέδωσε την αντίληψη στους Ελληνοκυπρίους, ανεξαρτήτως ιδεολογικής απόχρωσης, ότι αποτελεί ένα σταθερό και ειλικρινή φίλο της Κυπριακής Δημοκρατίας… που παραμένει ακλόνητη μέχρι τις μέρες μας» (σ. 584) κ.ο.κ.
Πιστεύουμε ότι το πραξικόπημα και η εισβολή αποτέλεσαν δύο πράξεις της τραγωδίας της Κύπρου που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και ότι το πραξικόπημα χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για την εισβολή. Ενώ ο ισχυρισμός ότι η Μόσχα δήθεν επέβαλε για πολλές δεκαετίες την αντίληψή της στους Ελληνοκυπρίους, προκαλεί αμφιβολία για την ικανότητα του συγγραφέα να σκέφτεται ρεαλιστικά. Κρίμα που δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι στη βάση των φιλικών αισθημάτων των Κυπρίων προς τη χώρα μας δεν βρίσκονται οι παραμυθένιες ιδεολογικές δυνατότητες της πρώην ΕΣΣΔ, αλλά η προσηλωμένη στις αρχές θέση της Μόσχας για το Κυπριακό, που πάντα ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το πώς «αποδεικνύει» τις «ανακαλύψεις» του ο συγγραφέας δείχνει ότι δεν είναι ιστορικός, αλλά ερευνητής-ερασιτέχνης «με πείρα», που δεν γνωρίζει την επιστημονική μεθοδολογία των ιστορικών μελετών και τις αρχές ιστορισμού και αμεροληψίας, δεν ξέρει να αναλύει και να αξιολογεί τα γεγονότα. Παρουσιάζει τα επινοημένα «συμπεράσματά» του ως δεδομένα, αλλά δεν είναι σε θέση να τα τεκμηριώσει. Αν και καταβάλλει προσπάθειες -κατά το πλείστον άκαρπες- μόνο για να προσαρμόσει σε αυτά τις «αποδείξεις», που δεν πείθουν και σε αρκετές περιπτώσεις επιβεβαιώνουν ακριβώς το αντίθετο. Ως αποτέλεσμα, τα «συμπεράσματά» του έρχονται σε ολοφάνερη αντίθεση με την πραγματικότητα.
Έτσι, τη θέση του ότι «την πιο ουσιαστική υποστήριξη στην Τουρκία την είχε δώσει η Σοβιετική Ένωση» (σ.102) ο συγγραφέας στηρίζει στο γεγονός ότι ο πρέσβης της Τουρκίας στη Μόσχα μετά τη συνάντηση που είχε στις 20 Ιουλίου 1974 με τον τότε ΥΠΕΞ ΕΣΣΔ Α. Γκρομίκο, εκτίμησε πως ο Σοβιετικός υπουργός «δέχθηκε την αιτιολόγηση της τουρκικής επέμβασης στην Κύπρο με κατανόηση» (σ.102).
Χαρακτηριστική απεικόνιση της «λογικής» του συγγραφέα αποτελεί η φράση: «Η Μόσχα έδωσε εμμέσως κάλυψη στην τουρκική εισβολή, αναφερόμενη στη «συνεχιζόμενη επίθεση εναντίον της κυπριακής ανεξαρτησίας εκ μέρους του ελληνικού στρατού» και λέγοντας ότι «η ελληνική επίθεση» έγινε με την υποστήριξη «συγκεκριμένων κύκλων του ΝΑΤΟ», υπονοώντας σαφέστατα τις ΗΠΑ» (σ.113). Ισχυρίζεται ότι «η Μόσχα τοποθετήθηκε απερίφραστα υπέρ της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο» (σ.104) και δεν βλέπει ότι οι ισχυρισμοί του αντιβαίνουν στις «ανησυχίες» που ο Α. Γρομίκο «εξέφρασε… σε τρία σημεία»: «σενάριο διχοτόμησης», «ζήτημα… απόσυρσης των τουρκικών δυνάμεων από την Κύπρο» και θέμα της «τουρκικής δέσμευσης για την αποκατάσταση της «νόμιμης κυβέρνησης» της Κύπρου» (σ.102-103).
Με την ίδια «λαμπρή λογική» βγάζει το «συμπέρασμα» ότι το περιεχόμενο των επιστολών του Λ. Μπρέζνιεφ στον Ρ. Νίξον» του Ιουλίου 1974 «επιβεβαίωνε τη σοβιετική προσέγγιση ότι το πρόβλημα της Κύπρου ήταν μόνον το ελληνικό πραξικόπημα και ότι η Τουρκία, με την επέμβασή της, ματαίωσε τα ελληνικά σχέδια προσάρτησης του νησιού» (σ.117). Και δεν τον ενοχλεί το γεγονός ότι στην πραγματικότητα αυτό το «συμπέρασμα» δεν επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των επιστολών του Λ. Μπρέζνιεφ και δεν συνδυάζεται με την παραδοχή του συγγραφέα ότι «πολλές φορές στο παρελθόν η Μόσχα είχε προειδοποιήσει την Άγκυρα και την Αθήνα ότι δεν θα αποδεχόταν αλλαγή του καθεστώτος της Κύπρου» και «δεν θα παραμένει αδιάφορη σε ενέργειες εχθρικές προς την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου» (σ.46).
Ο ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης αποτελεί ένα από τα βασικά αντικείμενα που το βιβλίο επιχειρεί να ανασκευάσει. Όμως ο συγγραφέας στηρίζεται «κατά κύριο λόγο σε πρωτογενείς πηγές πληροφοριών που άντλησε από τα εθνικά αρχεία των ΗΠΑ και της Βρετανίας», γιατί δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία της Σοβιετικής Ένωσης «λόγω γλώσσας» (σ.11). Σημειώνουμε ότι η μη χρησιμοποίηση, «λόγω γλώσσας», των γνήσιων σοβιετικών εγγράφων στάθηκε ένας από τους παράγοντες που προσδιόρισαν τον μονόπλευρο χαρακτήρα του βιβλίου.
Παράλληλα διερωτώμαστε για ποιον λόγο ο συγγραφέας παραγνωρίζει π.χ. τα σχετικά πορίσματα της Βουλής των Ελλήνων και της Βουλής των Αντιπροσώπων; Απαντάμε: για το λόγο ότι δεν εξυπηρετούν τον «ανατρεπτικό» του στόχο.
Παρά τις «ανατρεπτικές» προσπάθειες του συγγραφέα παραμένει γεγονός ότι η νατοϊκή συνωμοσία κατά της Κύπρου έλαβε χώρα. Ο σοβιετικός πρέσβης στη Λευκωσία, ήδη τον Δεκέμβριο του 1971, πρώτος προειδοποίησε τον Πρόεδρο Μακάριο ότι το ΝΑΤΟ αποφάσισε να δοθεί λύση στο Κυπριακό το γρηγορότερο δυνατόν και αυτή να είναι προς το συμφέρον της συμμαχίας, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο της ανατροπής του ίδιου του Μακαρίου. Το γεγονός ότι η απόφαση του ΝΑΤΟ ήταν γνωστή στη σοβιετική πλευρά καθιστά αμφίβολο τον ισχυρισμό του συγγραφέα ότι «οι εξελίξεις» που είχαν σχέση με το πραξικόπημα «έχουν αιφνιδιάσει» τον Χ. Κίσινγκερ, τον «πανίσχυρο» υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ (σ. 47), της χώρας που ηγείται του ΝΑΤΟ. Ενώ το έγγραφο του ΓΓ του ΝΑΤΟ Γ. Λουνς ημερομηνίας 12/7/1974, με το οποίο ο τελευταίος συμμερίζεται την απόφαση του ΥΦΥΠΕΞ των ΗΠΑ Τζ. Σίσκο για υποστήριξη των τουρκικών στρατευμάτων κατά την απόβασή τους κατά τη βίαιη ανατροπή του Μακαρίου αποδεικνύει αδιάψευστα ότι το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και η Βρετανία όχι απλώς γνώριζαν εκ των προτέρων για το πραξικόπημα, αλλά και είχαν εγκρίνει την τουρκική εισβολή. Το επιβεβαιώνουν και άλλα έγγραφα, π.χ. το από την 15/7/1974 τηλεγράφημα του Αμερικανού πρέσβη στη Λευκωσία προς το Χ. Κίσινγκερ.
Ορισμένα γεγονότα της «realpolitic των ΗΠΑ», όπως η άρνησή τους «να τοποθετηθούν με ευθύτητα στο ζήτημα αναγνώρισης ή μη του Μακαρίου και στη σχέση της αμερικάνικης κυβέρνησης με το νέο καθεστώς στην Κύπρο» (σ.59), από μόνα τους διαψεύδουν μια σειρά θέσεις του βιβλίου. Όμως ο συγγραφέας που χωρίς δισταγμούς κατηγορεί την ΕΣΣΔ για το δήθεν «διπλό παιχνίδι» της, όταν αναφέρεται στη σχέση των ΗΠΑ με το πραξικοπηματικό καθεστώς της Κύπρου, γίνεται διστακτικός και ντρέπεται να πει «τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη». Παρά τη δική του παραδοχή ότι αυτή η σχέση «ερμηνεύθηκε από τον αμερικανικό Τύπο ως έμμεση στήριξη στο καθεστώς Σαμψών» (σ.59), προσποιείται πος δεν βλέπει ότι η άρνηση των ΗΠΑ να καταδικάσουν το καθεστώς του Σαμψών και να συμβάλουν στην επιστροφή του Μακαρίου αποδεικνύει ότι «διπλό παιχνίδι» δεν έκανε η Μόσχα, αλλά η Ουάσινγκτον. Η «διττή» στάση των ΗΠΑ μπορεί να ερμηνευθεί μόνον ως ανεκτική προς το πραξικόπημα. Και μήπως ακριβώς αυτή η αμερικανική ανεκτικότητα «εξώθησε» την τουρκική εισβολή;
Είναι αξιολύπητος ο απρεπής τρόπος, με τον οποίο παρουσιάζονται τα στοιχεία για τη βοήθεια που παρείχαν στην Κύπρο οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ (σ.280). Μήπως ο συγγραφέας δεν πήγε σχολείο και δεν ξέρει πως τα δολάρια (περίπτωση αμερικανικής βοήθειας) δεν συγκρίνονται με τόνους και κουτιά (περίπτωση σοβιετικής βοήθειας); Εκτός απ’ αυτό, αναφέρει στοιχεία που αφορούν την αμερικανική βοήθεια «μεταξύ του 1974 και του 1975» και «από 1976 μέχρι το 1981» και τα αντιπαραβάλλει σε εκείνα της σοβιετικής βοήθειας «για την ανακούφιση των προσφύγων», για την οποία ο πρέσβης της ΕΣΣΔ ανακοίνωσε στις 5 Σεπτεμβρίου 1974. Καταλαβαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας για σοβιετική βοήθεια ποιάς περιόδου γράφει; Πρόκειται για μια πολύ μικρή περίοδο και αν έκανε τον κόπο να μεταφράσει τους τόνους σε δολάρια, θα έβλεπε ότι βιάστηκε να χαρακτηρίσει τη σοβιετική βοήθεια «μηδαμινή».
Ο συγγραφέας βάσιμα προβλέπει ότι «αυτή η υπόθεση εργασίας θα προκαλέσει αντιδράσεις» (σ.11), όμως κάνει λάθος ισχυριζόμενος ότι θα τις προκαλέσει «διότι είναι ανατρεπτική» (σ.11). Προκαλεί έντονες αρνητικές αντιδράσεις διότι αποτελεί μιαν αδέξια και ατελέσφορη προσπάθεια παραχάραξης ιστορίας. Δεν είναι σοβαρή επιστημονική μελέτη, αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων μια ογκώδης αλλά αναξιόπιστη δημοσιογραφική υπόθεση.
Πιστεύουμε ότι αυτό που ξεχωρίζει μέσα από το βιβλίο είναι μόνον το θράσος (όχι η τόλμη, όχι το θάρρος, αλλά ακριβώς το θράσος), με το οποίο ο συγγραφέας ανέλαβε να επιχειρήσει «να ανασκευάσει την επικρατούσα άποψη για το πραξικόπημα και την εισβολή όσον αφορά στον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων» (σ.10), χωρίς να διαθέτει έστω και στοιχειώδεις απαραίτητες προϋποθέσεις να το πετύχει. Τα «ανατρεπτικά συμπεράσματα» του συγγραφέα αποτελούν καρπούς της φαντασίας του και ως εκ τούτου αντιβαίνουν στα γεγονότα.
Η προσπάθεια του συγγραφέα να απενοχοποιήσει τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ μπορεί να θεωρηθεί λογική συγκυριακά, γιατί αντικατοπτρίζει τον σημερινό επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου. Αλλά η κακοφτιαγμένη προσπάθειά του να κηλιδώσει την ΕΣΣΔ φαίνεται παράξενη, γιατί δεν συμβαδίζει με επανειλημμένες δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι ο επαναπροσδιορισμός αυτός δεν θα πραγματοποιείται σε βάρος των σχέσεων με τους παραδοσιακούς φίλους της Κύπρου, στους οποίους ανήκει η χώρα μας.
Τα αίτια του συγγραφέα είναι ολοφάνερα και δεν μας απασχολούν. Το μόνο που μας ενοχλεί, σε σχέση με το άκρως χαμηλού επιστημονικού επιπέδου και απαράδεκτο πολιτικά βιβλίο του, είναι το γεγονός ότι δεν γράφτηκε από έναν ερασιτέχνη γραφομανή, αλλά από ειδικό συνεργάτη του Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι τυχαίο;
Η Πρεσβεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Κυπριακή Δημοκρατία
«Όταν τα συμπεράσματα αντιβαίνουν στα γεγονότα»
Λευκωσία: Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί συνέχεια των έμμονων προσπαθειών του κ. Μ. Δρουσιώτη να ξαναγράψει ιστορίες των πάντων που έχουν σχέση με το Κυπριακό. Αυτή τη φορά ψάχνει για «ιστορικά λάθη» εντός της τραγικής για την Κύπρο περιόδου του 1974 και των μετέπειτα ετών. Το ψάξιμό του τον οδηγεί σε μια σειρά παράλογα και αναπόδεικτα «συμπεράσματα»: «η προβολή του πραξικοπήματος -και όχι της εισβολής- ως επιχείρησης του ΝΑΤΟ ήταν επινόηση της σοβιετικής προπαγάνδας» (σ. 584), «η θεωρία της νατοϊκής συνωμοσίας είναι απόρροια της σοβιετικής προπαγάνδας» (σ.11), η ΕΣΣΔ έκανε «διπλό παιχνίδι» (υπότιτλος του βιβλίου), «εξώθησε την τουρκική εισβολή» (σ. 584), «επιδίωκε τη διαιώνιση του προβλήματος» (σ. 586), «εμπέδωσε την αντίληψη στους Ελληνοκυπρίους, ανεξαρτήτως ιδεολογικής απόχρωσης, ότι αποτελεί ένα σταθερό και ειλικρινή φίλο της Κυπριακής Δημοκρατίας… που παραμένει ακλόνητη μέχρι τις μέρες μας» (σ. 584) κ.ο.κ.
Πιστεύουμε ότι το πραξικόπημα και η εισβολή αποτέλεσαν δύο πράξεις της τραγωδίας της Κύπρου που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και ότι το πραξικόπημα χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για την εισβολή. Ενώ ο ισχυρισμός ότι η Μόσχα δήθεν επέβαλε για πολλές δεκαετίες την αντίληψή της στους Ελληνοκυπρίους, προκαλεί αμφιβολία για την ικανότητα του συγγραφέα να σκέφτεται ρεαλιστικά. Κρίμα που δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι στη βάση των φιλικών αισθημάτων των Κυπρίων προς τη χώρα μας δεν βρίσκονται οι παραμυθένιες ιδεολογικές δυνατότητες της πρώην ΕΣΣΔ, αλλά η προσηλωμένη στις αρχές θέση της Μόσχας για το Κυπριακό, που πάντα ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το πώς «αποδεικνύει» τις «ανακαλύψεις» του ο συγγραφέας δείχνει ότι δεν είναι ιστορικός, αλλά ερευνητής-ερασιτέχνης «με πείρα», που δεν γνωρίζει την επιστημονική μεθοδολογία των ιστορικών μελετών και τις αρχές ιστορισμού και αμεροληψίας, δεν ξέρει να αναλύει και να αξιολογεί τα γεγονότα. Παρουσιάζει τα επινοημένα «συμπεράσματά» του ως δεδομένα, αλλά δεν είναι σε θέση να τα τεκμηριώσει. Αν και καταβάλλει προσπάθειες -κατά το πλείστον άκαρπες- μόνο για να προσαρμόσει σε αυτά τις «αποδείξεις», που δεν πείθουν και σε αρκετές περιπτώσεις επιβεβαιώνουν ακριβώς το αντίθετο. Ως αποτέλεσμα, τα «συμπεράσματά» του έρχονται σε ολοφάνερη αντίθεση με την πραγματικότητα.
Έτσι, τη θέση του ότι «την πιο ουσιαστική υποστήριξη στην Τουρκία την είχε δώσει η Σοβιετική Ένωση» (σ.102) ο συγγραφέας στηρίζει στο γεγονός ότι ο πρέσβης της Τουρκίας στη Μόσχα μετά τη συνάντηση που είχε στις 20 Ιουλίου 1974 με τον τότε ΥΠΕΞ ΕΣΣΔ Α. Γκρομίκο, εκτίμησε πως ο Σοβιετικός υπουργός «δέχθηκε την αιτιολόγηση της τουρκικής επέμβασης στην Κύπρο με κατανόηση» (σ.102).
Χαρακτηριστική απεικόνιση της «λογικής» του συγγραφέα αποτελεί η φράση: «Η Μόσχα έδωσε εμμέσως κάλυψη στην τουρκική εισβολή, αναφερόμενη στη «συνεχιζόμενη επίθεση εναντίον της κυπριακής ανεξαρτησίας εκ μέρους του ελληνικού στρατού» και λέγοντας ότι «η ελληνική επίθεση» έγινε με την υποστήριξη «συγκεκριμένων κύκλων του ΝΑΤΟ», υπονοώντας σαφέστατα τις ΗΠΑ» (σ.113). Ισχυρίζεται ότι «η Μόσχα τοποθετήθηκε απερίφραστα υπέρ της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο» (σ.104) και δεν βλέπει ότι οι ισχυρισμοί του αντιβαίνουν στις «ανησυχίες» που ο Α. Γρομίκο «εξέφρασε… σε τρία σημεία»: «σενάριο διχοτόμησης», «ζήτημα… απόσυρσης των τουρκικών δυνάμεων από την Κύπρο» και θέμα της «τουρκικής δέσμευσης για την αποκατάσταση της «νόμιμης κυβέρνησης» της Κύπρου» (σ.102-103).
Με την ίδια «λαμπρή λογική» βγάζει το «συμπέρασμα» ότι το περιεχόμενο των επιστολών του Λ. Μπρέζνιεφ στον Ρ. Νίξον» του Ιουλίου 1974 «επιβεβαίωνε τη σοβιετική προσέγγιση ότι το πρόβλημα της Κύπρου ήταν μόνον το ελληνικό πραξικόπημα και ότι η Τουρκία, με την επέμβασή της, ματαίωσε τα ελληνικά σχέδια προσάρτησης του νησιού» (σ.117). Και δεν τον ενοχλεί το γεγονός ότι στην πραγματικότητα αυτό το «συμπέρασμα» δεν επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των επιστολών του Λ. Μπρέζνιεφ και δεν συνδυάζεται με την παραδοχή του συγγραφέα ότι «πολλές φορές στο παρελθόν η Μόσχα είχε προειδοποιήσει την Άγκυρα και την Αθήνα ότι δεν θα αποδεχόταν αλλαγή του καθεστώτος της Κύπρου» και «δεν θα παραμένει αδιάφορη σε ενέργειες εχθρικές προς την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου» (σ.46).
Ο ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης αποτελεί ένα από τα βασικά αντικείμενα που το βιβλίο επιχειρεί να ανασκευάσει. Όμως ο συγγραφέας στηρίζεται «κατά κύριο λόγο σε πρωτογενείς πηγές πληροφοριών που άντλησε από τα εθνικά αρχεία των ΗΠΑ και της Βρετανίας», γιατί δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία της Σοβιετικής Ένωσης «λόγω γλώσσας» (σ.11). Σημειώνουμε ότι η μη χρησιμοποίηση, «λόγω γλώσσας», των γνήσιων σοβιετικών εγγράφων στάθηκε ένας από τους παράγοντες που προσδιόρισαν τον μονόπλευρο χαρακτήρα του βιβλίου.
Παράλληλα διερωτώμαστε για ποιον λόγο ο συγγραφέας παραγνωρίζει π.χ. τα σχετικά πορίσματα της Βουλής των Ελλήνων και της Βουλής των Αντιπροσώπων; Απαντάμε: για το λόγο ότι δεν εξυπηρετούν τον «ανατρεπτικό» του στόχο.
Παρά τις «ανατρεπτικές» προσπάθειες του συγγραφέα παραμένει γεγονός ότι η νατοϊκή συνωμοσία κατά της Κύπρου έλαβε χώρα. Ο σοβιετικός πρέσβης στη Λευκωσία, ήδη τον Δεκέμβριο του 1971, πρώτος προειδοποίησε τον Πρόεδρο Μακάριο ότι το ΝΑΤΟ αποφάσισε να δοθεί λύση στο Κυπριακό το γρηγορότερο δυνατόν και αυτή να είναι προς το συμφέρον της συμμαχίας, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο της ανατροπής του ίδιου του Μακαρίου. Το γεγονός ότι η απόφαση του ΝΑΤΟ ήταν γνωστή στη σοβιετική πλευρά καθιστά αμφίβολο τον ισχυρισμό του συγγραφέα ότι «οι εξελίξεις» που είχαν σχέση με το πραξικόπημα «έχουν αιφνιδιάσει» τον Χ. Κίσινγκερ, τον «πανίσχυρο» υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ (σ. 47), της χώρας που ηγείται του ΝΑΤΟ. Ενώ το έγγραφο του ΓΓ του ΝΑΤΟ Γ. Λουνς ημερομηνίας 12/7/1974, με το οποίο ο τελευταίος συμμερίζεται την απόφαση του ΥΦΥΠΕΞ των ΗΠΑ Τζ. Σίσκο για υποστήριξη των τουρκικών στρατευμάτων κατά την απόβασή τους κατά τη βίαιη ανατροπή του Μακαρίου αποδεικνύει αδιάψευστα ότι το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και η Βρετανία όχι απλώς γνώριζαν εκ των προτέρων για το πραξικόπημα, αλλά και είχαν εγκρίνει την τουρκική εισβολή. Το επιβεβαιώνουν και άλλα έγγραφα, π.χ. το από την 15/7/1974 τηλεγράφημα του Αμερικανού πρέσβη στη Λευκωσία προς το Χ. Κίσινγκερ.
Ορισμένα γεγονότα της «realpolitic των ΗΠΑ», όπως η άρνησή τους «να τοποθετηθούν με ευθύτητα στο ζήτημα αναγνώρισης ή μη του Μακαρίου και στη σχέση της αμερικάνικης κυβέρνησης με το νέο καθεστώς στην Κύπρο» (σ.59), από μόνα τους διαψεύδουν μια σειρά θέσεις του βιβλίου. Όμως ο συγγραφέας που χωρίς δισταγμούς κατηγορεί την ΕΣΣΔ για το δήθεν «διπλό παιχνίδι» της, όταν αναφέρεται στη σχέση των ΗΠΑ με το πραξικοπηματικό καθεστώς της Κύπρου, γίνεται διστακτικός και ντρέπεται να πει «τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη». Παρά τη δική του παραδοχή ότι αυτή η σχέση «ερμηνεύθηκε από τον αμερικανικό Τύπο ως έμμεση στήριξη στο καθεστώς Σαμψών» (σ.59), προσποιείται πος δεν βλέπει ότι η άρνηση των ΗΠΑ να καταδικάσουν το καθεστώς του Σαμψών και να συμβάλουν στην επιστροφή του Μακαρίου αποδεικνύει ότι «διπλό παιχνίδι» δεν έκανε η Μόσχα, αλλά η Ουάσινγκτον. Η «διττή» στάση των ΗΠΑ μπορεί να ερμηνευθεί μόνον ως ανεκτική προς το πραξικόπημα. Και μήπως ακριβώς αυτή η αμερικανική ανεκτικότητα «εξώθησε» την τουρκική εισβολή;
Είναι αξιολύπητος ο απρεπής τρόπος, με τον οποίο παρουσιάζονται τα στοιχεία για τη βοήθεια που παρείχαν στην Κύπρο οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ (σ.280). Μήπως ο συγγραφέας δεν πήγε σχολείο και δεν ξέρει πως τα δολάρια (περίπτωση αμερικανικής βοήθειας) δεν συγκρίνονται με τόνους και κουτιά (περίπτωση σοβιετικής βοήθειας); Εκτός απ’ αυτό, αναφέρει στοιχεία που αφορούν την αμερικανική βοήθεια «μεταξύ του 1974 και του 1975» και «από 1976 μέχρι το 1981» και τα αντιπαραβάλλει σε εκείνα της σοβιετικής βοήθειας «για την ανακούφιση των προσφύγων», για την οποία ο πρέσβης της ΕΣΣΔ ανακοίνωσε στις 5 Σεπτεμβρίου 1974. Καταλαβαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας για σοβιετική βοήθεια ποιάς περιόδου γράφει; Πρόκειται για μια πολύ μικρή περίοδο και αν έκανε τον κόπο να μεταφράσει τους τόνους σε δολάρια, θα έβλεπε ότι βιάστηκε να χαρακτηρίσει τη σοβιετική βοήθεια «μηδαμινή».
Ο συγγραφέας βάσιμα προβλέπει ότι «αυτή η υπόθεση εργασίας θα προκαλέσει αντιδράσεις» (σ.11), όμως κάνει λάθος ισχυριζόμενος ότι θα τις προκαλέσει «διότι είναι ανατρεπτική» (σ.11). Προκαλεί έντονες αρνητικές αντιδράσεις διότι αποτελεί μιαν αδέξια και ατελέσφορη προσπάθεια παραχάραξης ιστορίας. Δεν είναι σοβαρή επιστημονική μελέτη, αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων μια ογκώδης αλλά αναξιόπιστη δημοσιογραφική υπόθεση.
Πιστεύουμε ότι αυτό που ξεχωρίζει μέσα από το βιβλίο είναι μόνον το θράσος (όχι η τόλμη, όχι το θάρρος, αλλά ακριβώς το θράσος), με το οποίο ο συγγραφέας ανέλαβε να επιχειρήσει «να ανασκευάσει την επικρατούσα άποψη για το πραξικόπημα και την εισβολή όσον αφορά στον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων» (σ.10), χωρίς να διαθέτει έστω και στοιχειώδεις απαραίτητες προϋποθέσεις να το πετύχει. Τα «ανατρεπτικά συμπεράσματα» του συγγραφέα αποτελούν καρπούς της φαντασίας του και ως εκ τούτου αντιβαίνουν στα γεγονότα.
Η προσπάθεια του συγγραφέα να απενοχοποιήσει τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ μπορεί να θεωρηθεί λογική συγκυριακά, γιατί αντικατοπτρίζει τον σημερινό επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου. Αλλά η κακοφτιαγμένη προσπάθειά του να κηλιδώσει την ΕΣΣΔ φαίνεται παράξενη, γιατί δεν συμβαδίζει με επανειλημμένες δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι ο επαναπροσδιορισμός αυτός δεν θα πραγματοποιείται σε βάρος των σχέσεων με τους παραδοσιακούς φίλους της Κύπρου, στους οποίους ανήκει η χώρα μας.
Τα αίτια του συγγραφέα είναι ολοφάνερα και δεν μας απασχολούν. Το μόνο που μας ενοχλεί, σε σχέση με το άκρως χαμηλού επιστημονικού επιπέδου και απαράδεκτο πολιτικά βιβλίο του, είναι το γεγονός ότι δεν γράφτηκε από έναν ερασιτέχνη γραφομανή, αλλά από ειδικό συνεργάτη του Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι τυχαίο;
Η Πρεσβεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Κυπριακή Δημοκρατία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου