Η κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους από την Τουρκία, και μάλιστα στον συριακό εναέριο χώρο, προ μερικών ημερών, δεν πρέπει ασφαλώς να θεωρηθεί ένα «τοπικό», «περιορισμένο» και «διμερές» περιστατικό, υπογραμμίζουν σοβαροί αναλυτές παγκοσμίως.
Καταδεικνύει ότι, πίσω από την καθολική «αντιτρομοκρατική» ρητορεία, βρίσκονται πολύ διαφορετικές στοχεύσεις και επιδιώξεις. Υποτίθενται ότι οι πάντες στη Μέση Ανατολή «πολεμούν την τρομοκρατία». Συχνά όμως έχει κανείς την εντύπωση ότι πολεμούν μάλλον μεταξύ τους «πολεμώντας την τρομοκρατία»!
Εξίσου συχνή είναι και η εντύπωση ότι, αρκετοί «παίκτες», ταυτόχρονα «πολεμούν» και ταυτόχρονα «στηρίζουν» αυτή την τρομοκρατία, που, για διαφορετικούς λόγους, είναι τελικά πολύ «βολική» για σχεδόν όλους . Ακόμα και για όσους επιθυμούν ή επιδιώκουν μιαν αυταρχική «λύση» στην ευρωπαϊκή κρίση, την εξοικείωση και αποδοχή από τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς ενός μονίμου «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης» όπου, φυσικά, θα παρακολουθούνται οι πάντες και θα απαγορεύονται οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις, ενώ θα «ολοκληρώνονται», μακράν όποιων εθνικών και δημοκρατικών ελέγχων, οι μυστικές υπηρεσίες! Τόσο η προσφυγική κρίση, όσο και η τρομοκρατία είναι σαφές επίσης ότι αυξάνουν την υποστήριξη προς την άκρα και ριζοσπαστική δεξιά στην Ευρώπη.
Επιχειρήσαμε τις τελευταίες ημέρες, μιλώντας με έμπειρους διπλωματικούς παρατηρητές στο Παρίσι, τη Μόσχα, τη Ρώμη και τις Βρυξέλλες να ανιχνεύσουμε τη λογική πίσω από το παζλ των χαοτικών μεσανατολικών εξελίξεων. Οι περισσότεροι μας μίλησαν με τον όρο της ανωνυμίας που σεβόμαστε. Στη συνέχεια μεταφέρουμε τα κυριότερα συμπεράσματα από τις συζητήσεις που κάναμε.
Η ρωσική επέμβαση τροποποιεί τα δεδομένα
Οι ειδικοί επί της «αντιτρομοκρατίας» είναι ομόφωνοι. Μια επιχείρηση όπως αυτή των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι χρειάζεται τουλάχιστο τρεις με δώδεκα μήνες για να ετοιμαστεί. Το «Ισλαμικό Κράτος» όμως, ή όποιοι τέλος πάντων τη σχεδίασαν και την αποφάσισαν, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν τη δραματική μεταβολή των μεσανατολικών δεδομένων που θα επέφερε η απόφαση του Κρεμλίνου να παρέμβει στρατιωτικά στη Συρία. Και κατά συνέπεια δεν μπορούσαν να υπολογίσουν με ακρίβεια τις συνέπειες των αποφάσεών τους.
Την επαύριο των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι, θα μπορούσαμε άνετα να δούμε μια στρατιωτική επέμβαση της Δύσης στη Συρία. Μια τέτοια επέμβαση παρ’ ολίγον να πραγματοποιηθεί προ δύο ετών, τότε όμως τη σταμάτησε η συντονισμένη δράση των Προέδρων Ομπάμα και Πούτιν.
‘Όμως, η στρατιωτική επέμβαση της Μόσχας, προ μερικών εβδομάδων, αιφνιδίασε, όπως όλα δείχνουν, απολύτως τις υπηρεσίες των δυτικών και των Ισραηλινών και τροποποίησε δραματικά τα δεδομένα, «σώζοντας» το καθεστώς ‘Ασαντ και καθιστώντας τη Ρωσία προνομιακό παίκτη σε μια τεράστια περιοχή της Μέσης Ανατολής, που ξεκινά από τον Λίβανο και φτάνει στο Ιράν. Αντί να φτιαχτεί το «σουννιτικό τόξο» που ονειρευόταν η ‘Αγκυρα, φτιάχτηκε τελικά ένα άτυπο «σιϊτικό τόξο», υπό την … αιγίδα της Μόσχας και της Τεχεράνης!
Επιπλέον, η Μόσχα χρησιμοποιεί τώρα και εκείνη την «ισλαμική τρομοκρατία» ως βάση των πολιτικών της, όπως έπραττε έως τώρα ανενόχλητη η Δύση. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια δυτική στρατιωτική επέμβαση έγινε πολύ δυσχερέστερη και τα αποτελέσματά της περισσότερο αμφίβολα, ενώ ακυρώθηκε μία βασική επιδίωξη των δυτικών επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή: ο πλήρης αποκλεισμός της Ρωσίας από αυτή την περιοχή.
Αλλά και η νέο-ψυχροπολεμική λογική δέχτηκε ισχυρό πλήγμα από τον συνδυασμό της ρωσικής επέμβασης και των τρομοκρατικών χτυπημάτων στο Παρίσι. Ο Πρόεδρος Ολάντ βρίσκεται υπό σοβαρή πίεση να αναθεωρήσει την πολιτική του, που έθετε ως προτεραιότητα την ανατροπή ‘Ασαντ και να συμμαχήσει με τη Μόσχα εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Τέτοια συμμαχία όμως καθιστά πολιτικά δυσχερή, αν όχι αδύνατη, τη συνέχιση της πολιτικής κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Με δύο λόγια, η απόφαση του Κρεμλίνου να παρέμβει στρατιωτικά στη συριακή κρίση τροποποίησε ριζικά βασικά δεδομένα της διεθνούς πολιτικής. Αυτό ακριβώς οδηγεί ορισμένους διεθνείς αναλυτές στην εκτίμηση ότι υπήρξε διεθνής ενθάρρυνση προς την ‘Αγκυρα να καταρρίψει το ρωσικό αεροσκάφος, ότι δηλαδή επιχειρήθηκε μία «προβοκάτσια» δια της Τουρκίας, προκειμένου να εκτραπεί η στρατηγική στόχευση της Μόσχας.
Διπλωματικοί παρατηρητές εξάλλου επισημαίνουν ότι, περίπου ταυτόχρονα με την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους, σημειώθηκε ενεργειακός και διατροφικός αποκλεισμός της Κριμαίας από την Ουκρανία, που έκλεισε επίσης και τον εναέριο χώρο της στη ρωσική πολιτική αεροπορία.
Φυσικά τέτοιες «θεωρίες» δεν μπορούν εύκολα να αποδειχθούν. Εν αδυναμία πλήρους «αποδείξεως», η καλή ανάλυση όμως είναι υποχρεωμένη να συντηρεί διάφορα ερμηνευτικά σενάρια, προκρίνοντας αυτά που μπορούν ευκολότερα να εξηγήσουν λογικά μία πληθώρα φαινομένων.
Υπέρ μιας τέτοιας ερμηνείας συνηγορεί πάντως το γεγονός ότι δύσκολα φαντάζεται κανείς τους κ. κ. Ερντογάν και Νταβούτογλου να αποφασίζουν την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους απολύτως μόνοι τους.
Το αδιέξοδο του Ερντογάν
‘Όχι βέβαια ότι η τουρκική ηγεσία δεν έχει πολύ σοβαρούς, καθαρά δικούς της λόγους να θέλει την ανακοπή της ρωσικής πολιτικής.
Οι ρωσικοί βομβαρδισμοί απείλησαν άμεσα την ‘Αγκυρα με αποκοπή της από τους Τουρκουμάνους της Συρίας και, εν τέλει, το Ισλαμικό Κράτος, ενώ ενίσχυσαν την τάση δημιουργίας κουρδικής οντότητας στη Βόρειο Συρία. Γενικότερα, η ρωσική αεροπορική επέμβαση, «σώζοντας» το καθεστώς ‘Ασαντ, έρχεται να προστεθεί στο πραξικόπημα Σίσι στην Αίγυπτο, ακυρώνοντας εν πολλοίς όλη τη μεσανατολική στρατηγική που υιοθέτησε ο Ταγίπ Ερντογάν μετά το 2011.
‘Ηδη άλλωστε, πριν προχωρήσει στην κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους, ο Τούρκος Πρόεδρος εξέφρασε, με δηλώσεις του, κατανόηση για τα κίνητρα όσων ανετίναξαν το ρωσικό επιβατικό αεροσκάφος πάνω από το Σινά!
Η Τουρκία απήντησε, με την κατάρριψη, στο «στρίμωγμα» που νοιώθει από τη διαφαινόμενη ήττα της πολιτικής τους, μετά την Αίγυπτο, στη Συρία και το κουρδικό. Για τη σημερινή τουρκική ηγεσία, που ονειρεύεται περίπου την ανασύσταση, με άλλη μορφή, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μοιάζει ψυχολογικά αδύνατο «να προσγειωθεί ομαλά» στον ρόλο ηττημένης και πληγωμένης μεσαίας δύναμης. Ο κ. Ερντογάν άλλωστε μοιάζει κατά καιρούς να υπερτιμά τον εαυτό του και τη χώρα του, ενώ μοιράζεται με πολύ μεγάλο μέρος της δυτικής πολιτικής ελίτ την κραυγαλέα τάση υποτίμησης της δύναμης του ρωσικού εθνισμού και μια θεμελιώδη αδυναμία κατανόησης του «φαινομένου Πούτιν» και της διεθνούς πολιτικής του. Οι τάσεις αυτές οδηγούν και σε μεγάλη «ατζαμωσύνη» στους χειρισμούς.
Γενικότερα, το ΑΚΡ μοιάζει να μη διαθέτει ούτε τη συντηρητική «σοφία» του κεμαλισμού, ούτε όμως και να είναι συνεπές σε μια «αντιδυτική», «αντισταυροφορική» γραμμή πλεύσης. Η συνηγορία του υπέρ της ανατροπής των εθνικιστικών αραβικών καθεστώτων Καντάφι και ‘Ασαντ από τους δυτικούς, μετά το 2011, υπονόμευσε πολιτικά την φιλοδοξία του να εκφράσει τον αραβομουσουλμανικό κόσμο στο σύνολό του.
Η αντιπαράθεση με τον Σιμόν Πέρες στο Νταβός και η μαχητική υπεράσπιση των Παλαιστινίων, είχαν μεγιστοποιήσει την ακτινοβολία της ‘Αγκυρας σε όλη την περιοχή και εκτός αυτής. Προνομιακός συνομιλητής της Μόσχας και της Τεχεράνης, ο Ταγίπ Ερντογάν παρέμεινε (και παραμένει πάντα) από τους στενότερους διεθνείς συμμάχους του Ομπάμα (ο οποίος πιθανώς τον χρησιμοποίησε και ως εργαλείο «αντιστάθμισης» των «ακροτήτων» της πολιτικής Νετανιάχου).
Αυτά άλλαξαν μετά το 2011. Η συμμαχία με τη Δύση για την ανατροπή του Καντάφι και του ‘Ασαντ υπονόμευσε τον ρόλο που φιλοδοξούσε να αποκτήσει η ‘Αγκυρα. Καθιστώντας εν πολλοίς την Τουρκία από υποψήφιο εκφραστή συνολικά του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου σε «φατριαστικό» ηγέτη των Σουνιτών εναντίον των Σιϊτών.
Ως συνέπεια αυτών των επιλογών, της ανατροπής στην Αίγυπτο και της επιβίωσης του ‘Ασσαντ στη Συρία, η Τουρκία των Ισλαμιστών βρέθηκε τώρα αντιμέτωπη με τις συνέπειες της διάρρηξης της στρατηγικής της, αποτέλεσμα τόσο των δικών της αντιφάσεων, όσο και της άμετρης φιλοδοξίας της.
Στριμωγμένη όμως, μπορεί εύκολα και να χρησιμοποιηθεί σε ρόλο διεθνούς «προβοκάτορα» εναντίον της Ρωσίας. Αν όμως κάτι τέτοιο έγινε, το ερώτημα είναι από ποιόν έγινε. Γιατί στην Ουάσιγκτων είναι περισσότεροι από ένας οι παίκτες και έχουν συχνά ισχυρότατο ανταγωνισμό μεταξύ τους και διαφορετικές, ακόμα και στρατηγικές στοχεύσεις. Το απέδειξε η δεκαετής σύγκρουση γύρω από το αν πρέπει να γίνει πόλεμος κατά του Ιράν.
Το αδιέξοδο των Ομπάμα και Μπρζεζίνσκι
Οι Ομπάμα και Μπρζεζίνσκι αντιμετωπίζουν άλλωστε και αυτοί μεγάλες δυσκολίες – το τουρκικό αδιέξοδο είναι εν πολλοίς και αδιέξοδο της πολιτικής που ανέπτυξαν ως απάντηση, ως εναλλακτικό σχέδιο τρόπον τινά, στην επιρροή και τις επιδιώξεις των νεοσυντηρητικών. Η πολιτική τους προσπαθεί να εγκαταστήσει μακροπρόθεσμα συμμαχία με τον ιρανικό εθνικισμό, ενώ προώθησε αποφασιστικά το «μοντέλο» του «πολιτικού Ισλάμ», κατεξοχήν εκπρόσωπος του οποίου είναι η Τουρκία.
Αν κατάφεραν να πετύχουν την «αποσυναρμολόγηση» της πολεμικής απειλής κατά του Ιράν και να συνάψουν συμφωνία μαζί του, τα «περιστέρια», στο ζήτημα αυτό, παραμένουν εντούτοις πολύ μακριά από την άλλη τους επιδίωξη, να συμμαχήσουν με το Ιράν. ‘Όχι μόνο το Ισραήλ του Νετανιάχου θα κάνει τα πάντα για να αποτρέψει μια τέτοια «συμμαχία», αλλά προς το παρόν βλέπουμε μάλλον την εμπέδωση της συμμαχίας Μόσχας και Τεχεράνης. Τη συνεργασία των δύο δυνάμεων αντικατοπτρίζει και η πυραυλική επίθεση κατά της Συρίας από την Κασπία.
‘Οσο για το «πολιτικό Ισλάμ» το «μοντέλο» πέτυχε στην Τουρκία, υπό πολύ συγκεκριμένους, μη επαναλήψιμους όρους (και άγνωστο για πόσο), δεν σημαίνει όμως ότι μπορεί να εξαχθεί σε χώρες που αντιμετωπίζουν επίσης την τεράστια οικονομική και πολιτική πίεση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Υπό παρόμοιες συνθήκες και σε συνθήκες επίσης ένοπλης σύγκρουσης με τον αραβικό εθνικισμό, το «πολιτικό Ισλάμ» στις σουνιτικές περιοχές τείνει στη διαρκή μετατροπή του σε «φονταμενταλιστικό Ισλάμ». Μια μετατροπή σημειωτέον που δεν βλέπουν με κακό μάτι οι νεοσυντηρητικοί «φονταμενταλιστές της Δύσης», αφού τους παρέχει διπλή δυνατότητα: και να το χρησιμοποιούν ως πολύ βολικό εργαλείο και να κατασκευάζουν με αυτό έναν πολύ βολικό «εχθρό».
Επιπλέον, ο έντονος «αντιρωσισμός» του Μπρζεζίνσκι τον σπρώχνει σε ευθυγράμμιση στο «ρωσικό» μέτωπο με τους νεοσυντηρητικούς, κάτι που τους επιτρέπει να «ψαρεύουν» ενίοτε στα κάπως θολά νερά της Μόσχας και αποτρέπει τη συγκρότηση κάπως σταθερής συμμαχίας ή τουλάχιστον σχέσης συνεργασίας μεταξύ Ομπάμα και Πούτιν. Μια τέτοια σχέση, αν γινόταν δυνατή, θα μπορούσε να αποτελέσει στρατηγική ήττα του «νεοσυντηρητισμού».
Με την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους οι Αμερικανοί, αν αυτοί είναι και όποιοι Αμερικανοί είναι πίσω από την απόφαση της ‘Αγκυρας, μοιάζουν να επιδιώκουν να θέσουν τη Μόσχα προ του διλήμματος είτε να διακινδυνεύσει απευθείας μια στρατιωτική κλιμάκωση με μια χώρα του ΝΑΤΟ (που θεωρητικά τουλάχιστο εμπεριέχει τη δυνατότητα ακόμα και πυρηνικής σύγκρουσης), ενισχύοντας ταυτόχρονα το διεθνές «ψυχροπολεμικό κλίμα» εναντίον της, είτε να υποχωρήσει υφιστάμενη μείζονα μείωση κύρους.
«Δοκιμάζουν» έτσι πρακτικά τις «αντοχές», τη «στρατηγική» και τις «επιδιώξεις» του Πούτιν, αφήνοντας την ‘Αγκυρα να αναλάβει το πιθανό κόστος των επιλογών τους! Ενώ διατηρούν πάντα τη δυνατότητα να υποστηρίξουν ότι αυτά τα κάνει η Τουρκία και όχι οι ίδιοι.
Η καταστροφή των ρωσο-τουρκικών σχέσεων, που ήδη συμβαίνει, δεν είναι εξάλλου ανεπιθύμητη για όσους στην Ουάσιγκτων ή αλλού απεργάζονται νέο ψυχρό πόλεμο. Ενώ σημαντικοί κύκλοι και στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ δεν βλέπουν με κακό μάτι την ενίσχυση μιας κουρδικής οντότητας στη Βόρειο Συρία, που ανησυχεί ήδη, όχι μόνο την ‘Αγκυρα, αλλά και τη Δαμασκό.
Σπρώχνοντας την ‘Αγκυρα στον τυχοδιωκτισμό, την χρησιμοποιούν για να δημιουργούν προβλήματα στη Μόσχα, ταυτόχρονα όμως περιορίζουν σημαντικά τις φιλοδοξίες και δυνατότητες του ίδιου του Ερντογάν και της Τουρκίας!
Πρέπει να περιμένουμε για να δούμε, στην ανάπτυξή της, την πλήρη ρωσική απάντηση, που πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα υποταγεί στη συνολική διεθνή στρατηγική του Κρεμλίνου. Τα πρώτα οικονομικά μέτρα της Ρωσίας και η εγκατάσταση αντιαεροπορικών-αντιπυραυλικών συστημάτων S400, που ελέγχουν πολύ αποτελεσματικά μεγάλο μέρος του τουρκικού και του ισραηλινού εναέριου χώρου, όλο τον εναέριο χώρο της Κύπρου και σχεδόν όλο της Συρίας δίνουν μια πρώτη γεύση, αλλά είναι πολύ νωρίς για να διατυπωθούν ασφαλείς προβλέψεις για τη συνέχεια. Προς το παρόν όμως το πλεονέκτημα είναι σαφώς στη μεριά της Ρωσίας.
Είναι πιθανό ότι η υπόθεση της κατάρριψης του ρωσικού αεροσκάφους θα ενισχύσει εκείνες τις δυνάμεις στο Κρεμλίνο που εκτιμούν ότι η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ισχυρή δυτική απειλή εναντίον της και πρέπει να πολιτευθεί αναλόγως με την σοβαρότητα αυτής της απειλής, αντί να βαυκαλίζεται αενάως με το όνειρο μιας ένταξής της, με κάπως αξιοπρεπείς όρους, στη διεθνή αρχιτεκτονική της μεταψυχροπολεμικής «νέας παγκόσμιας τάξης» (και για πολλούς αταξίας).
Το βέβαιο είναι ότι μπαίνουμε πολύ γρήγορα σε περίοδο γενικευμένης και πολύπλευρης κρίσης από την έκβαση της οποίας θα κριθεί το μέλλον, αν όχι η επιβίωση της ανθρωπότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου