<<Τα γεγονότα του 1963-64 και η παραχάραξη>>
"Η τουρκική πλευρά εκμεταλλεύτηκε" τότε "κάποια μεμονωμένα επεισόδια και μίλησε για εγκλήματα σε βάρος των Τουρκοκυπρίων" αναφέρει ο καθηγητής Στέφανος Κωνσταντινίδης*, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε χθες στο Φιλελεύθερο. "Τα ίδια επαναλαμβάνουν σήμερα και Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες με στόχο τη συλλογική ενοχοποίηση των Ελληνοκυπρίων προκειμένου να αποδεχτούν τους αμερικανο-νατοϊκούς σχεδιασμούς μιας διχοτομικής λύσης που θα οδηγεί στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι που είναι μόνιμος στόχος από το 1963" επισημαίνει ο ίδιος.
Ολόκληρο το άρθρο στη συνέχεια:
Τα γεγονότα του 1963-64 και η παραχάραξη
του Στέφανου Κωνσταντινίδη*
από τον "Φιλελεύθερο"
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ του 1963-64 είναι σημαντικά, διότι ουσιαστικά επαναφέρουν το Κυπριακό στη διεθνή σκηνή εκεί που εθεωρείτο ότι είχε κλείσει οριστικά με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Τα τελευταία χρόνια κάποιοι μεταμοντέρνοι νεοφιλελεύθεροι ιστορικοί ανακάλυψαν -σε σχέση με αυτά τα γεγονότα που χαρακτηρίστηκαν από την ελληνική πλευρά ως τουρκική ανταρσία για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας- την καταπίεση των Τουρκοκυπρίων από τους Ελληνοκύπριους. Όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε σήμερα δείχνουν ότι επρόκειτο για μια καλά προετοιμασμένη ανταρσία που στόχευε στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην παροχή της δυνατότητας στην Άγκυρα να επέμβει στην Κύπρο. Ήδη πριν ακόμη την επίσημη ανεξαρτησία είχε συλληφθεί στις ακτές της Καρπασίας το τουρκικό πλοιάριο «Ντενίζ» (18 Οκτωβρίου 1959) που μετέφερε μεγάλες ποσότητες οπλισμού για την ΤΜΤ. Παρά τα όσα λέγονται για την ελληνική πλευρά, αυτή δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει την ανταρσία και απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι οι ομάδες πολιτοφυλακής δεν διέθεταν παρά μόνο απηρχαιωμένο οπλισμό και σε πολλές περιπτώσεις κυνηγετικά όπλα! Ήταν φυσικό η νόμιμη Κυβέρνηση της Κύπρου, που ως τέτοια άλλωστε αναγνωρίστηκε με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας 186/1964), να αμυνθεί στην προσπάθειά της να επιβάλει τη νομιμότητα. Είναι γεγονός ότι υπό τις περιστάσεις χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπόν αυτό εκτός από τις κανονικές δυνάμεις της Δημοκρατίας και διάφορα εθελοντικά ένοπλα σώματα πολιτών, πάντα όμως στο πλαίσιο της κρατικής νομιμότητας. Αυτό έγινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα μέχρις ότου συγκροτηθεί η Εθνική Φρουρά για την άμυνα του τόπου. Σε αυτά τα εθελοντικά σώματα αναφέρονται κατά κανόνα οι νεοφιλελεύθεροι ιστορικοί για να υποστηρίξουν την άποψη της καταπίεσης των Τουρκοκυπρίων. Παραβλέπουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε άλλη επιλογή από του να αμυνθεί με όλα τα μέσα, διαφορετικά θα είχε επιβληθεί έκτοτε η διχοτόμηση. Άλλωστε, παρά την άμυναν αυτή δημιουργήθηκαν αυτόνομοι τουρκικοί θύλακοι με την καθοδήγηση Τούρκων στρατιωτικών. Ασφαλώς στις συγκρούσεις του 1963-64 υπήρξαν και αθώα θύματα, πολίτες και από τις δύο πλευρές. Δεν ξέρω κανέναν απελευθερωτικό αγώνα, καμιά επανάσταση, καμιά εμφύλια σύρραξη που να μην οδήγησε σε παρόμοια αποτελέσματα.
Η τουρκική πλευρά εκμεταλλεύτηκε κάποια μεμονωμένα επεισόδια και μίλησε για εγκλήματα σε βάρος των Τουρκοκυπρίων. Τα ίδια επαναλαμβάνουν σήμερα και Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες με στόχο τη συλλογική ενοχοποίηση των Ελληνοκυπρίων προκειμένου να αποδεχτούν τους αμερικανο-νατοϊκούς σχεδιασμούς μιας διχοτομικής λύσης που θα οδηγεί στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι που είναι μόνιμος στόχος από το 1963. Σε μερικές περιπτώσεις άλλωστε αποδείχτηκε εν των υστέρων ότι μερικά από τα θλιβερά αυτά γεγονότα ήταν είτε προβοκατόρικες ενέργειες από ανεύθυνα στοιχεία, είτε ενέργειες των ίδιων των Τούρκων που παρουσιάστηκαν ως έργο των Ελλήνων. Χαρακτηριστική επί του προκειμένου είνα η δολοφονία των μελών της οικογένειας Τούρκου στρατιωτικού στην μπανιέρα τουρκοκυπριακού σπιτιού της Λευκωσίας τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου 1963, η οποία αποδόθηκε στους Έλληνες, ενώ όπως αποδείχθηκε ήταν έργο του ίδιου του Τούρκου αξιωματικού σε μια στιγμή παραφροσύνης, και ο οποίος φυγαδεύτηκε και κράτησε κλειστό το στόμα του για χρόνια (Βλ. Κώστα Γεννάρη Εξ Ανατολών, Αθήνα, Κατανιώτης, 2000, σελ. 16-18, όπως και σειρά άρθρων του Τουρκοκύπριου Σενέρ Λεβέντ στην εφημερίδα Αφρίκα). Και όμως μεταμοντέρνοι ιστορικοί με νεοφιλελεύθερες και νεοταξικές τάσεις, εξακολουθούν και σήμερα να το προβάλλουν, όπως και η τουρκική προπαγάνδα, ως έγκλημα των Ελληνοκυπρίων. Είναι οι ίδιοι που έγραψαν ότι το πραξικόπημα στην Κύπρο το οργάνωσε ο Σαμψών και ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος ήταν μέλος της ΕΟΚΑ Β΄... Και οι δύο αυτοί ισχυρισμοί προβλήθηκαν μέσα από το «σοβαρό» αθηναϊκό «Βήμα», από δύο κατά τα άλλα «σοβαρούς» Ελλαδίτες διανοούμενους.
Είναι γεγονός πάντως ότι κάποια πράγματα για την περίοδο αυτή δεν διερευνήθηκαν ούτε και αποδόθηκαν οι σχετικές ευθύνες. Διερωτάται δε κανείς γιατί δεν το έκαναν εκείνοι οι Κύπριοι πρόεδροι που ασπάζονται εν μέρει αυτές τις απόψεις και κατηγορούν για «εθνικισμό» την ελληνική πλευρά. Να αποδοθούν λοιπόν ευθύνες όπου υπάρχουν για τη δολοφονία αθώων πολιτών, Τουρκοκυπρίων ή Ελληνοκυπρίων, διότι σε τελευταία ανάλυση οι πολιτικοί που αναφέρονται με μισόλογα στα γεγονότα της περιόδου αυτής και δεν προχώρησαν ή δεν προχωρούν στη διερεύνησή τους όταν άσκησαν ή ασκούν εξουσία, είναι εξίσου υπεύθυνοι με αυτούς που κατηγορούν χωρίς στοιχεία για εγκλήματα, ενώ τότε, όπως και το '74, μιλούσαν για προάσπιση της δημοκρατικής νομιμότητας. Σε κάθε περίπτωση όμως τα όποια μεμονωμένα εγκλήματα των Ελληνοκυπρίων δεν είναι δυνατόν να εξισώνονται με όσα διαπράχθηκαν από το επίσημο τουρκικό κράτος και τον στρατό του στην εισβολή του 1974. Δεν μπορεί να υπάρξει συμψηφισμός των όποιων μεμονωμένων εγκλημάτων σε βάρος Τουρκοκυπρίων στην περίοδο του 1963-64 από ανεύθυνα στοιχεία, με τα εγκλήματα που διέπραξε ένα συντεταγμένο κράτος, η Τουρκία, στην εισβολή του 1974. Το ίδιο ισχύει και για κάποιες εγκληματικές ενέργειες μελών της ΕΟΚΑ Β΄ εναντίον Τουρκοκυπρίων στις πρώτες μέρες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Να δικαστούν λοιπόν και να καταδικαστούν από την κυπριακή Δικαιοσύνη όσοι αποδειχτεί ότι βαρύνονται με τέτοια εγκλήματα. Διότι η προσπάθεια καταμερισμού ίσων ευθυνών είναι εκ του πονηρού και στοχεύει στη συλλογική ενοχοποίηση του κυπριακού λαού για να μπορέσει να περάσει πιο εύκολα ως οδοστρωτήρας η αμερικανο-νατοϊκή λύση κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ακόμη και για την οργάνωση «Ακρίτας» η οποία φορτώνεται μόνο στον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, η αλήθεια είναι ότι δημιουργήθηκε με την έγκριση του Μακαρίου και αν ο Γιωρκάτζης παρουσιάζεται ως αρχηγός, ο Γλαύκος Κληρίδης ήταν ο σκιώδης υπαρχηγός και ο Τάσσος Παπαδόπουλος ο τρίτος τη τάξει. Την εποχή εκείνη γινόταν συνήθως λόγος για την τριανδρία αυτή της εξουσίας που ακολουθούσε μετά τον Μακάριο.
Όσοι αποδίδουν ευθύνες στην ελληνική πλευρά αδιαφορούν επίσης για το γεγονός ότι ήταν η αμυνόμενη πλευρά και ότι, όπως αποκαλύπτεται σήμερα από τα επίσημα έγγραφα που δημοσιεύονται, κυρίως αγγλικά, αλλά και αμερικανικά, υπήρξε κεφαλαιώδης ο ρόλος του ξένου παράγοντα στην όλη εξέλιξη των γεγονότων της περιόδου αυτής. Υπενθυμίζω ότι Άγγλοι και Αμερικανοί στην πενταμερή διάσκεψη του Λονδίνου, αμέσως μετά τα γεγονότα του '63, στις 15 Ιανουαρίου 1964, πρότειναν ουσιαστικά την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας («Σχέδιο Σάντις - Μπολ» από τα ονόματα του υπουργού Κοινοπολιτειακών Υποθέσεων της Μ. Βρετανίας Ντάνκαν Σάντις και του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ), θέτοντάς την υπό νατοϊκή κηδεμονία με την αποστολή νατοϊκών στρατευμάτων στο νησί με ευρύτατες εξουσίες και με την ίδρυση διακυβερνητικής επιτροπής στο Λονδίνο, η οποία θα παρακολουθούσε την εσωτερική κατάσταση της Κύπρου... Από τότε και ως το σχέδιο Ανάν και το Κοινό Ανακοινωθέν, ο στόχος παραμένει ο ίδιος.
Οι ίδιοι οι Βρετανοί πολιτικοί, πρώην πρωθυπουργοί που χειρίστηκαν το Κυπριακό, όπως ο Άντονι Ίντεν και ο Χάρολντ Μακμίλαν, αναγνώρισαν επίσης, εκ των υστέρων, στα απομνημονεύματά τους, ότι χρησιμοποίησαν τον τουρκικό παράγοντα και τη συνεχή απειλή της διχοτόμησης για να αποκλείσουν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Κυπρίων και να κρατήσουν την Κύπρο κάτω από τον αποικιακό ζυγό.
Ασφαλώς τίθεται και το θέμα της ανακίνησης της αναθεώρησης του συντάγματος από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και η πολιτική ευθύνη που προκύπτει από αυτή την ενέργεια. Είναι εύκολο εκ των υστέρων να κρίνει κανείς με τα σημερινά δεδομένα ως λανθασμένη την ενέργεια του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να προτείνει τα γνωστά 13 σημεία συνταγματικής αναθεώρησης. Εντούτοις στην ανακίνηση της συνταγματικής αυτής αλλαγής συμφωνούσαν τότε και οι Άγγλοι οι οποίοι ανέλαβαν μάλιστα να βολιδοσκοπήσουν σχετικά την Άγκυρα. Μόνο όταν η προσπάθεια απέτυχε, το Λονδίνο προσπάθησε να βγάλει την ουρά του απέξω. Τα έγγραφα όμως του Φόρεϊν Όφις επιβεβαιώνουν ότι ο Μακάριος διαπραγματεύτηκε τα 13 σημεία πρώτα με το Λονδίνο, πριν τα υποβάλει στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Και μόνο κάποιοι του κυπριακού πολιτικο-κατεστημένου όπως ο Πολύβιος Γ. Πολυβίου που διαδραματίζει και σήμερα πρωτεύοντα ρόλο ως σύμβουλος του Νίκου Αναστασιάδη, αθωώνει στα βιβλία του τους Άγγλους, ρίχνοντας όλη την ευθύνη στον Μακάριο.
Ο Μακάριος υπέβαλε απλώς προτάσεις στους Τουρκοκύπριους
ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΕ επίσης τελευταία ότι ο Μακάριος ανακίνησε τάχα με τις προτάσεις του θέμα Ένωσης. Άλλοι δε είπαν και έγραψαν ότι αφαιρούσε δικαιώματα από τους Τουρκοκυπρίους. Η προπαγάνδα όμως έχει και τα όριά της. Ο Αρχιεπίσκοπος υπέβαλεν απλώς προτάσεις στους Τουρκοκυπρίους για συζήτηση και τίποτε περισσότερο. Το θέμα της ΄Ενωσης ανακινήθηκε πολύ πιο ύστερα, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές στην Ελλάδα και είχε ήδη ξεσπάσει η τουρκοκυπριακή ανταρσία, το Κυπριακό είχε ξανά διεθνοποιηθεί, βρισκόταν ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών και ανεζητείτο ξανά λύση του. Τότε, με τη σύμφωνη γνώμη όλου του πολιτικού κόσμου της Κύπρου και της Ελλάδας, τέθηκε ξανά το θέμα της Ένωσης. Και είναι γνωστόν ότι στενοί συνεργάτες του Παπανδρέου μεταξύ των οποίων και ο κυπριακής καταγωγής υφυπουργός Παιδείας Λουκής Ακρίτας, συνηγόρησαν τότε στην ανακίνηση του θέματος της Ενώσεως. Κάποιοι από τους όψιμους σημερινούς επικριτές της γραμμής αυτής που υιοθετήθηκε τότε, ανήκαν μάλιστα στη λεγόμενη Ενωτική Παράταξη και ήταν από αυτούς που κατηγορούσαν τον Μακάριο ως ανθενωτικό για τη ζυριχική πολιτική του. Να υπενθυμίσω εδώ, ότι ακόμη και το 1967, η Κυπριακή Βουλή, ομόφωνα ενέκρινε ψήφισμα υπέρ της Ένωσης, του ΑΚΕΛ συμμετέχοντος, αν όχι και πρωτοστατούντος. Να υπενθυμίσω ακόμη ότι για τα γεγονότα του ’63-’64, όλοι, συμπεριλαμβανομένου του ΑΚΕΛ, μιλούσαν για τουρκανταρσία και αναλύονταν σε διθυράμβους γι’αυτούς που σήμερα κατηγορούν ως άτακτους που σκότωναν, λένε σήμερα, Τουρκοκύπριους χωρίς κανένα λόγο! Scripta manent!
Είναι πολλά πράγματα που μπορούν ακόμη να λεχθούν για την περίοδο αυτή και που είναι αδύνατο όμως να συμπεριληφθούν σε ένα σύντομο άρθρο, στο οποίο ήδη έχω μακρηγορήσει. Ασφαλώς και μπορούν να αποδοθούν κάθε είδους ευθύνες σε πολλούς για την περίοδο αυτή, του Μακαρίου συμπεριλαμβανομένου –και ο γράφων δεν παρέλειψε να το κάνει κατ’ επανάληψη– αλλά ο ιστορικός οφείλει τουλάχιστον να σέβεται τα γεγονότα και στην ερμηνεία τους να λαμβάνει υπόψη τη χρονικότητα κατά την οποία διαδραματίστηκαν. Ούτε και είναι δυνατόν η ερμηνεία των γεγονότων της εποχής εκείνης να μπαίνει σήμερα στο κρεβάτι του Προκρούστη για την εξυπηρέτηση κάθε είδους πολιτικών σκοπιμοτήτων παραγράφοντας τα δεδομένα μιας άλλης εποχής, το ρόλο της Άγκυρας και αυτό του ΝΑΤΟ και των Αγγλοαμερικανών.
Διότι αυτό που κάνουν κάποιοι είναι να τοποθετούν ως αφετηρία της ιστορίας τον ιδεολογικό τους αχταρμά, παραγνωρίζοντας ή παραμορφώνοντας τα πραγματολογικά στοιχεία.
* Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Τα γεγονότα του 1963-64 και η παραχάραξη
του Στέφανου Κωνσταντινίδη*
από τον "Φιλελεύθερο"
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ του 1963-64 είναι σημαντικά, διότι ουσιαστικά επαναφέρουν το Κυπριακό στη διεθνή σκηνή εκεί που εθεωρείτο ότι είχε κλείσει οριστικά με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Τα τελευταία χρόνια κάποιοι μεταμοντέρνοι νεοφιλελεύθεροι ιστορικοί ανακάλυψαν -σε σχέση με αυτά τα γεγονότα που χαρακτηρίστηκαν από την ελληνική πλευρά ως τουρκική ανταρσία για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας- την καταπίεση των Τουρκοκυπρίων από τους Ελληνοκύπριους. Όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε σήμερα δείχνουν ότι επρόκειτο για μια καλά προετοιμασμένη ανταρσία που στόχευε στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην παροχή της δυνατότητας στην Άγκυρα να επέμβει στην Κύπρο. Ήδη πριν ακόμη την επίσημη ανεξαρτησία είχε συλληφθεί στις ακτές της Καρπασίας το τουρκικό πλοιάριο «Ντενίζ» (18 Οκτωβρίου 1959) που μετέφερε μεγάλες ποσότητες οπλισμού για την ΤΜΤ. Παρά τα όσα λέγονται για την ελληνική πλευρά, αυτή δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει την ανταρσία και απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι οι ομάδες πολιτοφυλακής δεν διέθεταν παρά μόνο απηρχαιωμένο οπλισμό και σε πολλές περιπτώσεις κυνηγετικά όπλα! Ήταν φυσικό η νόμιμη Κυβέρνηση της Κύπρου, που ως τέτοια άλλωστε αναγνωρίστηκε με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας 186/1964), να αμυνθεί στην προσπάθειά της να επιβάλει τη νομιμότητα. Είναι γεγονός ότι υπό τις περιστάσεις χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπόν αυτό εκτός από τις κανονικές δυνάμεις της Δημοκρατίας και διάφορα εθελοντικά ένοπλα σώματα πολιτών, πάντα όμως στο πλαίσιο της κρατικής νομιμότητας. Αυτό έγινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα μέχρις ότου συγκροτηθεί η Εθνική Φρουρά για την άμυνα του τόπου. Σε αυτά τα εθελοντικά σώματα αναφέρονται κατά κανόνα οι νεοφιλελεύθεροι ιστορικοί για να υποστηρίξουν την άποψη της καταπίεσης των Τουρκοκυπρίων. Παραβλέπουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε άλλη επιλογή από του να αμυνθεί με όλα τα μέσα, διαφορετικά θα είχε επιβληθεί έκτοτε η διχοτόμηση. Άλλωστε, παρά την άμυναν αυτή δημιουργήθηκαν αυτόνομοι τουρκικοί θύλακοι με την καθοδήγηση Τούρκων στρατιωτικών. Ασφαλώς στις συγκρούσεις του 1963-64 υπήρξαν και αθώα θύματα, πολίτες και από τις δύο πλευρές. Δεν ξέρω κανέναν απελευθερωτικό αγώνα, καμιά επανάσταση, καμιά εμφύλια σύρραξη που να μην οδήγησε σε παρόμοια αποτελέσματα.
Η τουρκική πλευρά εκμεταλλεύτηκε κάποια μεμονωμένα επεισόδια και μίλησε για εγκλήματα σε βάρος των Τουρκοκυπρίων. Τα ίδια επαναλαμβάνουν σήμερα και Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες με στόχο τη συλλογική ενοχοποίηση των Ελληνοκυπρίων προκειμένου να αποδεχτούν τους αμερικανο-νατοϊκούς σχεδιασμούς μιας διχοτομικής λύσης που θα οδηγεί στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι που είναι μόνιμος στόχος από το 1963. Σε μερικές περιπτώσεις άλλωστε αποδείχτηκε εν των υστέρων ότι μερικά από τα θλιβερά αυτά γεγονότα ήταν είτε προβοκατόρικες ενέργειες από ανεύθυνα στοιχεία, είτε ενέργειες των ίδιων των Τούρκων που παρουσιάστηκαν ως έργο των Ελλήνων. Χαρακτηριστική επί του προκειμένου είνα η δολοφονία των μελών της οικογένειας Τούρκου στρατιωτικού στην μπανιέρα τουρκοκυπριακού σπιτιού της Λευκωσίας τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου 1963, η οποία αποδόθηκε στους Έλληνες, ενώ όπως αποδείχθηκε ήταν έργο του ίδιου του Τούρκου αξιωματικού σε μια στιγμή παραφροσύνης, και ο οποίος φυγαδεύτηκε και κράτησε κλειστό το στόμα του για χρόνια (Βλ. Κώστα Γεννάρη Εξ Ανατολών, Αθήνα, Κατανιώτης, 2000, σελ. 16-18, όπως και σειρά άρθρων του Τουρκοκύπριου Σενέρ Λεβέντ στην εφημερίδα Αφρίκα). Και όμως μεταμοντέρνοι ιστορικοί με νεοφιλελεύθερες και νεοταξικές τάσεις, εξακολουθούν και σήμερα να το προβάλλουν, όπως και η τουρκική προπαγάνδα, ως έγκλημα των Ελληνοκυπρίων. Είναι οι ίδιοι που έγραψαν ότι το πραξικόπημα στην Κύπρο το οργάνωσε ο Σαμψών και ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος ήταν μέλος της ΕΟΚΑ Β΄... Και οι δύο αυτοί ισχυρισμοί προβλήθηκαν μέσα από το «σοβαρό» αθηναϊκό «Βήμα», από δύο κατά τα άλλα «σοβαρούς» Ελλαδίτες διανοούμενους.
Είναι γεγονός πάντως ότι κάποια πράγματα για την περίοδο αυτή δεν διερευνήθηκαν ούτε και αποδόθηκαν οι σχετικές ευθύνες. Διερωτάται δε κανείς γιατί δεν το έκαναν εκείνοι οι Κύπριοι πρόεδροι που ασπάζονται εν μέρει αυτές τις απόψεις και κατηγορούν για «εθνικισμό» την ελληνική πλευρά. Να αποδοθούν λοιπόν ευθύνες όπου υπάρχουν για τη δολοφονία αθώων πολιτών, Τουρκοκυπρίων ή Ελληνοκυπρίων, διότι σε τελευταία ανάλυση οι πολιτικοί που αναφέρονται με μισόλογα στα γεγονότα της περιόδου αυτής και δεν προχώρησαν ή δεν προχωρούν στη διερεύνησή τους όταν άσκησαν ή ασκούν εξουσία, είναι εξίσου υπεύθυνοι με αυτούς που κατηγορούν χωρίς στοιχεία για εγκλήματα, ενώ τότε, όπως και το '74, μιλούσαν για προάσπιση της δημοκρατικής νομιμότητας. Σε κάθε περίπτωση όμως τα όποια μεμονωμένα εγκλήματα των Ελληνοκυπρίων δεν είναι δυνατόν να εξισώνονται με όσα διαπράχθηκαν από το επίσημο τουρκικό κράτος και τον στρατό του στην εισβολή του 1974. Δεν μπορεί να υπάρξει συμψηφισμός των όποιων μεμονωμένων εγκλημάτων σε βάρος Τουρκοκυπρίων στην περίοδο του 1963-64 από ανεύθυνα στοιχεία, με τα εγκλήματα που διέπραξε ένα συντεταγμένο κράτος, η Τουρκία, στην εισβολή του 1974. Το ίδιο ισχύει και για κάποιες εγκληματικές ενέργειες μελών της ΕΟΚΑ Β΄ εναντίον Τουρκοκυπρίων στις πρώτες μέρες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Να δικαστούν λοιπόν και να καταδικαστούν από την κυπριακή Δικαιοσύνη όσοι αποδειχτεί ότι βαρύνονται με τέτοια εγκλήματα. Διότι η προσπάθεια καταμερισμού ίσων ευθυνών είναι εκ του πονηρού και στοχεύει στη συλλογική ενοχοποίηση του κυπριακού λαού για να μπορέσει να περάσει πιο εύκολα ως οδοστρωτήρας η αμερικανο-νατοϊκή λύση κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ακόμη και για την οργάνωση «Ακρίτας» η οποία φορτώνεται μόνο στον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, η αλήθεια είναι ότι δημιουργήθηκε με την έγκριση του Μακαρίου και αν ο Γιωρκάτζης παρουσιάζεται ως αρχηγός, ο Γλαύκος Κληρίδης ήταν ο σκιώδης υπαρχηγός και ο Τάσσος Παπαδόπουλος ο τρίτος τη τάξει. Την εποχή εκείνη γινόταν συνήθως λόγος για την τριανδρία αυτή της εξουσίας που ακολουθούσε μετά τον Μακάριο.
Όσοι αποδίδουν ευθύνες στην ελληνική πλευρά αδιαφορούν επίσης για το γεγονός ότι ήταν η αμυνόμενη πλευρά και ότι, όπως αποκαλύπτεται σήμερα από τα επίσημα έγγραφα που δημοσιεύονται, κυρίως αγγλικά, αλλά και αμερικανικά, υπήρξε κεφαλαιώδης ο ρόλος του ξένου παράγοντα στην όλη εξέλιξη των γεγονότων της περιόδου αυτής. Υπενθυμίζω ότι Άγγλοι και Αμερικανοί στην πενταμερή διάσκεψη του Λονδίνου, αμέσως μετά τα γεγονότα του '63, στις 15 Ιανουαρίου 1964, πρότειναν ουσιαστικά την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας («Σχέδιο Σάντις - Μπολ» από τα ονόματα του υπουργού Κοινοπολιτειακών Υποθέσεων της Μ. Βρετανίας Ντάνκαν Σάντις και του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ), θέτοντάς την υπό νατοϊκή κηδεμονία με την αποστολή νατοϊκών στρατευμάτων στο νησί με ευρύτατες εξουσίες και με την ίδρυση διακυβερνητικής επιτροπής στο Λονδίνο, η οποία θα παρακολουθούσε την εσωτερική κατάσταση της Κύπρου... Από τότε και ως το σχέδιο Ανάν και το Κοινό Ανακοινωθέν, ο στόχος παραμένει ο ίδιος.
Οι ίδιοι οι Βρετανοί πολιτικοί, πρώην πρωθυπουργοί που χειρίστηκαν το Κυπριακό, όπως ο Άντονι Ίντεν και ο Χάρολντ Μακμίλαν, αναγνώρισαν επίσης, εκ των υστέρων, στα απομνημονεύματά τους, ότι χρησιμοποίησαν τον τουρκικό παράγοντα και τη συνεχή απειλή της διχοτόμησης για να αποκλείσουν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Κυπρίων και να κρατήσουν την Κύπρο κάτω από τον αποικιακό ζυγό.
Ασφαλώς τίθεται και το θέμα της ανακίνησης της αναθεώρησης του συντάγματος από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και η πολιτική ευθύνη που προκύπτει από αυτή την ενέργεια. Είναι εύκολο εκ των υστέρων να κρίνει κανείς με τα σημερινά δεδομένα ως λανθασμένη την ενέργεια του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να προτείνει τα γνωστά 13 σημεία συνταγματικής αναθεώρησης. Εντούτοις στην ανακίνηση της συνταγματικής αυτής αλλαγής συμφωνούσαν τότε και οι Άγγλοι οι οποίοι ανέλαβαν μάλιστα να βολιδοσκοπήσουν σχετικά την Άγκυρα. Μόνο όταν η προσπάθεια απέτυχε, το Λονδίνο προσπάθησε να βγάλει την ουρά του απέξω. Τα έγγραφα όμως του Φόρεϊν Όφις επιβεβαιώνουν ότι ο Μακάριος διαπραγματεύτηκε τα 13 σημεία πρώτα με το Λονδίνο, πριν τα υποβάλει στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Και μόνο κάποιοι του κυπριακού πολιτικο-κατεστημένου όπως ο Πολύβιος Γ. Πολυβίου που διαδραματίζει και σήμερα πρωτεύοντα ρόλο ως σύμβουλος του Νίκου Αναστασιάδη, αθωώνει στα βιβλία του τους Άγγλους, ρίχνοντας όλη την ευθύνη στον Μακάριο.
Ο Μακάριος υπέβαλε απλώς προτάσεις στους Τουρκοκύπριους
ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΕ επίσης τελευταία ότι ο Μακάριος ανακίνησε τάχα με τις προτάσεις του θέμα Ένωσης. Άλλοι δε είπαν και έγραψαν ότι αφαιρούσε δικαιώματα από τους Τουρκοκυπρίους. Η προπαγάνδα όμως έχει και τα όριά της. Ο Αρχιεπίσκοπος υπέβαλεν απλώς προτάσεις στους Τουρκοκυπρίους για συζήτηση και τίποτε περισσότερο. Το θέμα της ΄Ενωσης ανακινήθηκε πολύ πιο ύστερα, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές στην Ελλάδα και είχε ήδη ξεσπάσει η τουρκοκυπριακή ανταρσία, το Κυπριακό είχε ξανά διεθνοποιηθεί, βρισκόταν ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών και ανεζητείτο ξανά λύση του. Τότε, με τη σύμφωνη γνώμη όλου του πολιτικού κόσμου της Κύπρου και της Ελλάδας, τέθηκε ξανά το θέμα της Ένωσης. Και είναι γνωστόν ότι στενοί συνεργάτες του Παπανδρέου μεταξύ των οποίων και ο κυπριακής καταγωγής υφυπουργός Παιδείας Λουκής Ακρίτας, συνηγόρησαν τότε στην ανακίνηση του θέματος της Ενώσεως. Κάποιοι από τους όψιμους σημερινούς επικριτές της γραμμής αυτής που υιοθετήθηκε τότε, ανήκαν μάλιστα στη λεγόμενη Ενωτική Παράταξη και ήταν από αυτούς που κατηγορούσαν τον Μακάριο ως ανθενωτικό για τη ζυριχική πολιτική του. Να υπενθυμίσω εδώ, ότι ακόμη και το 1967, η Κυπριακή Βουλή, ομόφωνα ενέκρινε ψήφισμα υπέρ της Ένωσης, του ΑΚΕΛ συμμετέχοντος, αν όχι και πρωτοστατούντος. Να υπενθυμίσω ακόμη ότι για τα γεγονότα του ’63-’64, όλοι, συμπεριλαμβανομένου του ΑΚΕΛ, μιλούσαν για τουρκανταρσία και αναλύονταν σε διθυράμβους γι’αυτούς που σήμερα κατηγορούν ως άτακτους που σκότωναν, λένε σήμερα, Τουρκοκύπριους χωρίς κανένα λόγο! Scripta manent!
Είναι πολλά πράγματα που μπορούν ακόμη να λεχθούν για την περίοδο αυτή και που είναι αδύνατο όμως να συμπεριληφθούν σε ένα σύντομο άρθρο, στο οποίο ήδη έχω μακρηγορήσει. Ασφαλώς και μπορούν να αποδοθούν κάθε είδους ευθύνες σε πολλούς για την περίοδο αυτή, του Μακαρίου συμπεριλαμβανομένου –και ο γράφων δεν παρέλειψε να το κάνει κατ’ επανάληψη– αλλά ο ιστορικός οφείλει τουλάχιστον να σέβεται τα γεγονότα και στην ερμηνεία τους να λαμβάνει υπόψη τη χρονικότητα κατά την οποία διαδραματίστηκαν. Ούτε και είναι δυνατόν η ερμηνεία των γεγονότων της εποχής εκείνης να μπαίνει σήμερα στο κρεβάτι του Προκρούστη για την εξυπηρέτηση κάθε είδους πολιτικών σκοπιμοτήτων παραγράφοντας τα δεδομένα μιας άλλης εποχής, το ρόλο της Άγκυρας και αυτό του ΝΑΤΟ και των Αγγλοαμερικανών.
Διότι αυτό που κάνουν κάποιοι είναι να τοποθετούν ως αφετηρία της ιστορίας τον ιδεολογικό τους αχταρμά, παραγνωρίζοντας ή παραμορφώνοντας τα πραγματολογικά στοιχεία.
* Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου