<<Το Κυπριακό Ζήτημα μετά την εκλογή Ακιντζί>>
Μια κοινωνιολογική προσέγγιση
Άννα Κωνσταντινίδου
Η ΑΝΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ είναι ιστορικός, διδάκτορας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.
Η ΑΝΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ είναι ιστορικός, διδάκτορας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.
Για να κατανοήσουμε τα γεγονότα πολιτικής και διπλωματικής φύσης που εξελίσσονται στην Μεγαλόνησο μετά και τις πρόσφατες εκλογές στο κατεχόμενο τμήμα της, είναι αναγκαία μια ιστορική αναδρομή. Η καταγραφή των ουσιωδών περιστατικών από την ανεξαρτητοποίηση της νήσου μέχρι την κατοχή του βορείου τμήματός της από τα τουρκικά στρατεύματα, αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται με τους ίδιους δρώντες, ωστόσο σε ένα διαφορετικό, από πολιτικοκοινωνικής άποψης σκηνικό. Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν και η μεταβατική περίοδος που ακολούθησε μετά την άρνηση των Ελληνοκυπρίων να συναινέσουν σε ένα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας νομικό κείμενο, καθυστέρησαν δέκα χρόνια να επαναφέρουν στο διεθνές σκηνικό την κινητικότητα για την επίλυση του Κυπριακού. Στο πλαίσιο αυτό, η εκλογή ενός μετριοπαθούς Τουρκοκύπριου ηγέτη που θα διεξάγει τις νέες διαπραγματεύσεις, δημιουργεί νέες προσδοκίες. Είναι, άραγε, δικαιολογημένες;
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’50 ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Η ελληνική εξωτερική πολιτική την δεκαετία του 1950 προσπαθούσε να ανασχεδιάσει την υπόστασή της στο διπλωματικό σκηνικό μετά τον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο και με ανοιχτά τα μέτωπα με το τουρκικό κράτος. Οι Κυβερνήσεις που προέκυψαν μετά το 1950, όφειλαν να επιλέξουν συμμάχους σε έναν Ψυχρό Πόλεμο, ο οποίος διαμοίραζε εκ νέου τις σφαίρες επιρροής. Η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ το 1952 με την ταυτόχρονη συμπόρευση της Τουρκίας στον ίδιο Οργανισμό, δεν επέτρεπε το ενδεχόμενο ενός πολιτικού λάθους από την ελληνική πλευρά. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η χώρα όφειλε να αντισταθμίσει τα κέρδη από τις ζημίες και να πορευτεί. Η αναγκαιότητα μιας ουδέτερης πολιτικής απέναντι στα ευρωπαϊκά αποικιοκρατικά συμφέροντα στον ευρύτερο νοτιοανατολικό μεσογειακό χώρο, είχε θεωρηθεί από τα κυβερνώντα κόμματα στην Ελλάδα ως το μοναδικό όπλο του ελλαδικού κράτους να ανταπεξέλθει στις στρατιωτικές πιέσεις των Τούρκων.
Την ίδια περίοδο, η Κύπρος αποτελούσε την αχίλλειο πτέρνα της ελληνικής διπλωματίας. Ένα κρατίδιο υπό βρετανική επιτήρηση με δύο μειονοτικά γένη προσομοίαζε με τη Σμύρνη των αρχών του 20ου αιώνα, όταν βρισκόταν σε καθεστώς ευρωπαϊκής επιτήρησης. Με περισσότερη ιστορική αυτογνωσία και διαφορετικούς χειρισμούς από την ελληνική πλευρά, θα μπορούσαμε ίσως να αποφύγουμε τις αποκαρδιωτικές Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, που δημιούργησαν τις συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στην τραγωδία του 1974. Την δεκαετία του 1950 και λίγο αργότερα, η Ελληνική Πολιτεία, προκειμένου να διατηρήσει τις ισορροπίες στην ευρύτερη μεσογειακή περιοχή, δεν συνεισέφερε με την δυναμική που έπρεπε στον δίκαιο αγώνα των Κυπρίων, οι οποίοι είχαν εναντιωθεί στην βρετανική κατοχή.
Η ανασφάλεια που επέδειξαν οι πολιτικοί ηγέτες στην Ελλάδα την δεκαετία του 1950, είναι απότοκος του καιροσκοπισμού των κυβερνήσεων του μεσοπολέμου και μεταγενέστερα. Οι Έλληνες κυβερνώντες, εγκλωβισμένοι στον ανίκητο φόβο τους για μια Αριστερά που υπονόμευε, όπως πίστευαν, την θέση τους, επιδόθηκαν σε μια αέναη εμφύλια σύγκρουση με τους κομμουνιστές ηγέτες, βοηθώντας στην πραγματικότητα τον ευρωπαϊκό παρεμβατισμό, κυρίως δε τον αγγλικό, να αναμιχθεί στα εσωτερικά της χώρας, ένα δόγμα που άρχισε να καταρρέει ήδη από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ουδετερότητα των ΗΠΑ απέναντι στο κύκνειο άσμα της επεκτατικής μεσανατολικής πολιτικής των Ευρωπαίων γενικότερα και των Βρετανών ειδικά, οι ισχυρές σχέσεις των Ελλήνων με τον Νάσσερ της Αιγύπτου, όπου διαβιούσε μια ακμαία ελληνική Παροικία, και η παρελκυστική πολιτική που επιδείκνυε η Τουρκία απέναντι στην Δύση, αποδεικνύουν ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις έπρεπε να επιδείξουν μια πιο διεκδικητική στάση απέναντι στην ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου την δεκαετία του 1950. Αντ’ αυτού, εγκλωβίστηκαν αρχικά σε έναν άκρατο φιλοευρωπαϊσμό, ο οποίος μετεξελίχθηκε σε άκρατο φιλοαμερικανισμό, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις αφενός για την παρείσφρηση ξένων πολιτικών στα εσωτερικά πράγματα της Ελλάδος, αφετέρου για την αγκίστρωση των ελληνικών κυβερνήσεων στο άρμα των δυτικών συμφερόντων, επιφέροντας δυσμενή αποτελέσματα τόσο για την ίδια την χώρα όσο και για την Κύπρο.
ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ
Η μελέτη των μειονοτήτων ως παράγωγου εθνικιστικής πολιτικής και θρησκευτικής ιδεολογίας είναι πάντοτε ελκυστική για τους ιστορικούς.
Οι Συνθήκες ανεξαρτητοποίησης Ζυρίχης-Λονδίνου συνήφθησαν από τις δύο καθ’ ύλην ενδιαφερόμενες εγγυήτριες δυνάμεις, την Ελλάδα και την Τουρκία, στην βάση της αναγνώρισης δύο διακριτών εθνικών μειονοτήτων, αποκλείοντας ως εκ τούτου την οργάνωση ενός κράτους σε ενιαίο ιδεολογικό, κοινωνιολογικό και εθνικό υπόβαθρο. Ο τρόπος με τον οποίο τα συγκεκριμένα νομικά κείμενα μεταχειρίστηκαν τις έννοιες της κρατικής αυθυπαρξίας και του λαού που θα κατοικούσε στο νέο κράτος, αποκάλυπτε ότι, ουσιαστικά, οι εγγυήτριες δυνάμεις επεδίωκαν την διαμόρφωση ενός δορυφόρου της εξωτερικής πολιτικής τους. Τα γεγονότα που ξέσπασαν το 1963 αποδεικνύουν περίτρανα την παραπάνω άποψη, καθώς η μουσουλμανική μειονότητα ξεσηκώθηκε εναντίον της κυβέρνησης Μακαρίου διαμαρτυρόμενη για τον τρόπο εφαρμογής των Συμφωνιών Ανεξαρτησίας. Οι Τούρκοι εκπρόσωποι του Κυπριακού Κοινοβουλίου διατείνονταν ότι παραβιάζονταν -αφού δεν εφαρμόζονταν- τα άρθρα για τον πληθυσμιακό διαχωρισμό των Δήμων στην βάση της εθνοτικής ποσόστωσης, ενώ παράλληλα διεκδικούσαν το δικαίωμα της ίσης εξουσίας στις αποφάσεις εκτελεστικής εξουσίας μεταξύ Προέδρου (από την ελληνική πλευρά) και Αντιπροέδρου (προερχόμενου από την τουρκική πλευρά). Η τουρκική προπαγάνδα στόχευε στο να εκθέσει την ελληνική πλευρά απέναντι στην διεθνή κοινή γνώμη και τα διεθνή όργανα. Ωστόσο, το πρόβλημα ήταν ότι οι κάτοικοι του νησιού δεν αισθάνθηκαν ποτέ ότι συναποτελούσαν ένα ενιαίο σώμα λαού. Ένιωθαν μάλλον ως μέρη του λαού δυο άλλων χωρών, της Ελλάδας και της Τουρκίας, γεγονός που παγιώθηκε με τις συγκεκριμένες διεθνείς Συμφωνίες.
Ο πρώην Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης, αναφέρει με εύληπτο τρόπο στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Η κατάθεσή μου» τα παράδοξα του Κυπριακού Συντάγματος, το οποίο δεν ανέφερε πουθενά τη λέξη κυπριακός λαός, παρά μόνον Έλληνες και Τούρκοι, ανάγοντας μάλιστα την μουσουλμανική μειονότητα σε κυρίαρχο ρυθμιστή της δημόσιας κυπριακής ζωής. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«…Το Σύνταγμα προέβλεπε ότι κάθε νόμος που επέβαλλε φορολογία και κάθε νόμος που αφορούσε τους δήμους και τις εκλογές χρειαζόταν τις χωριστές πλειοψηφίες των παρόντων Ελλήνων και Τούρκων μελών της Βουλής. Αποτέλεσμα ήταν ότι ένα φορολογικό νομοσχέδιο αν και μπορούσε να έχει εγκριθεί ομόφωνα από το υπουργικό συμβούλιο που περιλάμβανε τον Τούρκο αντιπρόεδρο και τους Τούρκους υπουργούς αν και μπορούσε να λάβει την συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών και τουρκικών ψήφων στη Βουλή, παρ’όλα αυτά ήταν δυνατόν να απορριφθεί αν δεν συγκέντρωνε την χωριστή πλειοψηφία των τουρκικών ψήφων… Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αποτελείται κατά 70% από Έλληνες και 30% από Τούρκους. Η επιμονή, όμως, ότι η αναλογία 70 προς 30 της συμμετοχής στην Δημόσια Υπηρεσία έπρεπε να εφαρμόζεται σε όλες τις βαθμίδες, δημιούργησε κάποια προβλήματα και δυσκολίες στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας υπηρεσίας από την οποία εξαρτιόταν η σωστή διαχείριση της χώρας. Έτσι, αν ένας δημόσιος υπάλληλος είχε όλα τα προσόντα για να προβιβαστεί σε μια ανώτερη κενή θέση, ο προβιβασμός του δε γινόταν αν η ελληνική πλευρά είχε συμπληρώσει το 70% σε αυτήν την βαθμίδα. Το ίδιο, βεβαίως, ίσχυε και για έναν Τούρκο δημόσιο υπάλληλο, αν κι αυτό ήταν λιγότερο πιθανό ενόψει του γεγονότος ότι πριν από την ανεξαρτησία και κατά την διάρκεια της αποικιακής διοίκησης υπήρχαν μόνο 18% Τούρκοι στην Δημόσια Υπηρεσία… Η έννοια του διοικητικού διαχωρισμού των κοινοτήτων είχε επεκταθεί και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας προέβλεπε ότι έπρεπε να δημιουργηθούν χωριστοί δήμοι στις πέντε κυριότερες πόλεις της. Η δυσκολία να βρεθεί τρόπος που θα όριζε τα γεωγραφικά όρια των χωριστών ελληνικών και τουρκικών δημοτικών περιοχών με κριτήρια αυστηρώς κοινοτικά οφειλόταν στο γεγονός ότι ποτέ στην ιστορία της Κύπρου οι δύο κοινότητες δεν ονειρεύτηκαν ότι θα ζουν σε χωριστές περιοχές. Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι Συμφωνίες της Ζυρίχης αποφάσισαν ότι θα εφαρμόσουν την αρχή του κοινοτικού διαχωρισμού. Η επιμονή της τουρκικής ηγεσίας στην δημιουργία χωριστών δήμων, παρά το γεγονός ότι είχε αποδειχθεί καθαρά ότι δεν ήταν εύκολος ο γεωγραφικός διαχωρισμός των κυριότερων πόλεων σε κοινοτικές δημοτικές περιοχές και πως ο διαχωρισμός αυτός αν μπορούσε να γίνει, θα ήταν οικονομικά επιβλαβής στα πραγματικά συμφέροντα αυτών των πόλεων, βασιζόταν στον ισχυρισμό ότι το Σύνταγμα προέβλεπε χωριστούς δήμους κι ότι έπρεπε να γίνει πιστή εφαρμογή του Συντάγματος».
Ο Μακάριος Γ’ δεν θέλησε να εφαρμόσει την συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη, αν και επέδειξε διαπραγματευτική διάθεση προβάλλοντας θεσμικές προτάσεις που θα διασφάλιζαν τα συμφέροντα της τουρκικής μειονότητας. Η απόφασή του να εναντιωθεί στην χάραξη των γεωγραφικών ορίων ήταν η θρυαλλίδα ενός άκρατου μουσουλμανικού εθνικισμού, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του 1963. Η τεχνηέντως προβλεπόμενη ρήτρα στις Συμφωνίες Ανεξαρτησίας για τον καθορισμό γεωγραφικών συνόρων μεταξύ των δύο εθνοτήτων, στην πραγματικότητα επικύρωνε την ύπαρξη δύο ετερόκλιτων ομάδων, με συνέπεια αφενός να ενθαρρύνει τον εθνικιστικό αμοραλισμό της Τουρκίας, αφετέρου να επαναπροσδιορίζει σε νέες βάσεις την βρετανική κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή, μια κυριαρχική δυναμική που είχε χάσει πολλά στοιχεία από την αίγλη της στην περιοχή μετά τα γεγονότα του Σουέζ του 1956.
Το τουρκικό κράτος ανά τους αιώνες ασκεί με χαμαιλεοντικό τρόπο την εξωτερική του πολιτική με σκοπό την συσπείρωση των κατοίκων που κατά καιρούς διέμεναν στα εδάφη του. Έτσι, ενώ κατά την διάρκεια της ίδρυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο μουσουλμανισμός ήταν το τέχνασμα των Σουλτάνων για τη συνοχή και τον κοινωνικό προσδιορισμό των αλλογενών και των πολυπολιτισμικών ομάδων που βρέθηκαν να διαβιούν στην ίδια γεωγραφική περιοχή υπό την διοικητική αρχή του μογγολικού φύλου, κατά τον 20ο αιώνα, η τουρκική πολιτική αλλάζει και σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών προσπαθεί να δημιουργήσει ένα εθνικό κράτος προβαίνοντας σε εθνικές εκκαθαρίσεις, που στην ουσία των πραγμάτων ήταν θρησκευτικές, μιας και η πλειονότητα των εκδιωκόμενων από την τουρκική γη ήταν Χριστιανοί στο θρήσκευμα. Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι τα στίφη του Κεμάλ που εξανδραπόδισαν χιλιάδες Αρμένιους και Έλληνες δεν ήταν τουρκικής καταγωγής, αλλά Κούρδοι ή άλλες εκτουρκισμένες φυλές. Στα χρόνια που ακολούθησαν και κυρίως μετά τα μέσα του 20ου αιώνα, οι Τούρκοι ηγέτες άρχισαν να εκφράζουν μια πολιτική με κατά βάση εθνικά χαρακτηριστικά, αποδιώχνοντας και περιθωριοποιώντας οποιοδήποτε στοιχείο που μέχρι πρότινος αποτελούσε την βάση του κατ’ επίφαση εθνισμού του, όπως ήταν οι Κούρδοι.
Τι συμβαίνει, όμως, με την Κύπρο; Η Μεγαλόνησος, στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν περιήλθε στην βρετανική διοίκηση, αποτελείτο ως επί το πλείστον από Έλληνες στην καταγωγή κατοίκους και από μουσουλμανικό πληθυσμό. Και ήταν Μουσουλμάνοι, καθώς, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσπάθησε να δομήσει την συνοχή του κράτους της πάνω σε θρησκευτικά χαρακτηριστικά, εξισλαμίζοντας πολυάριθμες πληθυσμιακές ομάδες. Για τον συγκεκριμένο πληθυσμό, αποσιωπήθηκε τεχνηέντως η πραγματική εθνική του προέλευση από την τουρκική πλευρά κατά τις διαπραγματεύσεις για την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου την δεκαετία του ’50. Εκτός των άλλων, η Κύπρος, χάρη στην γεωστρατηγική της θέση και την ύπαρξη πλούσιων ορυκτών και αερίων κοιτασμάτων σε αυτήν, αποτελεί μια περιοχή που θέλει με οποιοδήποτε τρόπο να εκμεταλλευτεί η Τουρκία για τα συμφέροντά της. Είναι, όμως, η εν λόγω μειοψηφική μουσουλμανική ομάδα που διαβιεί στην Κύπρο όντως τουρκικής προέλευσης ή εκτουρκισμένη;
Βεβαίως, καλώς ή κακώς, η διεθνής διπλωματία έχει κρίνει ότι ο συγκεκριμένος πληθυσμός είναι τουρκικός και πάνω σε αυτή την βάση διεξάγονται ανέκαθεν και οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού. Τόσο κατά την δεκαετία του 1950, όσο και μεταγενέστερα, οι διαπραγματεύσεις όφειλαν να στοχεύουν στην δημιουργία μιας κρατικής οντότητας με κύριο στοιχείο τον γεωγραφικό προσδιορισμό και όχι στην ιδεολογική διάσπαση των πολιτών, τονίζοντας την διαφορετικότητα της καταγωγής τους.
Οι κάτοικοι της νήσου, ανεξαρτήτου προέλευσης, διαβιώνοντας επί εκατονταετίες στον τόπο αυτό, ίδρυσαν έναν πολιτισμό, τον κυπριακό, συμπίλημα λαογραφικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών των δύο εθνικών ομάδων και του γεωγραφικού περιβάλλοντος της περιοχής. Ο πολιτισμός είναι η εξελικτική πορεία μιας κοινωνίας, η οποία διαμορφώνει την ιδιαιτερότητά της, έχοντας συστατικό στοιχείο τα άτομα που την απαρτίζουν. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παρερμηνευτεί η έννοια του πολιτισμού, όπως ερμηνεύεται σε ένα εθνικό κράτος. Εξυπακούεται ότι η πλειονότητα των χωρών που απαρτίζουν τον Παγκόσμιο Χάρτη είναι πολιτειακά μορφώματα που ιδρύθηκαν από την κοινή καταβολή των κατοίκων τους. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο, σε κάποια στιγμή της πολιτικής ιστορίας τους, εξέφρασαν την αναγκαιότητα της θεσμικής τους αυτοδιάθεσης από μια ξένη προς αυτούς εθνική διοίκηση. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπεται η κατάληξη που είχε η συσπείρωση συνονθυλεύματος εθνικών ομάδων, όπως συνέβη στην πρώην ΕΣΣΔ και την πρώην Γιουγκοσλαβία.
Η Κύπρος είναι μια πολύ διαφορετική περίπτωση, καθώς ο λαός της, είτε με ελληνικές καταβολές είτε με τουρκικές, είχε δημιουργήσει λειτουργικές δομές ενιαίου συνόλου. Μέχρι την δεκαετία του 1950, είχαν μάθει να λειτουργούν και να ζουν ενωμένοι. Το Κυπριακό Ζήτημα γεννήθηκε αφενός λόγω των αποσχιστικών τάσεων που δημιούργησε στις μουσουλμανικές ομάδες η προπαγανδιστική πολιτική των Βρετανών, αφετέρου εξαιτίας της απόφασης μέρους των Ελληνοκυπρίων να ενωθούν με την Ελλάδα μετά την ανεξαρτητοποίηση. Μέχρι την δεκαετία του 1950, η Τουρκία είχε ασκήσει μια χαλαρή ως αδιάφορη πολιτική απέναντι στους Τουρκοκυπρίους. Παράλληλα, δεν ήταν ποτέ στόχος των ελληνικών κυβερνήσεων να προσαρτήσουν την νήσο στην ελληνική επικράτεια. Από τα γεγονότα αυτά γίνεται αντιληπτό ότι η σημερινή πολιτική της Τουρκίας που έχει στοιχεία έντονου αλυτρωτισμού, είναι απότοκος των χειρισμών της δυτικής διπλωματίας στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η Κύπρος όφειλε να θεσμοθετηθεί ως ενιαίο λαϊκό μόρφωμα, καθώς οι πολίτες της είχαν εγκαθιδρύσει έναν πολιτισμό, τον κυπριακό, αποτέλεσμα των αιώνων διαβίωσης των δύο εθνικών ομάδων και της γεωγραφικής ιδιομορφίας του τόπου. Στο νέο κρατικό μόρφωμα αποδόθηκε το όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν προκρίθηκε μια ονομασία που θα εξέφραζε την ομοσπονδοποίηση των δύο εθνικών ομάδων, παρά το γεγονός ότι, όπως αποδείχτηκε, υπήρχε πρόθεση μειονοτικού διαχωρισμού του πληθυσμού από μέρους των τριών εγγυητριών δυνάμεων, Ελλάδας, Μ. Βρετανίας και Τουρκίας.
Η ΚΥΠΡΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟ 1974
Βάσει των Συνθηκών Ανεξαρτησίας, το Κυπριακό Σύνταγμα του 1960 δεν έχει την δυνατότητα αναθεώρησης, με συνέπεια, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, να συνεχίζει να υφίσταται ως είχε, εξακολουθώντας να αναγνωρίζει την αρμοδιότητα των δύο εθνικών ομάδων στην εκτελεστική εξουσία. Ταυτόχρονα δε, έχει ιδρυθεί ένα κράτος στο βόρειο γεωγραφικό τμήμα της Κύπρου με την ονομασία «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ). Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με τα ψηφίσματα 541/1983 και 550/1984, έχει καταδικάσει την θεσμική υπόσταση τού κατ’ ουσίαν τουρκικού ψευδοκράτους, ενώ παράλληλα κάλεσε όλα τα μέλη του ΟΗΕ να μην το αναγνωρίσουν. Η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» είναι αναγνωρισμένη μόνον από την Τουρκία, με την οποία διατηρεί διπλωματικές, οικονομικές και στρατιωτικές επαφές.
Από το 1999 μέχρι το 2004, διεξήχθησαν οι συνομιλίες υπό την διαμεσολάβηση του Αλβάρο ντε Σότο, βασικού απεσταλμένου του ΟΗΕ για το Κυπριακό. Το 2004, ο ντε Σότο έφερε ως διαπραγματευτικό κείμενο την πρόταση του τότε γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, η οποία πρόκρινε την αναγνώριση της δικοινοτικότητας του νησιού και της περιέλευσής του σε κατάσταση διζωνικότητας. Η αναφορά σε συνιστώντα κράτη, δηλαδή η αναγνώριση του επίσημου τεμαχισμού της Κύπρου, ήταν η θρυαλλίδα για την καταψήφιση της πρότασης από το 76% των Ελληνοκυπρίων στο δημοψήφισμα που διενεργήθηκε το 2004.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΝΑΝ ΤΟ 2004 ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Η πρόταση Ανάν έγινε δεκτή από την πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι ψήφισαν θετικά στο δημοψήφισμα του 2004 σε ποσοστό 65%. Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο νομικό κείμενο, από τον τρόπο που ήταν διατυπωμένο, έκανε ευθύ διαχωρισμό του νησιού. Η βάση της σύνθεσης του σχεδίου ήταν ένα συμπίλημα διατάξεων του Κυπριακού Συντάγματος του 1960 με στοιχεία από τον τρόπο ομοσπονδιακής οργάνωσης των ΗΠΑ. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η εφαρμογή του σχεδίου Ανάν, ακόμα και στην περίπτωση που γινόταν αποδεκτό και από τις δύο πλευρές, θα αντιμετώπιζε μια σειρά δυσεπίλυτων προβλημάτων, όπως αυτά που προέκυψαν κατά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Κύπρου το 1960. Επίσης, η ομοσπονδοποίηση της Αμερικής, που φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο, έγινε μετά από έναν Εμφύλιο Πόλεμο ανάμεσα σε δύο άνισα οικονομικά γεωγραφικά τμήματα κι όχι ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εθνικές οντότητες. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το Κυπριακό, η αναγνώριση ειδικών κατηγοριών στους εποίκους, με συνέπεια να συνυπολογίζονται στα ποσοστά που νομιμοποιούσαν τον επαναπατρισμό ενός συγκεκριμένου αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων, και η προσπάθεια δημιουργίας ενός ομοσπονδιακού κράτους, δημιουργούσαν ζητήματα στην εξισορρόπηση των δικαιωμάτων μεταξύ των δύο πληθυσμών.
Ενώ το Σχέδιο Ανάν είχε γίνει αποδεκτό με συντριπτική πλειοψηφία από την τουρκοκυπριακή πλευρά, σταδιακά οι Τουρκοκύπριοι προσπάθησαν να αποσείσουν την εν λόγω απόφασή τους από την μετέπειτα διαπραγματευτική γραμμή τους με το πρόσχημα ότι οι επίμαχες γεωγραφικές περιοχές δεν θα μπορούσαν να επιστραφούν στην ελληνική πλευρά λόγω της εγκατάστασης και δραστηριοποίησης των Τούρκων εποίκων εκεί. Παράλληλα δε, η τουρκοκυπριακή πλευρά αποζητούσε να γίνουν από την ελληνική πλευρά βήματα καλής θέλησης στα θέματα της αποναρκοθέτησης στη «νεκρή ζώνη» της Αμμοχώστου και της ελεύθερης διακίνησης του εμπορίου.
Η πολιτική που εκφράζει η ΤΔΒΚ είναι συνυφασμένη με την διπλωματία του επίσημου Τουρκικού κράτους. Άλλωστε, η Τουρκία δεν αρνείται τις τάσεις αλυτρωτισμού στην συγκεκριμένη περιοχή, γεγονός που εκφράζεται και με την ανάμειξή της στην εκλογή Προέδρου στο ψευδοκράτος. Αντιμετωπίζοντας την ΤΔΒΚ ως δορυφόρο, η επίσημη τουρκική κυβέρνηση προσπαθεί να διασφαλίσει την δυναμική θέση και παρουσία της στην ευρύτερη Νοτιοανατολική Μεσογειακή Ζώνη. Πληθώρα γεγονότων πιστοποιούν την συγκεκριμένη άποψη. Λόγου χάρη, το 2004 η Τουρκία, προωθώντας τον Αλί Μεχμέτ Ταλάτ στην ηγεσία της ΤΔΒΚ πρόκρινε την αναγκαιότητα ψήφισης του σχεδίου Ανάν. Έχοντας ένα διαλλακτικό πρόσωπο στο επίμαχο ζήτημα, η Τουρκία θα βοηθούσε την θέση της κατά την διάρκεια των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων στην ΕΕ. Αργότερα, με τον Ντερβίς Έρογλου, το τουρκικό κράτος υιοθετεί μια αδιάλλακτη στάση, που στόχευε αφενός στην διάσπαση της Κύπρου σε δύο κράτη, αφετέρου στον μη επαναπατρισμό των Ελληνοκυπρίων στα εδάφη τους. Η άρνηση των ευρωπαϊκών κρατών, κυρίως δε της Γερμανίας και της Γαλλίας, να ενταχθεί η Τουρκία στην Ε.Ε., διότι μεταξύ άλλων παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματα, έγινε αφορμή να σκληρύνει η Τουρκία την στάση της απέναντι στο Κυπριακό.
Η ΕΚΛΟΓΗ ΑΚΙΝΤΖΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ
Ο Μουσταφά Ακιντζί ίσως είναι η μοναδική περίπτωση από την ιστορία ίδρυσης της ΤΔΒΚ που δεν ήταν εκλογική επιλογή του επίσημου τουρκικού κράτους. Άραγε μπορούμε να συνάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα εξ αυτού, ότι δηλαδή το βόρειο τμήμα της νήσου ανεξαρτητοποιείται ιδεολογικά από την τουρκική γραμμή εξαιτίας της νέας τάξης πραγμάτων που διαμορφώνεται στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο;
Αν και ο Ερντογάν δεν στήριξε τον Ακιντζί στην εκλογή του, ωστόσο, όπως φαίνεται από τις προεκλογικές δηλώσεις του δεύτερου, είναι ο πιο ενδεδειγμένος διαπραγματευτής των ουσιωδών συμφερόντων της τουρκικής διπλωματίας, ο οποίος είναι πραγματικά σε θέση να συμβάλλει στην υλοποίηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων του Τούρκου Προέδρου, την στιγμή μάλιστα που το επίσημο κράτος της Ανατολής αντιμετωπίζει κοινωνική και οικονομική κρίση στο εσωτερικό του.
Ο Μουσταφά Ακιντζί, κάτω από το προσωπείο του διαλλακτικού πολιτικού για την επίλυση του Κυπριακού, είναι ο καταλληλότερος να διαπραγματευτεί με τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο τα τουρκικά συμφέροντα, έχοντας απέναντί του τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκο Αναστασιάδη (υπέρμαχο τότε του σχεδίου Ανάν).
Με αφετηρία πολλά σημεία από το σχέδιο Ανάν και με τελείως διαφορετική πολιτική από τους προκατόχους του, καθώς προκρίνει την ομοσπονδοποίηση, ο Ακιντζί δεσμεύτηκε τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά για άμεση λύση του Κυπριακού. Προβάλλοντας ως μέσο καλής θέλησης την επιστροφή των Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα, ζητά ως αντάλλαγμα την λειτουργία του αερολιμένα και του λιμανιού της Τύμβου.
Όπως έχει καταγραφεί ανωτέρω, η επάνοδος των κατοίκων ελληνικής καταγωγής στις κατεχόμενες περιοχές είναι μια διπλωματική τακτική, που στην πραγματικότητα παρουσιάζει πολλά νομικά κενά και εξαρτάται από ένα σύμπλεγμα κοινωνικο- πολιτικών παραγόντων. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την λειτουργία της νεκρής ζώνης για τα τουρκικά συμφέροντα, αφενός παγιώνεται η δυναμική παρουσία της Τουρκίας στο νησί, αφετέρου αναγνωρίζεται de facto το ψευδοκράτος από την επίσημη Κυπριακή Κυβέρνηση και, άρα, οδηγεί στον διαχωρισμό του νησιού.
Ο κύριος διαμεσολαβητής του ΟΗΕ, κ. Άιντεν, έρχεται να διαμεσολαβήσει για το επίμαχο θέμα σε ένα διπλωματικό τραπέζι, στο οποίο η μια πλευρά εκφράζει με τον πιο προκλητικό τρόπο την παγιωμένη θέση της στην κοινή γνώμη ότι έχει δίκαια κεκτημένα στην Κυπριακή Δημοκρατία, ταυτόχρονα δε, ισχυρίζεται ότι είναι ανεξάρτητο κράτος στο βόρειο τμήμα του νησιού. Χαρακτηριστικές είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του κ. Ακιντζί, ότι διεκδικεί λόγο στις διαπραγματεύσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με τρίτα κράτη όσον αφορά τόσο την ΑΟΖ, όσο και το θέμα της διέλευσης των αγωγών που θα προωθήσουν το κυπριακό αέριο στις διεθνείς αγορές.
Ο Μουσταφά Ακιντζί, ακολουθώντας –τουλάχιστον μέχρι στιγμής– τους προκατόχους του, διεκδικεί αφενός τα δικαιικά και οικονομικά προνόμια που απορρέουν από την θεσμικά κατοχυρωμένη υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφετέρου να έχει λόγο και ρόλο στην εξόρυξη και διαχείριση του φυσικού πλούτου όλης της νήσου, όταν στην ουσία των πραγμάτων, η τουρκική μειονότητα μετά την εισβολή του 1974 αποσχίστηκε από τον κρατικό μηχανισμό του επίσημου κράτους του νησιού, ιδρύοντας ένα νέο στο βόρειο τμήμα.
Η σημερινή διαπραγμάτευση, όπως κι αυτή του Αλβάρο ντε Σότο μια δεκαετία νωρίτερα, έχει ένα τρωτό σημείο, εκτός όλων των άλλων νομικών κενών που έχουν αναλύσει αρμοδιότεροι επιστήμονες. Εάν χρησιμοποιηθεί ο όρος «συνιστώντα κράτη», αναγνωρίζεται απερίφραστα η ΤΔΒΚ και ως εκ τούτου η διζωνικότητα της περιοχής, άρα και η διάσπαση της Κύπρου.
Δυσκολίες στη νέα διαπραγμάτευση θα προέλθουν και από την προσωπικότητα και την γενικότερη πολιτική του Ερντογάν, εντός και εκτός Τουρκίας. Ο Ερντογάν από τη μια πλευρά θέλει να εντάξει την χώρα του στην ΕΕ, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται ισλαμιστής και το διατυμπανίζει με κάθε ευκαιρία. Χαρακτηριστικές είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του με ακραιφνή σημάδια ισλαμικού δογματισμού που έκανε μέσα σε συγκινησιακό κλίμα κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αλβανία, με σκοπό να στηρίξει τους ομοδόξους του στα επεκτατικά βαλκανικά σχέδιά τους.
Η Ελλάδα, από την άλλη, διέρχεται την δεδομένη χρονική στιγμή μέσα από την βαθύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση μεταπολιτευτικά. Μπορεί να είναι μέλος της Ε.Ε., δεν έχει, ωστόσο, την δύναμη παρέμβασης που είχε στην προηγούμενη διαπραγμάτευση, εις τρόπον ώστε η Κύπρος, αν και δεν διαμορφώνει την πολιτική της σε συνάρτηση με την πολιτική γραμμή της Ελλάδας σε διπλωματικά θέματα, να είναι αυτή την φορά περισσότερο μόνη στις νέες διαπραγματεύσεις απέναντι στην τουρκοκυπριακή και την τουρκική πλευρά απ’ ό,τι την προηγούμενη φορά. Η τουρκοκυπριακή πλευρά πηγαίνει στις διαπραγματεύσεις με πυξίδα τις θέσεις Ερντογάν για θέματα ενεργειακά και οικονομικά, τουλάχιστον, όπως έχει φανεί βάσει των μετεκλογικών δηλώσεων Ακιντζί.
Το κλειδί της επιτυχίας στις νέες διαπραγματεύσεις, ωστόσο, το κρατά στα χέρια του ο Ακιντζί. Αυτός θ’ αποφασίσει αν θα διαπραγματευτεί ως Τουρκοκύπριος για να προωθήσει τα κοινά συμφέροντα δυο λαών που ζούσαν μαζί και που θα πρέπει να ξαναμάθουν να ζουν μαζί στο μέλλον ή αν θα επιλέξει (ή θ’ αναγκαστεί) να προωθήσει τα συμφέροντα της Τουρκίας. Γνωρίζει πολύ καλά ο Ακιντζί ότι το μέλλον της κοινότητάς του δεν είναι στην αντίπερα όχθη, αλλά στο νησί.
Η Κύπρος βγαίνει από την οικονομική κρίση, ενώ η Τουρκία μπαίνει σ’ αυτήν. Η Κύπρος είναι μέλος μιας γιγαντιαίας αγοράς, με ανεξάντλητες δυνατότητες για την ανάπτυξη του υπανάπτυκτου βορείου τμήματός της. Τέλος, η Κύπρος έχει φυσικό πλούτο, που είναι από μόνος του αναπτυξιακή πηγή και για το βόρειο τμήμα της, αν αυτό σταματήσει να εξυπηρετεί αλλότρια συμφέροντα και κοιτάξει τα δικά του.
Όλοι αυτοί είναι επαρκείς λόγοι για να ωθήσουν τον Ακιντζί να διαπραγματευτεί αυτή την φορά με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι προκάτοχοί του. Θα διακινδυνεύσουμε μια πρόβλεψη, λοιπόν, ότι «this time is different». Η οικονομία πιστεύουμε πως θα βαρύνει όσο κανείς άλλος παράγοντας στην πορεία που θα λάβουν οι διαπραγματεύσεις αυτές. Κανένας δεν μπορεί να στερήσει πλέον τους λαούς από την θέλησή τους να ζήσουν και να προκόψουν στον τόπο τους. Πιστεύουμε σ’ αυτή την δύναμη και ελπίζουμε ότι ο Ακιντζί θα είναι φορέας αυτής της θέλησης σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις, εάν πραγματικά επιλέξει να διαπραγματευτεί για την κοινότητά του κι όχι για τρίτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου