Το κερασάκι της οικονομικής κρίσης στη Κύπρο
Παρακολουθούμε αποχαυνωμένοι να εξελίσσεται το δεύτερο σκέλος της οικονομικής κρίσης μετά τα γεγονότα του Μαρτίου του 2013, όχι ανήμποροι να αντιδράσουμε αλλά αδαείς του τι πραγματικά πρόκειται να έρθει με την πακετοποίηση και πώληση των ενυπόθηκων δανείων.
Ένα νομοσχέδιο, προαπαιτούμενο της επόμενης αξιολόγησης του Κυπριακού δανειακού προγράμματος, που αρχικά δεν υπήρχε και που προστέθηκε αργότερα στην μνημονιακή σύμβαση, ως προϋπόθεση της εισροής κεφαλαίων για την ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου τον Ιούλιο του 2014.
Και ενώ η Επιτροπή Οικονομικών επέμενε να έρθει στο τραπέζι ένα ενοποιημένο νομοσχέδιο, η Κεντρική Τράπεζα ζητά επίμονα δύο ξεχωριστά νομοσχέδια, με μία νέα προσθήκη- κερασάκι στην τούρτα, που αφορά την παροχή δικαιώματος στους μελλοντικούς αγοραστές ενυπόθηκων δανείων να ομολογοποιούν τις υποθήκες.
Αυτή, η νέα προσθήκη, πρέπει να θέσει σε εγρήγορση όσους ασχολούνται με τις χρηματοοικονομικές αγορές και τα φαινόμενα των τοξικών επενδυτικών προϊόντων για σκοπούς και μόνο κερδοσκοπίας στις παγκόσμιες χρηματαγορές.
Ο μελλοντικός αγοραστής -είτε είναι ένας είτε είναι επενδυτικό ταμείο- πέρα από τις ελκυστικές προσφορές και εκπτώσεις στα ενυπόθηκα δάνεια, θα έχει την ευκαιρία να δημιουργεί «χαρτάκια», ασφαλισμένα από τις υποθήκες που θα διακινούνται ανά το παγκόσμιο μέσω των αγορών, και να κερδίζει εις βάρος των Κύπριων οφειλετών...
Δεν είναι καινούργια όλα αυτά που προσπαθούν να πετύχουν και υπενθυμίζω την κρίση του 2008 στις Η.Π.Α.
Οι τράπεζες, από την πλευρά τους, βλέπουν μια ευκαιρία εισροής «φρέσκου χρήματος» όπως το χαρακτηρίζουν, που θα διοχετευθεί στην κυπριακή αγορά και θα τις βοηθήσει να ανταπεξέλθουν των κεφαλαιουχικών τους αναγκών και της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το τί δεν γνωρίζουν όμως οι αρμόδιοι είναι, το πώς θα διαχειρίζονται οι αγορές αυτά τα ομόλογα και τα παράγωγα τους, πότε θα λήγουν αυτά τα επενδυτικά προϊόντα και πόσων γενεών παράγωγα θα δημιουργούνται πάνω σε υφιστάμενες υποθήκες.
Πέραν όμως αυτών των κινδύνων, η έκπτωση στο πακέτο των δάνειων θα προκαλέσει νέα ανάγκη κεφαλαιοποίησης της τράπεζας και θα κληθεί το κράτος και κατ’ επέκταση ο φορολογούμενος πολίτης, να αναλάβει την νέα ανακεφαλαιοποίηση. Σταδιακά, η τακτική της πώλησης των ενυπόθηκων δανείων, που αποτελούν πάγια στοιχεία του ενεργητικού της τράπεζας, θα συντελέσει στην μείωση του μεγέθους της.
Σε αντίκρουση των τοποθετήσεων των τραπεζών στο συγκεκριμένο θέμα, το φρέσκο χρήμα δεν θα διοχετευθεί στην αγορά, διότι ο Κύπριος φορολογούμενος είναι σε τέτοιο βαθμό υπερχρεωμένος που δεν μπορεί να ζητήσει νέο δανεισμό. Οι τράπεζες δεν μπορούν να στηρίζονται μόνο στα νέα στεγαστικά δάνεια ώστε να διοχετεύσουν «φρεσκάδα», εφόσον ο ιδιωτικός τομέας είναι στον αναπνευστήρα και χαροπαλεύει από έλλειψη ρευστότητας, που δεν θα του διοχετευθεί λόγω αυστηρών πλέον κριτηρίων για χρηματοδοτήσεις.
Για του λόγου το αληθές, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με βάση στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας από την Κεντρική Τράπεζα, παρά τις αναδιαρθρώσεις των 13.9δις, το 74.6% αυτών είναι και πάλι μη εξυπηρετούμενα, διότι δεν γίνεται σωστά η διαδικασία της αναδιάρθρωσης και παίρνει 12 μήνες η έξοδος των δανείων από αυτή την κατηγορία.
Γι’ αυτό τον λόγο θα έπρεπε πρώτα να δοθεί στον ενυπόθηκο δανειολήπτη η προνομιούχα έκπτωση που θα απολαύσει ο μελλοντικός αγοραστής, μια έκπτωση που μπάζει νερά στο κατά πόσον η τράπεζα θα χάσει από το κεφάλαιο, διότι οι υπερχρεώσεις ξεπερνούν κατά μέσον όρο το 30-35% της αρχικής αξίας των δανείων και συνεπώς αυτού του είδους έκπτωση μπαίνει κάτω από την ομπρέλα της διαγραφής των παράνομων υπερχρεώσεων. Η τράπεζα δεν θα ζημιώσει από τα κέρδη της διότι πολύ απλά και τα κέρδη της δεν βασίστηκαν σε πραγματικά ποσά, ζήτημα για το οποίο έχουν σοβαρή ευθύνη τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών και οι επόπτες.
Πέραν όμως από την διαγραφή των παράνομων χρεώσεων, θα πρέπει να μειωθούν δραστικά και τα επιτόκια, σε βαθμό που να βοηθηθεί ο δανειολήπτης να αποπληρώσει το δάνειο. Σε αυτό δεν μπορούμε να προτείνουμε ένα συγκεκριμένο επιτόκιο, διότι καμιά απολύτως φόρμουλα δεν επικρατούσε όταν γίνονταν οι διαφόρου είδους χρηματοδοτήσεις, με αποτέλεσμα παραδείγματος χάριν στεγαστικά δάνεια να είχαν 7.5% επιτόκιο και καταναλωτικά δάνεια να είχαν 4%, ενώ έπρεπε να ήταν το αντίθετο.
Ευθύνες πρέπει να αποδοθούν, αλλά πρώτα οι τράπεζες οφείλουν βοηθήσουν να διορθωθεί η κατάσταση…
Αν δεν γίνουν ορθές αναδιαρθρώσεις, κανένας δανειολήπτης δεν θα είναι βιώσιμος, όσες φορές και αν του προτείνουν σχέδια αποπληρωμής, ιδιαίτερα, όταν του πωλήσουν το ενυπόθηκο δάνειο. Αν δεν αναγνωρίσουν οι τράπεζες το πόσο σημαντικό είναι να έχουν βιώσιμους πελάτες, δεν θα μπορούν να στηρίξουν οποιανδήποτε μελλοντική ανέλιξη των ιδρυμάτων τους. Έφτασε η ώρα «να αφήσουν τον σκύλο ημιχορτάτο, για να έχουν τουλάχιστον την πίττα σωστή για περισσότερα χρόνια…».
Άννα Θεολόγου
Οικονομολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου