Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

<<ΗΘΙΚΗ και ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ>>


Η μη θεσπισμένη ισχύς στην διεθνή πολιτική. Πολιτική θεολογία versus πολιτική θεωρία και η σημασία της αξιολογικά ελεύθερης περιγραφής και ερμηνείας των διεθνών φαινομένων
Αναρτημένο στην διεύθυνση http://wp.me/p3OqMa-13c

Παναγιώτης Ήφαιστος,
Καθηγητής διεθνών σχέσεων – στρατηγικών σπουδών, Τμήμα  ΔΕΣ Πανεπιστημίου Πειραιώς www.ifestos.edu.gr  www.ifestosedu.gr

Εισήγηση στο συνέδριο «ΗΘΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ» – Διεθνής Επιστημονική Εταιρία Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, 15.10.2015 Πειραιάς, Μέγαρο ΟΛΠ

Εξαρχής υπογραμμίζεται ότι αναλύοντας τις αφετηρίες και τις διαδρομές του πολιτικού πολιτισμού έχουμε πολιτική ηθική και όχι ηθική γενικώς και αορίστως.
Κύριο γνώρισμα του πολιτικού πολιτισμού είναι η συγκρότηση σε πολιτικές ομάδες, ο προσδιορισμός συλλογικών σκοπών υπέρτατος εκ των οποίων είναι η συλλογική επιβίωση, η θέσπιση των διανεμητικών λειτουργιών της ισχύος στο πλαίσιο της πολιτικής οργάνωσης και η πολιτειακή νομιμοποίηση της εξουσίας και των κοινωνικών ιεραρχιών με ηθικά κριτήρια κοινωνικοπολιτικά σμιλευμένα. Κάποιοι θα έλεγαν ότι η πολιτική νομιμοποίηση συναρτάται και με θεμελιώδεις κοσμοθεωρητικές παραδοχές οι οποίες προσφέρουν σε μια κοινωνία μονιμότερο πνευματικό και στρατηγικό προσανατολισμό.
Η πολιτική ηθική και η πολιτική νομιμοποίηση είναι οργανικά συνδεδεμένες έννοιες.  Στον πολιτικό στοχασμό, ως εκ τούτου, είναι ένα πράγμα η περιγραφή και ερμηνεία των πολιτικά οργανωμένων κοινωνικών οντοτήτων και των συλλογικών ηθικών προτύπων που νομιμοποιούν τις κανονιστικές δομές του συλλογικού πολιτικού βίου μιας εκάστης οντότητας και άλλο η εκλογίκευση της ατομικής ηθικής του αναλυτή ή κάποιας ιδεολογίας.
Με διαφορετικά λόγια, είναι ένα πράγμα η πολιτικά προσδιορισμένη πολιτική ηθική και άλλο η γνωσιολογικά-ιδεολογικά προσδιορισμένη «ηθική». Η πρώτη συναρτάται με τα κοινωνικοοντολογικά γεγονότα η δεύτερη είναι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, πολιτική θεολογία.
Ακόμη και η μεταφυσικά προσδιορισμένη ηθική των θρησκευτικών δογμάτων, επισημαίνεται, όταν εμπλακεί στο Πολιτικό γεγονός με τον ένα ή άλλο τρόπο και στην μια ή άλλη βαθμίδα ολοκληρώνεται μέσα στην πολιτική δίνη που διαμορφώνει την πολιτική ηθική.
[Παρενθετικό σχόλιο: Μια θεμελιώδης διαφορά η οποία ενέχει βαθύτατες πολιτικές προεκτάσεις –και όσον αφορά τον πολιτικό στοχασμό μεθοδολογικές και επιστημολογικές προεκτάσεις–, είναι μεταξύ ανθρωποκεντρικής μεταφυσικής πίστης, θεοκεντρικής πίστης και θεοκρατικών θέσεων.]

Όποτε και όταν η ισχύς δεν θεσπίζεται κοινωνικοπολιτικά επειδή δεν νομιμοποιείται από μια κοινωνικά προσδιορισμένη πολιτική ηθική και ένα συνδεδεμένο με αυτή «σύστημα» διανεμητικής δικαιοσύνης, είναι, κατά βάση, προ-πολιτικού χαρακτήρα. Αυτό γιατί όπως συγκροτείται και όπως αλλάζει στο εσωτερικό μιας πολιτικά κυρίαρχης πολιτείας, η πολιτική ηθική αποστολή έχει να ρυθμίζει τις διανεμητικές λειτουργίες της ισχύος, τις πολιτικοοικονομικές δραστηριότητες και τις κοινωνικοπολιτικές ιεραρχίες.
Όσο περισσότερο εδραία και πολιτειακά σμιλευμένο είναι το σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης μιας πολιτείας τόσο περισσότερο οι πολιτειακές δομές είναι στέρεες και κοινωνικοπολιτικά νομιμοποιημένες. Και το αντίστροφο.
Τουτέστιν, εξ αντικειμένου για να υπάρχει πολιτική ηθική απαιτείται να διαθέτει κοινωνική αναφορά και ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα εντός του οποίου διαρκώς ορίζονται οι συλλογικές ηθικές επιταγές με τρόπο που νομιμοποιούν ακατάπαυστα την πολιτειακή διανεμητική δικαιοσύνη και τις κανονιστικές δομές και ιεραρχίες του κοινού βίου. Σκοπός είναι η εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων επιβίωσης, ευημερίας, συλλογικής ελευθερίας / εθνικής ανεξαρτησίας και ασφάλειας.
Πάντοτε στην ιστορία μεταξύ εθνών υπήρχαν συναλλαγές, επηρεασμοί, αλληλο-εμπλουτισμοί των πολιτικών παραδόσεων ή το αντίστροφο, πλην αυτό δεν συνεπάγεται, κατ’ ανάγκη, αναίρεση της ετερότητας των κοινωνικών οντοτήτων. Ιστορικά καταμαρτυρείται πως τέτοιες αναιρέσεις και ανατροπές συντελούνται με γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις ή βίαιες ανθρωπολογικές εξομοιώσεις.

Λογικά και εξ αντικειμένου, λοιπόν, η πολιτική ηθική και τα συμπαρομαρτούντα θεσμικά ζητήματα ή άλλες πτυχές της πολιτικής ζωής ανάγονται σε κάποιο κοινωνικό ον. Πολιτική και ον είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος του πολιτικά πολιτισμένου βίου.
Η πολιτική θεωρία που παρατηρεί, περιγράφει και ερμηνεύει τα πολιτικά φαινόμενα στον τόπο και στον χρόνο απαιτείται να διαθέτει οντολογική αναφορά. 

[Παρενθετικό σχόλιο: Οι νομιμοποιητικές βαθμίδες των αποτελεσμάτων της σμίλευσης και ακατάπαυστης διαμόρφωσης των οικείων ηθικών κριτηρίων, του συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης και του τρόπου ζωής μιας πολιτικά κυρίαρχης οντότητας συναρτώνται με τις βαθμίδες δημοκρατικής κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης σύμφωνα με την ετερότητα και τις πολιτικές παραδόσεις κάθε κοινωνικής οντότητας. Η δημοκρατία εξ αντικειμένου δεν συναρτάται με ιδεολογικά κατασκευασμένα διοικητικά εποικοδομήματα και άλλους προκαθορισμούς που εκπορεύονται ιδεολογικά εκτός πολιτικής. Η δημοκρατία είναι ευθέως ανάλογη των βαθμίδων που οι πολίτες είναι εντολείς της ανακλητής εντολοδόχου εξουσίας, κάτοχοι του κράτους και αυτεξούσιοι διαμορφωτές του οικείου τρόπου ζωής.
Η δημοκρατία συνεπάγεται φορά κίνησης της κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης σταθερά προσανατολισμένη προς ολοένα μεγαλύτερη εκπλήρωση της ατομικής, κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας σύμφωνα με τις πολιτικοανθρωπολογικές προϋποθέσεις κάθε κοινωνικής οντότητας όπως διαρκώς αναπτύσσεται, εξελίσσεται, διαμορφώνεται και ανά-διαμορφώνεται. Η πολιτική συγκρότηση κάθε κοινωνικής οντότητας συναρτάται με αυτές τις προϋποθέσεις και όχι με κατασκευαστικούς δογματικούς ιδεολογικούς προκαθορισμούς. Οι τελευταίοι, όπως σαφέστατα καταμαρτυρούν απτά κοινωνικοοντολογικά γεγονότα της μεταπολεμικής περιόδου –και πρωτίστως της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της εξισωτικά και εξομοιωτικά νοούμενης Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης– όταν εισρέουν απλά διαταράσσουν και μερικώς αναστέλλουν το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι σύμφωνα με τις κοινωνικές προϋποθέσεις κάθε εθνοκράτους, στο πλαίσιο του οποίου παρατηρούμε ότι η διαρκής αναζήτηση της πολιτικής ηθικής, των συναρτημένων κανονιστικών δομών, του κοινού τρόπου ζωής και των τρόπων αλλαγής τους, συντελείται με σύμμειξη και μέθεξη των πνευματικών και αισθητών κριτηρίων και παραγόντων.
Η απόπειρα εκδίωξης του πνεύματος από την δημόσια σφαίρα και οι γραμμικές θεωρήσεις περί συγκρότησης μιας μονοσήμαντης ωφελιμιστικά κινούμενης πολιτικής ανθρωπολογίας ποτέ δεν επαληθεύτηκαν. Παρά τις ανατροπές και τις καταστροφές που προκαλούν, τα εκάστοτε ιδεολογικά επινοημένα και οντολογικά στερημένα διοικητικά εποικοδομήματα –εντός των οποίων επιδιώκεται να κατασκευαστεί μια πνευματικά στερημένη (δηλαδή ωφελιμιστική-υλιστική) πολιτική ανθρωπολογία βάση δόγματος και όχι με σύμμειξη και μέθεξη πνευματικών και αισθητών– αποδεικνύονται ξανά και ξανά ότι είναι, ιστορικά μιλώντας, εφήμερης σημασίας.]

Κάνουμε πλήρως σαφές και υπογραμμίζουμε ως αξονικής σημασίας παράγοντα το ιστορικά καταμαρτυρούμενο γεγονός ότι πάντοτε υπήρχαν πολλές κοινωνικές οντότητες. Αυτές οι πολλές κοινωνικές οντότητες ανάλογα με την διαδρομή τους και τις προϋποθέσεις τους όπως εκκίνησαν και όπως εξελίχθηκαν διαθέτουν πολιτικοανθρωπολογικές υποστάσεις ενσαρκωμένες στις πολιτικές και πολιτισμικές παραδόσεις τους.
            Ποτέ δεν υπήρξε μια ενιαία παγκόσμια κοινωνική οντότητα. Ούτε ασφαλώς και σήμερα υπάρχει, ενώ σίγουρα, παρά τις μεταφυσικές δογματικές θεωρήσεις των μοντερνιστικών ιδεολογιών, μια παγκόσμια κοινωνία δεν μπορεί να κατασκευαστεί με μαγικό τρόπο.
Η ύπαρξη μιας κοινωνικής οντότητας συνεπάγεται συλλογική ανθρωπολογική υπόσταση η οποία, εάν υφίσταται, εκδηλώνεται με αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας και πολιτικής αυτοδιάθεσης σύμφωνα με τον οικείο πολιτισμό και τις οικείες πολιτικές παραδόσεις.
Εάν και όταν μια κοινωνία καταστεί πολιτικά κυρίαρχη, οι βαθμίδες δημοκρατίας συναρτώνται με το είδος της σχέσης πολίτη και εξουσίας. Όσο περισσότερο ο πολίτης είναι εντολέας και κάτοχος του κράτους και μιας ανακλητής εντολοδόχου εξουσίας τόσο περισσότερη δημοκρατία έχουμε, και το αντίστροφο.
Συνάγεται ότι εάν είναι αληθές ότι απουσιάζει μια παγκόσμια κοινωνία, τότε ένα παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, μια παγκόσμια πολιτική ηθική και μια παγκόσμια κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένη διανεμητική δικαιοσύνη, είναι ανέφικτο να υπάρξουν. Ως εκ τούτου, οι διανεμητικές λειτουργίες της ισχύος σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αθέσπιστες (για τις ειδοποιούς διαφορές σε αναφορά με τη διεθνή τάξη μεταξύ ηθικά και πολιτικά αυτεξούσιων κρατών γίνεται μνεία σε άλλα σημεία και εντός παρενθετικών σχολίου αμέσως μετά).

[Παρενθετικό σχόλιο για την διεθνή τάξη και τις συμφωνίες μεταξύ των πολιτικά κυρίαρχων πολιτειών της «διεθνούς κοινωνίας κρατών»: Εάν από κοινού τα κράτη (η «διεθνής κοινωνία» των πολιτικά κυρίαρχων κρατών) ορίσουν κατιτί ως κοινό διακρατικό ηθικό ή κοσμοθεωρητικό θέσφατο –για παράδειγμα την Εθνική Ανεξαρτησία ως κοινή κοσμοθεωρητική παραδοχή– παραμένει γεγονός ότι απουσιάζει μια νομιμοποιημένη παγκόσμια εξουσία ή κυβέρνηση των κυβερνήσεων για να την εκπληρώνει παντού και πάντοτε.
Τουτέστιν, απουσιάζει μια πολιτικά οργανωμένη παγκόσμια κοινωνία για να αλλάζει τις συμφωνίες, τις Συνθήκες και τις Συμβάσεις όταν αλλάζουν οι σχέσεις ισχύος εντός του ηθικά διαφοροποιημένου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος το οποίο αποτελείται από κράτη άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος, άνισης κατοχής πλούτου και άνισης ανάπτυξης. Απουσιάζει ως εκ τούτου μια νομιμοποιημένη παγκόσμια εξουσία ή μια κυβέρνηση των κυβερνήσεων προικισμένη με αρμοδιότητες ενός παγκόσμιου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης που να προσδιορίζει «τι είναι δικαιοσύνη» στις σχέσεις των κυρίαρχων εθνοκρατών.
Ο ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο, οι Συμβάσεις και οι συμφωνίες αφορούν την διεθνή τάξη και όχι κάποιο κριτήριο δικαιοσύνης για τα σύνορα, την πολιτική κυριαρχία των κρατών και την εσωτερική τους πολιτική συγκρότηση.  Εξ ου και σοφά, ορθά, λογικά και ορθολογιστικά στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ τα κράτη όρισαν ως υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου την μη επέμβαση, την διακρατική ισοτιμία και την εσωτερική αυτοδιάθεση, ούτως ώστε να καθίσταται εφικτή, εάν ασκείται απρόσκοπτα και χωρίς έξωθεν επεμβάσεις, η εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία.
Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στην διεθνή τάξη που ορίζεται από τις Συνθήκες, τις Συμβάσεις και άλλες συμφωνίες, απαιτείται να είναι κατανοητό ότι δεν σχετίζεται με κάποιο ανύπαρκτο κανόνα δικαιακά θεμελιωμένο που θα μπορούσε να ορίζει τα σύνορα και την κυριαρχία ή πότε «κινδυνεύει η διεθνής τάξη» από εξελίξεις στο εσωτερικό των κυρίαρχων κρατών. Το πότε «κινδυνεύει η διεθνής τάξη», όπως γνωρίζουμε, βρίσκεται υπό την αίρεση διαφωνίας ή συμφωνίας των Μεγάλων Δυνάμεων του Συμβουλίου Ασφαλείας που διαθέτουν δικαίωμα αρνησικυρίας και δεν σχετίζεται με κάποιο κριτήριο «δικαιοσύνης» αλλά με τα πλανητικά τους συμφέροντα και τους ανελέητους μεταξύ τους ανταγωνισμούς και διενέξεις, κυρίως στις περιφέρειες. Βρίσκεται υπό την αίρεση, επίσης, διαφορετικών πολιτικών (καθώς επίσης ηθικών και κοσμοθεωρητικών) λογικών και δικαιολογήσεων, όπως κανείς κάλλιστα να διαπιστώσει τα αξιώματα του Θουκυδίδη στον σημαίνοντα διάλογο Αθηναίων-Μηλίων πρέσβεων, όπου περιγράφεται και ερμηνεύεται πλήρως η θέση του «δικαίου» στις διακρατικές σχέσεις όπου υπάρχουν κράτη διαφορετικού μεγέθους, ισχύος και ανάπτυξης. Τα πορίσματα θα είναι ακριβώς τα ίδια εάν κανείς σ’ οποιαδήποτε στιγμή και σ’ οποιαδήποτε περίπτωση –συμπεριλαμβανομένης της συγκαιρινής εθνοκρατοκεντρικά συγκροτημένης διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης– παρατηρήσει τις αιτιολογήσεις μεταξύ των συγχρόνων κρατών όταν διαπραγματεύονται ή όταν συγκρούονται σε αναφορά με την διεθνή τάξη, τα οικονομικά ζητήματα, τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, τα γεωπολιτικά ζητήματα και τις θέσεις τους για ζητήματα εθνικής ασφάλειας. 
Ως εκ τούτου δεν αλλάζει κατιτί όταν μερικοί –κυρίως στον ακαδημαϊκό χώρο και στο πολιτικό πεδίο θνησιγενών κρατών– συγχέουν τον ρόλο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την τήρηση της διεθνούς τάξης (εάν και όταν συμφωνούν τα ηγεμονικά κράτη) με τον ρόλο του διεθνούς δικαίου του κρατοκεντρικού συστήματος ως κάποιου μέσου, δήθεν, για την δημιουργία, δήθεν, μιας νομοπαραγωγικής παγκόσμιας εξουσίας η οποία εμφιλοχωρεί μόνο στην φαντασία ή πάνω στο υψηλό βουνό των ψευδαισθήσεων απελπισμένων ανθρώπων ή ευφάνταστων ανθρώπων ή κάποιων οι οποίοι συνειδητά ή ανεπίγνωστα συνηγορούν με οικουμενικίστικα μεταμφιεσμένες ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος (οι «επεμβάσεις» της απροσδιόριστης «διεθνούς κοινότητας» οδήγησαν στις μεγάλες μεταψυχροπολεμικές κακουχίες και ανθρωπολογικές καταστροφές των οποίων είμαστε ακόμη στην αφετηρία). Προστίθεται ότι ένας ακόμη λόγος στον οποίο οφείλονται τέτοιες απόλυτα λανθασμένες απόψεις είναι η άγνοια των εγγενών αιτιών πολέμου του εθνοκρατοκεντρικά διαφοροποιημένου πλανήτη. Επίσης όταν κυριαρχεί ο ουτοπισμός και ο λεγόμενος πολιτικός ιδεαλισμός (βλ. το εμβληματικό έργο του Edward H. Carr, Η εικοσαετής κρίση το οποίο έχει σχεδόν εξαντλήσει και θεμελιώσει αυτή την θέση).
Τα αίτια πολέμου ενός διεθνούς συστήματος πολιτικά κυρίαρχων κρατών προσδιορίζονται πλήρως από τα αξιώματα του Θούκυδίδειου Παραδείγματος στο Υποδειγματικό έργο του Θουκυδίδη «Πελοποννησιακός Πόλεμος». [βλ. «Το Θουκυδίδειο Παράδειγμα της επιστημονικής μελέτης της διεθνούς πολιτικής και οι «επιστημονικές επαναστάσεις» wp.me/p3OlPy-Lb]

«Ελευθερία» ορίζεται ως η απόλαυση της ετερότητας μιας ατομικής ή συλλογικής ανθρώπινης υπάρξεως σύμφωνα με τις οντολογικές της προϋποθέσεις. Η εθνική ανεξαρτησία στην κρατοκεντρική διεθνή πολιτική ορίζεται ως η συλλογική ελευθερία κάθε πολιτικά κυρίαρχης κοινωνικής οντότητας.
Αυτό είναι αληθές γιατί η εθνική ανεξαρτησία προσφέρει σε όσες κοινωνικές οντότητες είναι πολιτικά κυρίαρχες –και εφόσον βέβαια το κράτος και η κοινωνία του μεριμνούν να θεμελιώνουν μια κρατική θεωρία και μια στρατηγική που διασφαλίζει την εθνική ανεξαρτησία– την δυνατότητα εσωτερικής αυτοδιάθεσης σύμφωνα με την πολιτικοανθρωπολογική ετερότητα κάθε κοινωνικής οντότητας. Δηλαδή, να δύναται να προσδιορίζει ελεύθερα και χωρίς έξωθεν καταναγκασμούς τις οικείες συλλογικές ηθικές επιταγές και το οικείο πολιτειακό τρόπο ζωής. Να κινείται έτσι όσο το δυνατό απερίσπαστη με φορά κίνησης που εκπληρώνει την ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία.
Αυτά μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται, είναι ειδοποιοί διαφορές τις οποίες εάν μια θεώρηση της διεθνούς πολιτικής συνειδητά ή ανεπίγνωστα παρακάμπτει ή παραβλέπει είναι είτε ελλειμματική είτε συνειδητά ή ανεπίγνωστα προπαγανδιστικά προσανατολισμένη.

[Παρενθετικό σχόλιο: Το γεγονός ότι η ανθρωπολογικά εξομοιωτική και πολιτικά εξισωτική ιδεολογική σκέψη της ύστερης εποχής των Νέων Χρόνων όπως εξελίχθηκε τυγχάνει να κυριάρχησε στο πλαίσιο της διαμάχης των δύο υπερδυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου είναι επιστημονικά αδιάφορο. Τα ιδεολογικά δόγματα στερούνται οντολογικής αναφοράς και γι’ αυτό επιστημονικής υπόστασης. Οι αριθμητικοί δείχτες μεταξύ των αναλυτών στα πεδία του πολιτικού στοχασμού των οποίων οι θεωρήσεις διαθέτουν οντολογική αναφορά και των φορέων τίτλων στα πεδία της ιδεολογίας-πολιτικής θεολογίας οι αναλύσεις των οποίων στερούνται οντολογικής αναφοράς είναι εξ αντικειμένου επιστημονικά αδιάφορη. Σημασία έχει τι συνιστά επιστήμη και τι πολιτική θεολογία.
Στο εσωτερικό ενός κράτους η εκλογίκευση ηθικών επιταγών του ενός ή άλλου είδους είναι στρατευμένη ανάλυση ενταγμένη στην ενδοκρατική διαπάλη. Αναμενόμενα ίσως και αναπόφευκτα αλλά καλά κάνουμε, ακόμη και στο ενδοκρατικό επίπεδο, να διακρίνουμε την προσπάθεια αξιολογικά ουδέτερης περιγραφής και ερμηνείας από τις επιστημονικά μεταμφιεσμένες στρατευμένες εκλογικεύσεις οι οποίες συχνά είναι ιδεολογικά επηρεασμένες και πολιτικά ανορθολογικές.
Μεταξύ των κρατών, τώρα, το πιο σύνηθες φαινόμενο είναι, σύμφωνα και με τις μοναδικές θεμελιώσεις του Edward H. Carr αλλά και του Martin Wight, η μεταμφίεση των εκάστοτε ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος με οικουμενικά πολιτικά δόγματα ανθρωπολογικής εξομοίωσης και πολιτικής εξίσωσης του πλανήτη.
Ιστορικά καταμαρτυρείται ότι πάντα ο σκοπός των εκάστοτε ηγεμονικών δυνάμεων με το να κηρύττουν οικουμενικίστικα δόγματα ήταν και συνεχίζει να είναι να αποδυναμωθεί η πίστη και η νομιμοφροσύνη των πολιτών των λιγότερο ισχυρών κρατών στην εθνική τους ανεξαρτησία, δηλαδή, στην συλλογική τους ελευθερία. Το ηγεμονικό κράτος που θέλει να κυριαρχήσει επί άλλων εθνών το συμφέρει τα μέλη των λιγότερο ισχυρών κρατών να έχουν μειωμένη ευαισθησία όσον αφορά την πολιτική τους κυριαρχία / εθνική τους ανεξαρτησία για να καθίστανται έτσι πιο τρωτά στις ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος. Η συλλογική ελευθερία / εθνική ανεξαρτησία των λιγότερο ισχυρών κρατών σχετικοποιείται στο όνομα προσδοκιών μελλοντικών σκοπών εσχατολογικού χαρακτήρα που αποτελούν το κύριο γνώρισμα όλου του ποικιλόχρωμου φάσματος των σύγχρονων ιδεολογικών δογμάτων.
Το αντίστοιχο της εθνικής ανεξαρτησίας στην κλασική εποχή, σημειώνεται, αναφερόταν ως το «ιδεώδες της ανεξαρτησίας» και η ανεξαρτησία εθεωρείτο αναγκαία προϋπόθεση ενδοπολιτειακής πολιτικής συγκρότησης.]

Πάγιοι κώδικες επιστημονικής αντικειμενικότητας επιτάσσουν όπως η πολιτική ηθική των κοινωνικών οντοτήτων του κοινωνικοπολιτικά διαφοροποιημένου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος προσεγγίζεται περιγραφικά και αξιολογικά ελεύθερα και όχι κανονιστικά.
Αναλύοντας τα Πολιτικά γεγονότα των ανθρωπολογικά ετερογενών και ανομοιογενών κοινωνικών οντοτήτων του σύγχρονου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος η ηθική αποστασιοποίηση του πολιτικού στοχαστή, η προσκόλληση στην αυστηρή περιγραφή και ερμηνεία των εκατέρωθεν τυπικών συλλογικών λογικών κάθε οντότητας και η αποστασιοποιημένη από αξιώσεις ισχύος ερμηνεία των διεθνών φαινομένων, είναι αναγκαίες και μη εξαιρετέες προϋποθέσεις στοιχειώδους αντικειμενικότητας μιας επιστημονικής ανάλυσης.
Υπό αυτό το πρίσμα προηγείται η αξιολογικά ελεύθερη και όσο το δυνατό πιο αντικειμενική περιγραφή και ερμηνεία των προσανατολισμών των κοινωνικών οντοτήτων (και των προϋποθέσεων εντός αυτών των προσανατολισμών). Αυτό δεν συνεπάγεται, κατ’ ανάγκη, επαγγελματίες του πολιτικού στοχασμού καθότι το «ορθώς διανοείσθαι» των μελών μιας κοινωνίας είναι ο κυριότερος παράγοντας του κατ’ αλήθειαν συλλογικού βίου.
Σωστά νοούμενη η πολιτική παιδεία καλλιεργείται και αναπτύσσεται όχι με πρόταξη ιδεολογικών προτύπων αλλά μέσα στον Δημοκρατικό Δήμο σύμφωνα με τις προϋποθέσεις κάθε κοινωνικής οντότητας. Ο «Δημοκρατικός Δήμος» ως όρος και στην πράξη, βέβαια, δεν είναι μονοσήμαντη έννοια. Προϋποθέτει αυτεξούσια άτομα και επίγνωση των ιεραρχιών κάθε πολιτικής ομάδας. Υπάρχουν αλληλένδετοι Δήμοι σε κάθε ομαδοποίηση ανθρώπων –ως οικογένεια, ως τοπική κοινωνία, ως πνευματικός κόσμος και κάθε άλλη ομάδα με δεσμούς η οποία επιδίδεται στην σύμμειξη και μέθεξη πνευματικών και αισθητών για να προσδιοριστεί η κοινή ηθική και η κοινή αλήθεια κάθε περίστασης της συλλογικής ζωής– οι οποίοι εάν ένα κράτος κινείται με φορά δημοκρατική αποκορυφώνονται στον Πολιτειακό Δήμο.
Ο πολιτικός ορθολογισμός απορρέει από την γνώση και την ορθή κρίση. Η ενδοκρατική και διακρατική πολιτική επηρεάζονται ανάλογα και αντίστοιχα από αυτή την γνώση και ορθή κρίση οι οποίες συναρτώνται με την πολιτειακή παιδεία και οι οποίες είναι ανάλογες και αντίστοιχες των βαθμίδων δημοκρατικής πολιτικής συγκρότησης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις κάθε κοινωνίας και όχι σύμφωνα με κάποια παγκόσμια ηθική ή πολιτική τυπολογία. Στην πράξη βέβαια, τυγχάνει κανένα εθνοκράτος να μην έχει εσωτερική ηθική και κανονιστική τάξη πραγμάτων ίδια με κάποιο άλλο, και αυτό είναι μια πολύ μεγάλη μαρτυρία που υποδηλώνει την πολιτικοανθρωπολογική-οντολογική διαφοροποίηση του διεθνούς συστήματος και την οποία καμιά βάσιμη πολιτική θεωρία δεν μπορεί να παραβλέψει ή παρακάμψει.

Τα πορίσματα μιας αξιολογικά ελεύθερης περιγραφής και ερμηνείας είναι χρήσιμα σε όλους. Διαβάζουμε στον Παραδειγματικό Θουκυδίδη: Σε ένα κόσμο άνισων κρατών που αναπτύσσονται άνισα «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη (δηλαδή, ισορροπία ισχύος) και όταν αυτό δεν συμβαίνει ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται» ή και εξαφανίζεται.
Και συνεχίζει ο Θουκυδίδης. «Όσοι είναι ελεύθεροι το χρωστούν στην δύναμή τους» και όποιοι τρέφουν φλούδες ελπίδες πρέπει να γνωρίζουν ότι «η ελπίδα είναι σπάταλη». Ούτε «πρέπει» ούτε «δεν πρέπει». Ο περιγραφικός και αξιολογικά ουδέτερος Θουκυδίδης διατυπώνει μια αυστηρή περιγραφή και ερμηνεία αξιωματικών προδιαγραφών και κάθε κοινωνία «κάνει ότι θέλει» συμβατά με τις προϋποθέσεις της, τις συγκυρίες και κυρίως ανάλογα με το κατά πόσο διαθέτει ή δεν διαθέτει πολιτικό ορθολογισμό και συλλογικά ένστικτα αυτοσυντήρησης και επιβίωσης.
Εάν τα μέλη μιας κοινωνίας γνωρίζουν τι ακριβώς ισχύει μπορούν να λειτουργήσουν πολιτικά ορθολογιστικά και σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Πάνω στην πλάστιγγα με τους δύο δίσκους του κόστους και του οφέλους εναλλακτικών επιλογών στην διεθνή πολιτική τα πορίσματα μιας καλής περιγραφής και ερμηνείας είναι προϋπόθεση ορθολογιστικών αποφάσεων, ισορροπίας μεταξύ κρατών και σταθερότητας. Και το αντίστροφο.

[Παρενθετικό σχόλιο: θεωρήσεις και αξιώματα όπως του Θουκυδίδη τα οποία παραθέσαμε μόλις και άλλα που ακολουθούν δεν παραπέμπουν στην υιοθέτηση κάποιας Δαρβινιστικής αντίληψης των ατομικών και συλλογικών σχέσεων. Το ακριβώς αντίθετο.
Παρά το γεγονός ότι τέτοιες περιγραφικές και αξιολογικές επισημάνσεις αναπόφευκτα περιπλέκονται μέσα στην χαώδη δίνη της συγκαιρινής ιδεολογικής διαπάλης και της επιστημονικά μεταμφιεσμένης προπαγάνδας –ή απλά γίνονται αντικείμενο παρανόησης – καλό είναι να δίνεται προσοχή στις ουσιώδεις ειδοποιούς διαφορές που επισημαίνονται. Εδώ, κυρίως, μεταξύ ενδοκρατικής και διακρατικής τάξης.
Πιο συγκεκριμένα, αυτό παραπέμπει στις επισημάνσεις για την πολιτική συγκρότηση σύμφωνα με εγγενή και δομικά χαρακτηριστικά του ιστορικού γίγνεσθαι ενός κόσμο διακριτών κοινωνιών διαφορετικού μεγέθους, ισχύος, πλουτοπαραγωγικών πόρων και άνισης ανάπτυξης.
Πιο ειδικά αλλά και γενικότερα, όπου και όποτε απουσιάζει πολιτική συγκρότηση οι σχέσεις είναι αθέσπιστες και εν δυνάμει κυριαρχούν κριτήρια ωμής ισχύος και κυριαρχίας του ισχυρότερου. Ισχύουν βασικά οι νόμοι της ζούγκλας και ο καθείς απαιτείται να έχει επίγνωση, ιδιαίτερα ο λιγότερο ισχυρός ο οποίος είναι και ο συνήθης στόχος αναθεωρητικών αξιώσεων και ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος. Αναπόδραστα, αυτό ισχύει στην διεθνή πολιτική για εγγενείς λόγους με εξαίρεση τις περιπτώσεις που οι συμφωνίες και οι συμβάσεις τηρούνται. Το ίδιο ισχύει όταν γίνονται σεβαστές και τηρούνται οι υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου για μη επέμβαση στα εσωτερικά των κρατών. Δηλαδή, όπως καθημερινά καταμαρτυρείται, σπανίως.
Τώρα, το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί ή ενίοτε συμβαίνει στην ενδοκρατική πολιτική εάν και όποτε η πολιτική ακυρωθεί από δεσποτικές εξουσίες, εάν και όποτε το κράτος καταληφθεί από κάποιο ξένο κατακτητή ή απλά εάν και όποτε και σε ποικίλες βαθμίδες η πολιτική ακυρωθεί ευθέως ή άνομα και μυστικά ή συνωμοτικά και υπογείως από εγχώριες δυνάμεις, από εξωγενείς δυνάμεις ή άνομα συνεργαζόμενες εφιαλτικές εγχώριες και ξένες δυνάμεις.
Προεκτείνοντας αυτούς τους συλλογισμούς στο επίπεδο της πολιτικοοικονομικής οργάνωσης ενδοκρατικά και διακρατικά, ο Δαρβινισμός ως προσέγγιση των σχέσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων κυριαρχεί εάν και όποτε η δημοκρατική σμίλευση των εθνοκρατικών συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης ροκανιστεί ή υπονομευθεί από ποικίλα δόγματα περί «αποτελεσματικότητας» και «απόδοσης» στα πεδία της παραγωγής και της εργασίας. Ο Δαρβινισμός σε όλες τις εκδοχές του συνιστά επιστροφή στην προ-πολιτική βαρβαρότητα και στους νόμους της ζούγκλας (αναφέρομαι στην ενδοκρατική τάξη).
Η οικονομική θεωρία και ιδιαίτερα όταν ρέπει προς οικονομικισμό είναι συχνά γεμάτη με Δαρβινιστικά θεωρήματα και ιδεολογήματα τα οποία αδυνατούν να δουν ή παρακάμπτουν το γεγονός ότι η ανθρωποκεντρικά συγκροτημένη πολιτικοοικονομική δραστηριότητα είναι ο πυρήνας του πολιτικού πολιτισμού και σίγουρα προϋπόθεση βιώσιμης κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης και σταθερότητας. Είναι επίσης προϋπόθεση της αναγκαίας και μη εξαιρετέας νομιμοποίησης των κοινωνικοπολιτικών ιεραρχιών και καλλιέργειας πίστης και νομιμοφροσύνης των πολιτών στην οικεία πολιτεία. Η «αποτελεσματικότητα» είναι αναμφίβολα κριτήριο πολιτικοοικονομικής οργάνωσης που συνδέεται με την κρατική ισχύ, την ανταγωνιστικότητα και την ευημερία μιας κοινωνίας. Υπάρχει εν τούτοις το λεπτό πλην ουσιώδες σύνορο μεταξύ αποτελεσματικότητας που καταρρακώνει την κοινωνική δικαιοσύνη δημιουργώντας χαώδεις ενδοκρατικές διαιρέσεις και Δαρβινιστικά ιεραρχημένες δομές οι οποίες αναιρούν κεντρικούς σκοπούς κάθε πολιτικά πολιτισμένης κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης.
Τα ζητήματα αυτά, βέβαια, περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν τα κράτη και οι κοινωνίες τους εμπλέκονται ανεξέλεγκτα στον ανελέητο διεθνή ανταγωνισμό όπου όπως ισχυριζόμαστε εδώ η ισχύς είναι εξ αντικειμένου αθέσπιστη. Ένα κράτος, έτσι, διαρκώς παλεύει για να είναι αποτελεσματικό / ανταγωνιστικό στο διεθνές πεδίο και ταυτόχρονα ενδοκρατικά πολιτικά πολιτισμένο με τρόπο που διασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή. Η πολιτική ηθική και η διανεμητική δικαιοσύνη, όπως είπαμε, συνδέονται με την βιωσιμότητα, σταθερότητα, πίστη κα νομιμοφροσύνη των πολιτών, την ευνομία, την ευταξία. Για να το πούμε διαφορετικά, το τι συγκροτεί και συγκρατεί ένα εθνοκράτος είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και κριτηρίων που αφορούν όχι μόνο την ενδοκρατική τάξη-δικαιοσύνη αλλά και την ανταγωνιστικότητα και ασφάλεια του κράτους στον ανελέητο και κατά βάση αθέσπιστο διεθνή ανταγωνισμό.
Ο Δαρβινισμός ως ωμή και αθέσπιστη ισχύς σχετίζεται, τέλος, με την «διεθνική ιδιωτεία» εάν και όποτε διεθνικοί δρώντες δεν υπόκεινται σε ενδοκρατικούς κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους των δραστηριοτήτων τους ή εάν λόγω ελλειμμάτων της διεθνούς διακυβέρνησης κατορθώνουν να διαφεύγουν τυχόν διακρατικούς ελέγχους μέσω θεσμών που ορίζουν τα κράτη. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι διεθνικές κερδοσκοπικές και τοκογλυφικές δραστηριότητες, πεδίο όπου η διεθνής διακυβέρνηση είναι καταμαρτυρούμενα ελλειμματική. Το δε λιγότερο ισχυρό κράτος απαιτείται να έχει επίγνωση ότι όπως πάντοτε συνέβαινε σε όλες τις εποχές και σε όλες τις μορφές διακρατικής οργάνωσης και ανεξάρτητα των Καταστατικών Χαρτών των διεθνών θεσμών, οι διεθνείς θεσμοί εξ αντικειμένου είναι συχνά εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος. Μολαταύτα, επιτάσσεται να τονιστεί εμφατικά ότι οι διεθνείς θεσμοί όπως οι Αμφικτιονίες στην Κλασική εποχή ή ο ΟΗΕ στις μέρες μας δεν είναι άνευ σημασίας. Η πολιτική ηγεσία και οι πολίτες ενός κράτους απαιτείται να έχουν επίγνωση των ειδοποιών διαφορών που αφορούν τον καθιέρωση Υψηλών Αρχών του πολιτικού πολιτισμού στο διεθνές σύστημα και των καθημερινών σχέσεων (αθέσπιστης ισχύος) μεταξύ των κρατών. Σύγχρονοι διεθνείς «θεσμοί», Διασκέψεις, Συνθήκες, πολυμερείς συμφωνίες, Συμβάσεις όπως η Βεστφαλία, το Κογκρέσο της Βιέννης, η Κοινωνία των Εθνών και ο ΟΗΕ, είναι εξ ορισμού –λόγω των εγγενών και δομικών χαρακτηριστικών κάθε διεθνούς συστήματος– εξαρτημένες μεταβλητές, αλλά είναι ταυτόχρονα και Καταστατικής σημασίας για την ιστορική επικύρωση του ιστορικού γίγνεσθαι και των κοινωνικοοντολογικών γεγονότων που αφορούν όλες τις κοινωνίες, ιδιαίτερα τις λιγότερο ισχυρές.
Ενώ για παράδειγμα οι υψηλές αρχές της Βεστφαλίας οδήγησαν στην εμπέδωση της πολιτικής κυριαρχίας ως «καθεστώτος» του διακρατικού συστήματος των Μεγάλων Δυνάμεων που εμπλέκονταν στο σύστημα ισορροπίας δυνάμεων της Ευρώπης, όπως εξελισσόταν ο κόσμος ευνόησε τα λιγότερο ισχυρά κράτη. Συγκεκριμένα οι αντί-αποικιακοί εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες κατέστησαν το δόγμα της πολιτικής κυριαρχίας κοσμοθεωρητική παραδοχή όλων των κρατών που επικυρώθηκε στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ ως εθνική ανεξαρτησία (μη επέμβαση, διακρατική ισοτιμία κτλ). Αυτό ουδόλως σημαίνει ότι θεσπίζεται η διακρατική ισχύς ή ότι η εθνική ανεξαρτησία είναι απαράβατα διασφαλισμένη.
Σημαίνει ότι τα λιγότερο ισχυρά κράτη είναι πλέον πολιτικά κυρίαρχα και εξαρτάται από αυτά να κατοχυρώνουν την εθνική της ανεξαρτησία με σωστές στρατηγικές συμβατές με τις κρατοκεντρικές λογικές και τον προγραμματικά αθέσπιστο χαρακτήρα της ισχύος. Για παράδειγμα ο ΟΗΕ, όπως επισημαίνεται σε άλλο σημαίο, δεν είναι θεσμός διεθνούς δικαιοσύνης (κάτι παντελώς ανέφικτο) αλλά θεσμό διεθνούς τάξης (Συνθήκες, Συμβάσεις, διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες) η οποία βρίσκεται υπό την αίρεση των αθέσπιστων σχέσεων ισχύος και των εγγενών αιτιών πολέμου. 
Συνολικότερα, λοιπόν, ενδοκρατικά και διακρατικά ο Δαρβινισμός ως ωμή ισχύς όπου ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του κυριαρχεί εάν και όποτε δεν υπάρχει πολιτική συγκρότηση ή εάν είναι ελλειμματική η και μηδενική.
Σε κάθε περίπτωση κανένα κράτος δεν μπορεί να μην λάβει υπόψη ότι η διεθνής διακυβέρνηση νοούμενη ως θέσπιση της ισχύος στις διακρατικές σχέσεις είναι είτε ελλειμματική είτε παντελώς απούσα. Η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης με εθνική στρατηγική με τρόπο που διασφαλίζει το κράτος και τα συμφέροντα είναι ζήτημα άλλης τάξης που εμπίπτει στα πεδία της στρατηγικής θεωρίας. Τηλεσκοπικά μόνο λέμε ότι αφού το διεθνές σύστημα θεωρηθεί άναρχο όπως πραγματικά είναι και αφού συνεκτιμηθεί σωστά το γεγονός ότι η ισχύς είναι κατά βάση αθέσπιστη, η κρατική θεωρία και η στρατηγική που εκπληρώνει τους κρατικούς σκοπούς μεριμνά α) για επαρκή ισχύ ούτως ώστε να διασφαλίζεται ο ρόλος και η θέση του κράτους στις διεθνείς ιεραρχίες, β) για ανάπτυξη στρατηγικών εσωτερικής και εξωτερικής εξισορρόπησης για την αντιμετώπιση των απειλών και γ) για «πελατειακές σχέσεις» (patron-client relations) που παλεύουν να καταστήσουν ισόρροπες τις εξ ορισμού ασύμμευτρες σχέσεις με τα ισχυρότερα κράτη.
Τέλος, όπως υπογραμμίζεται στην συνέχεια, το αξίωμα του Θουκυδίδη που παρατέθηκε ήδη, αφορά πρωτίστως τις σχέσεις ισχυρού και λιγότερο ισχυρού στην διεθνή πολιτική ενός άναρχου διεθνούς συστήματος. Αφορά πρωτίστως τον λιγότερο ισχυρό καθότι τον προειδοποιεί α) για τον ανελέητο αθέσπιστο χαρακτήρα της ισχύος στην διεθνή πολιτική β) για την ανάγκη απόκτησης επαρκούς ισχύος διαφύλαξης της εθνικής του ανεξαρτησίας-συλλογικής ελευθερίας, γ) για το γεγονός ότι απαιτείται έγκαιρα να μεριμνά για εσωτερική και εξωτερική εξισορρόπηση, δ) για την ανάγκη να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση ούτως ώστε με ποικίλες στρατηγικές προσεγγίσεις να επιτυγχάνει ισόρροπες σχέσεις με τα ισχυρότερα κράτη και ε) την ανάγκη να κινείται με προσοχή και επιδέξια πάνω στα σύνορα των αδιάλειπτων ηγεμονικών ανταγωνισμών και διενέξεων.]

Όσον αφορά το εθνοκρατοκεντρικά διαφοροποιημένο διεθνές σύστημα το οποίο όχι μόνο δεν κινείται γραμμικά αλλά κατρακυλάει μέσα σε μια δίνη εγγενών αιτιών πολέμου η περιγραφική και αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή και ερμηνεία, κατά συνέπεια, είναι αναγκαία και μη εξαιρετέα προϋπόθεση πολιτικού ορθολογισμού όλων των εμπλεκομένων κρατών.
Η ιδεολογικά προσανατολισμένη ανάλυση βρίσκεται στον ακριβώς αντίθετο πόλο μιας τέτοιας θεώρησης των ανθρωπίνων πραγμάτων. Ανάλογα με την ένταση ή απόχρωση του εκάστοτε ιδεολογικού δόγματος –το οποίο ως τέτοιο εξ αντικειμένου προγραμματικά επιδιώκει όχι να περιγράψει και ερμηνεύσει τους ιστορικούς πολιτικοανθρωπολογικούς προσανατολισμούς και τα κοινωνικοοντολογικά γεγονότα αλλά να τα κατασκευάσει ή ανακατασκευάσει– η ιδεολογικά προκαθορισμένη πολιτική νεφελοβατεί, γίνεται έρμαιο αυθαίρετων αλματωδών εκλογικεύσεων και προπαγάνδας, επηρεάζεται από ανυπόστατες μελλοντολογικές θεωρήσεις και φυσικά, εξ αντικειμένου, είναι μερικώς ή ολοκληρωτικά πολιτικοανθρωπολογικά-οντολογικά στερημένη. Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό είναι πολιτική θεολογία και ως εκ τούτου επιστημονικά έωλη και μεταφυσικά προσανατολισμένη.

Ως κύριο πρόβλημα του πολιτικού στοχασμού προσδιορίζεται η μεγάλη διαφορά μεταξύ της γνωσιολογικής και της οντολογικής θεμελίωσης του Πολιτικού. Έτσι, αναζητώντας την σχέση μεταξύ ηθικής και πολιτικού στοχασμού στο διεθνές επίπεδο αναζητούμε τις οντολογικές ρίζες της ισχύος, αφού προγραμματικά προτάξουμε ως κύριο και διαμορφωτικό στοιχείο τις ειδοποιούς διαφορές μεταξύ του διεθνούς και του κρατικού επιπέδου.
Τουτέστιν, η πολιτική θεολογία επειδή είναι προσανατολισμένη σε μελλοντολογικές προβλέψεις ή υποσχέσεις εσχατολογικού χαρακτήρα, και αυθαίρετες αλματώδεις οικουμενικίστικες ηθικολογίες είναι η εκλογίκευση και η μεταμφίεση των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος.
Θα ήταν, για παράδειγμα, άκρως αντι-επιστημονική και αντί-δεοντολογική μια αναγωγή στο διεθνές πεδίο, η οποία θα αγνοούσε την κρατοκεντρική οντολογία, δηλαδή, το γεγονός ότι τα κράτη είναι το «ον», οι «υποστάσεις» του διεθνούς πεδίου.
Από αυτό το ίδιο το κρατικό «ον» απορρέουν στάσεις και αντιλήψεις αισθητού και πνευματικού χαρακτήρα που αφορούν την αυτοσυντήρησή του, την νομιμοποίηση της κατοχής ισχύος και την οντολογική νομιμοποίηση της άσκησής της στις δια-συλλογικές στάσεις.
Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, στον αντίποδα μιας τέτοιας οντολογικά συνδεδεμένης θεώρησης της πολιτικής ηθικής και της ισχύος βρίσκεται κάθε ιδεολογικά εκπορευμένη εξισωτική και εξομοιωτική αντίληψη του πλανήτη. Λογικό είναι επίσης ότι οι φορείς τέτοιων ιδεολογικά εκπορευμένων θεωρημάτων να αντιπαθούν την οντολογικά προσανατολισμένη επιστήμη και την εξ αυτής συνεπαγόμενη επιστημολογία.
Υπό αυτό το πρίσμα, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων –εάν δηλαδή θεωρήσουμε την ανθρώπινη οντολογία θέσφατο και την απόλαυση της ετερότητας μιας κοινωνικής οντότητας ως Ελευθερία που βρίσκεται στο απυρόβλητο υποκειμενικών αξιολογήσεων– μιλώντας από άποψη κωδίκων επιστημονικής δεοντολογίας η οντολογία περιορίζει την πολιτική σκέψη στην περιγραφή και αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή και ερμηνεία. Όσοι δεν συμφωνούν με αυτή την λογική και πιστεύουν ότι εκτός πολιτικής υπάρχουν κατασκευαστές πολιτικών ανθρωπολογιών, αναμενόμενα διαφωνούν.

Μια συναφής ειδοποιός διαφορά, επίσης, είναι ότι, θεωρήσεις οι οποίες έχουν ως άξονα την καταμαρτυρούμενη οντολογία οδηγούν την πολιτική σκέψη σε μια συνειδητή ή ανεπίγνωστη αντι-ηγεμονική παραδοχή του κόσμου, των σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών οντοτήτων και της πολιτικής εντός και μεταξύ των συγχρόνων κρατών.
Πιο συγκεκριμένα, έχουμε μια συνειδητή ή υποβόσκουσα παραδοχή- αποδοχή της ισορροπίας δυνάμεων στο διακρατικό σύστημα ως αντί-ηγεμονικό θέσφατο και ως προϋπόθεση σταθερότητας, αλλά συνεπαγόμενα και ως προϋπόθεση συλλογικής ελευθερίας των λιγότερο ισχυρών κοινωνιών.
Συναφώς, όσοι έχουν γνώση και επίγνωση της διαδρομής του διακρατικού συστήματος μετά το 1648 αλλά και καθαρή θέαση των κοινωνικοοντολογικών γεγονότων όπως καταμαρτυρούνται σήμερα, είναι γνωστό ότι το σύγχρονο διεθνές δίκαιο (όσον αφορά τις υψηλές του αρχές), γεννήθηκε μέσα από το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων μετά την Βεστφαλία και στην συνέχεια το Κογκρέσο της Βιέννης, την Κοινωνία των Εθνών και εσχάτως το 1945 τον ΟΗΕ στον Καταστατικό Χάρτη του οποίου επικυρώθηκαν τα κοινωνικοοντολογικά γεγονότα του εθνοκρατοκεντρικού γίγνεσθαι των τελευταίων αιώνων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που προκάλεσαν οι αντί-αποικιακοί εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες.
Ρητός και ξεκάθαρος αντί-ηγεμονικός σκοπός όλων είναι, αφενός η σταθερότητα της διεθνούς τάξης όπως προέκυψε ιστορικά και αφετέρου η δυνατότητα απρόσκοπτης εθνικής ανεξαρτησίας, δηλαδή διασφάλιση της συλλογικής ελευθερίας και άσκησης πολιτικής αυτοδιάθεσης στο εσωτερικό πολιτικό σύστημα των μελών της διεθνούς Αμφικτιονίας.
Το πρώτο αφορά όλα τα κράτη το δεύτερο πρωτίστως τα λιγότερο ισχυρά κράτη εάν και όταν γίνονται στόχος ηγεμονικών και αναθεωρητικών αξιώσεων. Εξ ου και το επιχείρημα ότι οι υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου και η εθνική ανεξαρτησία είναι εξ αντικειμένου εγγενώς αντί-ηγεμονικού χαρακτήρα. Είναι επίσης και το κοσμοθεωρητικό θεμέλιο της εθνικής ανεξαρτησίας. [Για εξειδικεύσεις αυτής της επισήμανσης βλ. το παρενθετικό σχόλιο πιο πάνω].

Από πού λοιπόν πηγάζει η κρατική ισχύς, πως νομιμοποιείται, πως σχετίζεται η άσκηση της εξουσίας με την πολιτική συγκρότηση, ποιος ο ρόλος και οι πηγές της νομιμοποίησης της ισχύος στην πολιτική συγκρότηση, ποια η σχέση του ατόμου με την συλλογικότητα και αντιστρόφως, ποιος προσδιορίζει τις πολιτειακές ηθικές επιταγές κάθε στιγμής και τον τρόπο που αυτές αλλάζουν, ποιος ορίζει και διασφαλίζει τα πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις και ποιος σμιλεύει και αλλάζει το θεμέλιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης κάθε κοινωνίας; Σ’ αυτά, μεταξύ άλλων, εντοπίζεται και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του ενδοκρατικού και του διακρατικού πεδίου.
Στο ενδοκρατικό πεδίο και ανάλογα με τις ιστορικές πολιτικοανθρωπολογικές προϋποθέσεις κάθε κοινωνικής οντότητας, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα και χαρακτηριστικά της οικείας πολιτικής συγκρότησης και της συμβατής με όλα αυτά διανεμητικής δικαιοσύνης όπως ορίζεται και όπως διαρκώς αλλάζει, συγκροτείται και συγκρατείται το πολιτειακό σύστημα κάθε κράτους. Σημαντικός δείκτης βιωσιμότητας είναι η δυνατότητα ειρηνικών εσωτερικών πολιτικών αλλαγών κάθε είδους. 
Στοχαστές των πιο υψηλών βαθμίδων στην δυτική πολιτική σκέψη, με εξέχουσα περίπτωση τον Kenneth Waltz, όντας βαθύτατα υποψιασμένοι, θεωρούν αυτονόητη την οντολογία του κρατοκεντρικού συστήματος (ούτε καν την αγγίζουν και τα ιδεολογικά κατασκευαστικά δόγματα κείνται έξω από τους θεωρητικούς τους προβληματισμούς) και κύριο εγγενές του χαρακτηριστικό την απουσία παγκόσμιας πολιτικής ηθικής που θα θέσπιζε τις διανεμητικές λειτουργίες της ισχύος των κρατικών δρώντων.
Στο διεθνές επίπεδο, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, απουσιάζουν οι αντίστοιχες με το ενδοκρατικό επίπεδο κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις και η αθέσπιστη ισχύς είναι το κύριο διανεμητικό μέσο. Σε αυτό εξάλλου ανάγεται, τουλάχιστον όσον αφορά το κρατοκεντρικό διεθνές σύστημα, η παρεξηγημένη αλλά αλάνθαστη θέση του Μακιαβέλλι ότι «η ηθική είναι προϊόν πολιτικής».
[Παρενθετική σημείωση: Η ανάλυση εδώ αφορά το κρατοκεντρικό σύστημα της αρχαιότητας και των Νέων Χρόνων και όχι τα κοσμοσυστημικά περιβάλλοντα του παρελθόντος καθότι δεν είναι του παρόντος να επεκταθούμε. Για το ζήτημα αυτό ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στην πρωτοπόρα στοχαστική προσπάθεια του Γιώργου Κοντογιώργη και όσον αφορά πολλά συναφή ζητήματα του Θόδωρου Ζιάκα. Βλ. μερικά ακόμη σχόλια σε σημείωση στο τέλος]

Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, την θεωρία της ισχύος και της νομιμοποιητικής πολιτικής ηθικής ως οντολογικά συναρτημένη με την αντικειμενική πραγματικότητα του εθνοκρατοκεντρικού συστήματος, όπως εξελίχθηκε, διαμορφώθηκε και δομήθηκε τους τελευταίους αιώνες.
Στη βάση αυτή, στην διεθνή πολιτική, όπως εξάλλου θεμελιώνεται στον Θουκυδίδη, θεωρούμε την ισχύ και την (συλλογική) ελευθερία άρρηκτα συνδεμένες. Όχι βέβαια μια οποιαδήποτε Ελευθερία από τις πολλές που διακινούνται στις σύγχρονες στοχαστικές πασαρέλες και στον δημαγωγικό πολιτικό λόγο.
Συλλογική ελευθερία ή εθνική ανεξαρτησία, όπως είπαμε συνεπάγεται απρόσκοπτη εσωτερική αυτοδιάθεση και απόλαυση της πολιτικοανθρωπολογικής ετερότητας κάθε κοινωνικής οντότητας σύμφωνα με το πολιτικό σύστημα που συνάδει με τις πολιτικοανθρωπολογικές της προϋποθέσεις. Σ’ ένα εξ ορισμού ανταγωνιστικό και άναρχο διεθνές σύστημα η απόλαυση της συλλογικής οντολογικής ετερότητας υπό συνθήκες συλλογικής ελευθερίας είναι συναρτημένη με την δυνατότητα υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας
[Η πάλη για την ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία ενδοπολιτειακά είναι ζήτημα άλλης τάξης και συνεπάγεται κατοχυρωμένη και διασφαλισμένη πολιτική κυριαρχία, δηλαδή εθνική ανεξαρτησία.]

Είναι επιστημονικά αδιανόητο να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι, κατά την διάρκεια της γνωστής ιστορίας το διεθνές γίγνεσθαι κυριαρχείται από τους νόμους της ισχύος στις ποικίλες εκφάνσεις της και εκδοχές της και ανάλογα και αντίστοιχα με τις ιστορικές περιστάσεις και συγκυρίες, οι οποίες διαφέρουν φυσικά από εποχή σε εποχή και από περίπτωση σε περίπτωση.
Προστίθεται ότι ο εξορκισμός της ισχύος είναι εξωπραγματική στάση και σίγουρα αφελής και απλουστευτική. Η ισχύς, λιγότερο ή περισσότερο ή καθόλου νομιμοποιημένη αποτελεί κύριο παράγοντα του Κοινωνικού και Πολιτικού γίγνεσθαι των ανθρώπων από καταβολής κόσμου. Είναι επίσης ο βαθύτερος διαμορφωτικός παράγων του διεθνούς γίγνεσθαι. Προπολιτικά ήταν παντελώς αθέσπιστη. Εισερχόμενοι στην φάση του πολιτικού πολιτισμού όπως τον ορίσαμε στην αρχή του παρόντος οι άνθρωποι επιδόθηκαν στο άθλημα της ενδό-πολιτειακής πολιτικής θέσπισής της. Στο διά-συλλογικό-διακρατικό επίπεδο είναι αθέσπιστη σύμφωνα με τις εγγενείς προϋποθέσεις που προαναφέραμε. Η θέσπιση της ισχύος εντός του κράτους τερματίζει τον πόλεμο στο διακρατικό επίπεδο, όμως, διαχρονικά καταμαρτυρείται ότι δεν επιτυγχάνεται το ίδιο από τους διεθνείς θεσμούς οι οποίοι αφορούν την τάξη και όχι κάποια δικαιοσύνη.
Σε άλλο σημείο [και στις σημειώσεις στο τέλος] αναφέρουμε ακροθιγώς τις ειδοποιούς διαφορές των μετά-κρατοκεντρικών κοσμοσυστημάτων ταυτοχρονα επισημαίνοντας την ουσιώδη διαφορά της έννοιας μετακρατοκεντρικό (παρελθόντα κοσμοσύστημα όπου η ετερότητα των μελών διαφυλάσσεται ανάλογα με τις περιστάσεις και το κοσμοσύστημα του παρελθόντος στο οποίο αναφερόμαστε) και μετακρατικό (εξισωτικός και εξομοιωτικός διεθνισμός). Το κύριο και ουσιαστικό ζήτημα που τίθεται πάντα είναι εάν η ισχύς είναι κοινωνικοπολιτικά θεσπισμένη ή εάν είναι αθέσπιστη. Δια-συλλογικά όταν αφορά αυτοθεσπιζόμενες κοινωνικές οντότητες εντός ενός ιεραρχημένου κοσμοσυστήματος το κύριο ζήτημα που τίθεται είναι η δημοκρατική οργάνωση του κοσμοσυστήματος και η νομιμοποίηση των ενδό-κοσμοσυστημικών ιεραρχιών. Απαιτείται όμως να υπάρχουν κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις. Στον σύγχρονο κόσμο, πρέπει να υπογραμμιστεί, δεν υπάρχουν οργανωμένα κοσμοσυστήματα ενώ η Σοβιετική Ένωση και η ΕΕ ήταν και είναι, αντίστοιχα, μετά-κρατικά εγχειρήματα προσανατολισμένα προς εξομοίωση και εξίσωση που προκρίνει μια κατά βάση ωφελιμιστική ανθρωπολογία ως επαρκή συνθήκη υπερεθνικών δομών (οι οποίες στην συνέχεια λογικότατα, αναμενόμενα και καταμαρτυρημένα εξελίσσονται σε υπερκρατικές και κατεξουσιαστικές). Το πότε θα αναπτυχθούν και ωριμάσουν κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις είναι ζήτημα άλλης τάξης στους αναλυτές του οποίου αναφερόμαστε σε άλλο σημείο. Στα πεδία της πολιτικής θεωρίας, εν τούτοις, δεν έχει συζητηθεί επαρκώς ή δεν έχει δοθεί επαρκής προσοχή στην ουσιώδη διάκριση μεταξύ ενός διεθνιστικά νοούμενου εξομοιωμένου / εξισωμένου μετακρατικού κόσμου και ενός μετακρατοκεντρικού κοσμοσυστήματος.

Κανείς μπορεί να σταθμίσει και εκτιμήσει τις ποιοτικές προδιαγραφές ενός πολιτικού στοχαστή από το τι υποστηρίζει όσον αφορά την ισχύ. Κανείς δεν μπορεί να αφορίσει τον ρόλο της ισχύος ως αξονικής σημασίας έννοια της πολιτισμένης και γι’ αυτό θεσπισμένης πολιτικής ζωής χωρίς να αυτό-αναιρεθεί. Κανείς επίσης δεν μπορεί να μιλά βάσιμα εάν δεν διακρίνει σε όλα ανεξαιρέτως τα επίπεδα πολιτικής το κατά πόσο η διανεμητικών προεκτάσεων ισχύς διαθέτει ή δεν διαθέτει οντολογική αναφορά και εάν θεσπίζεται κοινωνικοπολιτικά ή δεν θεσπίζεται.
Σε κάθε περίπτωση, εάν σταθούμε στην ιστορία διεθνών σχέσεων, το να αμφισβητηθεί ότι ιστορικά αλλά και σήμερα η ισχύς είναι βαθύτερη διαμορφωτική δύναμη του διακρατικού γίγνεσθαι καθιστά μια θεώρηση του ανθρώπου, των κρατών και του κόσμου έωλη και από άποψη πολιτικού ορθολογισμού προβληματική. Το ιστορικό αυτό γίγνεσθαι, βέβαια, είναι «το δικαστήριο των εθνών», εξ ου και μετά από κάθε τετελεσμένο συμφωνείτε η νέα διεθνής τάξη.
Αυτό που μετράει στην Οδύσσεια των εθνών δεν είναι κάποια ανύπαρκτη θεία δικαιοσύνη αλλά η δική τους δυνατότητα και ικανότητα να φροντίζουν ούτως ώστε να μην δημιουργούνται τετελεσμένα εις βάρος τους. Αυτά τα τετελεσμένα, συνήθως αφορούν ένα αποτυχημένο επιθετικό πόλεμο, τις διενέξεις και τα αμφιλεγόμενα τραγικά αποτελέσματά τους όταν κατεδαφίστηκαν αυτοκρατορίες και οι εκβάσεις αναθεωρητικών αξιώσεων που οδηγούν ή δεν οδηγούν (ανάλογα και με το κατά πόσο ο λιγότερο ισχυρός κατέχει επαρκή αποτρεπτική ισχύ) σε αλλαγές συνόρων και κυριαρχίας ή σε μη εφαρμογή των προνοιών των διεθνών συμβάσεων. 

Στην ιστορία των ιδεών και ιδιαίτερα των Νέων Χρόνων και πολύ περισσότερο των ύστερων Νέων Χρόνων, η πολιτική θεολογία αφθονεί και ο ρόλος και οι ιεραρχίες της ισχύος ορίζονται δογματικά και ιδεολογικά.
Σε πιο ακραίες και εν πολλοίς αφελείς περιπτώσεις η ισχύς εξορκίζεται ως περίπου αχρείαστη τόσο για το ενδοκρατικό πολιτειακό γίγνεσθαι όσο και για την έκβαση των διακρατικών ανταγωνισμών ή διενέξεων. Ως και να υπάρχει μαγικός τρόπος να προσδιορίζονται οι πολιτικοοικονομικές δομές, οι διανεμητικές τους προεκτάσεις, οι παραγωγικές σχέσεις και οι κοινωνικές ιεραρχίες. Ως και να υπάρχει επίσης μαγικός τρόπος να επιλύονται οι διεθνείς ανταγωνισμοί και διενέξεις με όρους μιας μεταφυσικής δικαιοσύνης ή να αποτρέπονται οι ηγεμονισμοί και αναθεωρητισμοί με εκκλήσεις καλής θέλησης και με κατευνασμούς και όχι με ισορροπία δυνάμεων.
Καταμαρτυρείται πάντως ότι όποτε μια οποιαδήποτε κοινωνία κατακυριευθεί από δόγματα της μιας ή άλλης πολιτικής θεολογίας αργά ή γρήγορα οι συνέπειες είναι μεγάλες ενίοτε και θανατηφόρες. Στεκόμαστε λοιπόν στην επίγεια θεώρηση περί διεθνούς συστήματος ενός κόσμου ο οποίος για εγγενείς λόγους κυριαρχείται από τους νόμους της αθέσπιστης ισχύος.
Ως εκ τούτου καίριο επιστημονικό, δεοντολογικό, πολιτικό και πνευματικό ζήτημα είναι να αναζητούνται ανάλογα με το επίπεδο και την περίπτωση οι οντολογικές συναρτήσεις μεταξύ των «αξιών», των κανονιστικών θέσεων και της τυπικής λογικής των συλλογικών οντοτήτων, όπως αυτές απορρέουν από τα αισθητά και πνευματικά τους μεγέθη και τις απορρέουσες πολιτικοανθρωπολογικές τους προϋποθέσεις.

Εάν σταθούμε στο μέχρι τούδε επιστημονικά προκλητικό και εν πολλοίς αδιερεύνητο πεδίο της σχέσης οντολογίας και της κατά τον Κονδύλη τυπικής λογικής των πολιτικά κυρίαρχων όντων, ακαριαία καλούμαστε να σκεφτούμε την κρατική οντολογία και τις ποικίλες νομιμοποιητικές της βαθμίδες, που την καθιστούν ασθενή ή ισχυρή στο διεθνές πεδίο.
Διεθνές πεδίο όπου λόγω της εκεί δεδομένης αναρχίας (απουσία όπως είπαμε παγκόσμιας κοινωνίας, παγκόσμιας κυβέρνησης, παγκόσμιων πολιτικών ηθικών επιταγών και παγκόσμιας διανεμητικής δικαιοσύνης), υποχρεωνόμαστε να ασχοληθούμε με την αυτοσυντήρηση των κρατικών οντοτήτων, τα οντολογικά ερείσματα της ισχύος τους, το έλλειμμα ή την παντελή απουσία θέσπισης της ισχύος στις μεταξύ τους σχέσεις και τις εν γένει νομιμοποιητικές βάσεις των στάσεων και συμπεριφορών των κρατικών δρώντων.
Είναι άλλωστε οι μόνοι, υπογραμμίζουμε ξανά, που διαθέτουν συγκροτημένη κοινωνία και συναρτημένη με αυτήν Πολιτική. Οι υπόλοιποι διεθνείς δρώντες (πχ οι διεθνικοί δρώντες που στερούνται κοινωνικοπολιτικών ελέγχων) εάν όπως ήδη υπογραμμίσαμε διαφεύγουν τους κρατικούς και διακρατικούς ελέγχους, είναι είτε εξαρτημένες μεταβλητές είτε ανεξάρτητες μεταβλητές ή δυνητικά αγγίζουν την ιδιωτεία ή και ενίοτε την προ-πολιτική βαρβαρότητα.

Στο πλαίσιο αυτό ο συνειδητός πολίτης κάθε κράτους, καθώς γνωρίζει ότι η ιδιότητά του ως πολίτη και το γεγονός ότι η ελευθερία του συναρτώνται με την ισχύ του δικού του κράτους (και μόνο αυτού, εξ ου και η αρχή της αυτοβοήθειας), διακρίνει την δική του αυθυπέρβαση ως προϋπόθεση της αυτοσυντήρησης της οικείας κοινωνικής οντότητας.
Στο άναρχο και αθέσπιστα ανταγωνιστικό κρατοκεντρικό διεθνές σύστημα, ο διαμορφωτικός και διανεμητικός ρόλος της ισχύος είναι νομοτέλεια («το κυριότερο νόμισμα της διεθνούς πολιτικής» σύμφωνα με τον σωστό αφορισμό του Kenneth Waltz).
Κανένας πολίτης κανενός κράτος δεν μπορεί να παραβλέπει αυτό το εγγενές γεγονός χωρίς βαρύτατες συνέπειες και χωρίς να πλήττεται ο πολιτικός ορθολογισμός, ο δικός του και των άλλων (οι «άλλοι» δρώντες, εάν είναι βιώσιμοι όταν κινούνται πάνω στην πλάστιγγα κόστους-οφέλους λειτουργούν ορθολογιστικά).

Αυτές είναι, μεταξύ άλλων, οι αντικειμενικές οριοθετήσεις της πολιτικής θεωρίας του διεθνούς συστήματος. Προφανώς η πολιτική θεωρία του κράτους θα είναι αποσπασματική και περιορισμένης εμβέλειας εάν δεν τις λαμβάνει υπόψη.
Για να το πούμε διαφορετικά, η κρατική θεωρία μιας βιώσιμης πολιτείας, αφενός προϋποθέτει μια πολιτικά ορθολογιστική κατανόηση του ρόλους του κράτους στην σύγχρονη διεθνή πολιτική και αφετέρου μια στρατηγική θεωρία που να εκπληρώνει τους σκοπούς αυτής της κρατικής θεωρίας και που θα είναι συμβατή με τις κρατοκεντρικές λογικές του σύγχρονου διεθνούς συστήματος.
Το κράτος είναι κυρίαρχο και αυτεξούσιο (ή έτσι το θέλει το διεθνές δίκαιο και οι αποφάσεις των κοινωνιών) αλλά λειτουργεί καθημερινά στην διεθνή πολιτική της οποίας και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος.
Η κρατική θεωρία απαιτεί μια πολιτειακή θεωρία για την πολιτικοοικονομική οργάνωση που διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και μια ορθή κατανόηση της διεθνούς πολιτικής. Η στρατηγική θεωρία αποσκοπεί στην εκπλήρωση των σκοπών της κρατικής θεωρίας στο προγραμματικά ανελέητα ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα. Αμφότερες οι θεωρίες συγκροτούν αυτό που κάλλιστα μπορεί να ονομαστεί πολιτική θεωρία του διεθνούς συστήματος η οποία συνδυάζει τα τρία επίπεδα ανάλυσης, δηλαδή του ανθρώπου, του κράτους και της διεθνούς πολιτικής.  

Τα βιώσιμα κράτη λειτουργούν και αποφασίζουν με βάση τα πιο πάνω. Όποιος για παράδειγμα ασχολήθηκε με ζητήματα κρατικής θεωρίας, ιδιαίτερα στα πεδία των σκοπών της στρατηγικής ενός κράτους στην σύγχρονη διεθνή πολιτική, πολύ εύκολα αντιλαμβάνεται ότι η περιγραφική και αξιολογικά ελεύθερη θεωρία διεθνών σχέσεων, είναι μια αμιγής πολιτική θεωρία του διεθνούς συστήματος.
Θεωρία η οποία είναι δυναμική και στοχαστικά προκλητική καθότι με ισορροπημένο και ορθολογιστικό τρόπο συμπεριλαμβάνει τον άνθρωπο, το κράτος και την διεθνή πολιτική, σεβόμενη ταυτόχρονα τα επιστημολογικά και πολιτικά σύνορα των τριών αυτών επιπέδων, τις ειδοποιούς διαφορές και τις προϋποθέσεις κάθε επιπέδου, κάθε περίστασης και κάθε συγκυρίας.
Μια τέτοια θεώρηση δεν σχετίζεται -εξ αντικειμένου- με κάποια ιδεολογική προσέγγιση, αλλά μέσα από την αξιολογικά ελεύθερη περιγραφή και ερμηνεία των δομών, των λειτουργιών και προϋποθέσεων του κρατοκεντρικού συστήματος. Κατά βάση και ουσιαστικά, η αξιολογικά ελεύθερη πολιτική θεωρία του διεθνούς συστήματος αυτοπεριορίζεται αυστηρά στην αρχή της κρατοκεντρικής αυτοσυντήρησης.
Η αξιολογικά ελεύθερη περιγραφική θεωρία, εξάλλου, αποτελεί γνωσιακή βάση άντλησης πορισμάτων για τους προσανατολισμούς και τις προϋποθέσεις της εξωτερικής πολιτικής όλων των κρατών. Από αυτή την γνωσιακή βάση αντλούνται πορίσματα που οδηγούν σε ορθολογιστικές προτάσεις πρακτικής πολιτικής τις οποίες συγκροτούν οι κρατικοί λειτουργοί και η πολιτική ηγεσία με τρόπο που οι πρακτικές αποφάσεις δεν βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τις προϋποθέσεις της διεθνούς πολιτικής. Πρωτίστως, όσον αφορά την ισχύ, το δίκαιο, τον χαρακτήρα της διεθνούς τάξης και την ανυπαρξία πολιτικά προσδιορισμένων ηθικών κριτηρίων (σημ. για τις προϋποθέσεις της «διεθνούς κοινωνίας κρατών έγινε αναφορά πιο πάνω).

Καταληκτικά υπογραμμίζεται ότι η αρχιμήδειος αφετηρία της πολιτικής θεωρίας του συγκαιρινού μας διεθνούς συστήματος είναι το Βεστφαλιανό κρατοκεντρικό σύστημα, όπως θεμελιώθηκε το 1648, όπως έκτοτε διαβαθμίστηκε και αναπτύχθηκε οντολογικά και όπως όλα τα κράτη το επικύρωσαν κοσμοθεωρητικά, ηθικά, νομικά και πολιτικά στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ το 1945.
Οι προϋποθέσεις που τέθηκαν στην Βεστφαλία το 1648 μ.Χ. και τα κοινωνικοντολογικά γεγονότα των τελευταίων αιώνων, θέτουν μεγάλες πολιτικοστοχαστικές προκλήσεις των οποίων η μελέτη απαιτεί σκληρή δουλειά αλλά και σκληρά νεύρα.
Είναι λογικό πολιτικά ασθενείς ψυχές ή ιδεολογικά-εσχατολογικά επηρεασμένα άτομα να μην αντέχουν ή να αποστρέφονται αφοριστικά τις αντιθετικές κρατικές λογικές, τα εγγενή αίτια πολέμου και την αναπόφευκτη τραγικότητα πολλών διενέξεων μεταξύ κρατών που τόσο καλά περιέγραψε ήδη ο Θουκυδίδης. Οι εσχατολογίες ως ιδεολογικά δόγματα ήταν πάντα και έτσι θα είναι παντοτινά, ασύμβατα με την αλήθεια και την πραγματικότητα της πολιτικής ζωής των ανθρώπων, των κρατών και του κόσμου. Ουκ ολίγοι στην πολιτική θεωρία, και όχι μόνο, εν τούτοις, συνειδητά ή ανεπίγνωστα πιθηκίζουν ή και διαστρέφουν οικτρά τον Πλάτωνα θεωρώντας τους εαυτούς τους σοφούς, κατασκευαστές ανθρώπων και αρμόδιους να ορίζουν τις ιεραρχίες και τις διανεμητικές λειτουργίες της ισχύος. Το αποτέλεσμα είναι η ιστορική διαδρομή να έχει γεμίσει πολύ μεγάλα νεκροταφεία στο όνομα συμμόρφωσης με τις επιταγές του ενός ή άλλου μεταφυσικά προσδιορισμένου ιδεολογικού δόγματος.
Ως εκ τούτου καμιά σχέση δεν έχουν με την αξιολογικά ελεύθερη και αντικειμενική πολιτική θεωρία. Όσοι υπηρετούν την τελευταία, στέκονται με σεβασμό αν όχι δέος μπροστά στην εθνοκρατοκεντρική διαφοροποίηση του πλανήτη και στις διαφορετικές οντολογικές προϋποθέσεις των κοινωνιών. Καταβάλλουν προσπάθεια (επιστημολογικά έτσι είναι προσανατολισμένοι) να περιγράψουν και να ερμηνεύσουν με αξιολογικά ελεύθερο τρόπο τα τρία επίπεδα ανάλυσης του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνείς συστήματος.
Σίγουρα μια πειθαρχημένη προσέγγιση περιδιάβασης πάνω στα δύσβατα και πλήρη συγκρούσεων σύνορα του κρατοκεντρικού συστήματος, δεν συνεπάγεται το επιστημονικά αυτοκτονικό αναμάσημα ιδεολογημάτων.
Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε αυτό συμβαίνει συστηματικά και συχνά για προπαγανδιστικούς λόγους. Πλην σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μιλάμε για επιστήμη αλλά για την μια ή άλλη στράτευση στις αξιώσεις ισχύος του ενός ή άλλου δρώντα της διεθνούς πολιτικής.

Σημείωση 1.
Δεν συμπεριλήφθηκαν οι παραπομπές οι οποίες θα παρατεθούν στο κείμενο που θα οριστικοποιηθεί σύντομα. Τα παρενθετικά σχόλια θα τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας και θα ολοκληρωθούν μαζί με παραπομπές και περαιτέρω διευκρινήσεις.

Σημείωση 2.
Τα δύο υστερόγραφα στο τέλος, οφειλές και κάποιες συμπληρωματικές επισημάνσεις

Ο πυρήνας του παρόντος κειμένου (τριών περίπου σελίδων) ήταν κείμενο έγραψα το 2012 για την σχέση πολιτικής θεωρίας και οντολογίας στην σύγχρονη κρατοκεντρική διεθνή πολιτική. Έκτοτε το επεξεργαζόμουν. Αρχικά έτυχε ανάγνωσης από πολιτικό στοχαστή για τον οποίο τρέφω την πιο υψηλή εκτίμηση. Προτίμησε να μην αναφερθεί, προς το παρόν, ονομαστικά. Δεδομένου ότι συμφωνεί με τους κεντρικούς άξονες της επιχειρηματολογίας μου υιοθέτησα με ευχαρίστηση μερικές επισημάνσεις του για ζητήματα διατυπώσεων του αρχικού κειμένου 3 σελίδων που εμπλούτισαν τις εννοιολογικές αποχρώσεις που επιχειρώ να διατυπώσω. Σε πρώτη φάση έγραψε το υστερόγραφο 1 (βλ. στο τέλος). Συζητώντας περαιτέρω μαζί του πρόσθεσε ότι η υποσημείωση αυτή ανοίγει την δίοδο προς μια γραμμή κοινωνικής οντολογίας η οποία ξεκινά, ακριβώς, από το υπέρτερο επίπεδο που είναι το διεθνές επίπεδο. Βλ. εντός κειμένου τις τελευταίες παραγράφους και σε αναφορά με την θέση της αυτοσυντήρησης στο κρατοκεντρικό σύστημα και την πιθανή σύνδεση της μελέτης του υπερκρατικού επιπέδου. [Καίριο ζήτημα για την Θουκυδίδεια θεωρία διεθνών σχέσεων η οποία θεωρεί τη αυτοσυντήρηση προσδιοριστική των διακρατικών στάσεων και συμπεριφορών] Μετά από παράκλησή μου για περαιτέρω σχόλια για τις διακρίσεις αυτές πρόσθεσε το υστερόγραφο 2.
Η δική μου άποψη όπως την προσδιόρισα εντός κειμένου πιο πάνω παραμένει προσκολλημένη στην κύρια θέση που διατύπωσα στο κείμενο που προηγήθηκε για την ανάγκη η πολιτική θεωρία να διαθέτει οντολογική αναφορά. Αυτή η θέση μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής: Όσο περισσότερο η πολιτική θεωρία του διεθνούς συστήματος που συμπεριλαμβάνει και τα τρία επίπεδα ανάλυσης αναφέρεται σε συλλογικά όντα, τους προσανατολισμούς τους, τις προϋποθέσεις εντός αυτών των προσανατολισμών, την διαδρομή τους και το παρόν τους, τόσο περισσότερο βάσιμη είναι και τόσο περισσότερο χρήσιμη μπορεί να αποδειχθεί στην πράξη. Εφόσον, βέβαια, όσο είναι δυνατό περιγράφει και ερμηνεύει τα γεγονότα σωστά και αντικειμενικά. Επιπλέον, η λέξη «φιλοσοφία» ως όρος ή ακόμη και «πολιτική φιλοσοφία» χωρίς οντολογική αναφορά ήταν νοητή σε πολύ αρχικά στάδια της πολιτικής εποχής όταν οι άνθρωποι δρασκελίζοντας το νοερό σύνορο μεταξύ βαρβαρότητας και πολιτικού πολιτισμού άρχισαν να οργανώνονται σε πολιτικές ομάδες. Έκτοτε, ακόμη και στην λόγω υποβαθμισμένης Μεσαιωνικής ανθρωπολογίας εποχή, όπως ίσχυε στην μετά-Μεσαιωνική Ευρώπη όταν οι ηγεμόνες και μετά οι αστοί επιχείρησαν να συγκροτηθούν κρατικά –πλην στερούνταν συνεκτικής και συγκροτημένης ανθρωπολογίας– διέθεταν άφθονη και περιεκτική πολιτική θεωρία εμποτισμένη στις εμπειρίες του ιστορικού γίγνεσθαι από τα πρώιμα κλασικά χρόνια μέχρι και την πτώση της Βασιλεύουσας Πόλης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως προς τούτο, είναι γνωστές οι μεγάλες επιρροές του Ομήρου αλλά και άλλων της πρώιμης κλασικής περιόδου πάνω στο πολιτικό γίγνεσθαι και στην πολιτική θεωρία της κλασικής εποχής.
Με δεδομένο ότι η πολιτική θεωρία του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος έχει προσφερθεί σχεδόν ολιστικά, σφαιρικά, ολιστικά και αξιωματικά-Παραδειγματικά στον Θουκυδίδη, το κρισιμότερο και πιο ουσιώδες ζήτημα της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας (αλλά και της πολιτικής πράξης) είναι η διαφορά μεταξύ μετακρατικού και μετακρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Αυτή είναι μια καίριας σημασίας διάκριση που επεξεργάζεται με ουσιώδη τρόπο στην πρωτοπόρα και οντολογικά συναρτημένη κοσμοσυστημική γνωσιολογία του ο Γιώργος Κοντογιώργης. Το ίδιο ισχύει όπως ανέφερα και εντός κειμένου για τον Θόδωρο Ζιάκα.
Μονολεκτικά, αναφέρεται ότι σε μια μετακρατοκεντρική κοσμοσυστημική δομή, τα μέλη που την συνθέτουν, διατηρούν, μεταξύ άλλων, την ετερότητά τους, την δυνατότητα οικείας πολιτικής συγκρότησης σύμφωνα με αυτή την ετερότητα και την δυνατότητα ενδο-κοσμοσυστημικής δημοκρατικής συγκρότησης. Στα κοσμοσυστήματα η αντίσταση κατά της δεσποτείας και η αξίωση για κοσμοσυστημική δημοκρατία ήταν λογικότητα εγγενής αξίωση των ήδη ιστορικά διαμορφωμένων κοινωνικών οντοτήτων. Το βλέπουμε ακόμη και στις ύστερες φάσεις της κατά τα άλλα δεσποτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επί μακρές περιόδους μιας σχεδόν χιλιετίας, βέβαια, υπάρχει το παράδειγμα και όσες εμπειρίες είναι καταγεγραμμένες του κοσμοσυστήματος της Βυζαντινής Οικουμένης: Οι κοσμοσυστημικοί της θεσμοί, οι ιεραρχίες της αυτοκρατορικής εξουσίας και οι κοσμοσυστημικές νομιμοποιητικές προσεγγίσεις που συμπεριλαμβάνει την εκπληκτική πνευματική ανάπτυξη, την ανθρωποκεντρική θεμελίωση του Πολιτικού γεγονότος και την αρμονική ανθρωποκεντρική σχέση μεταφυσικής και πολιτικής.
Αντίθετα, η μετακρατική αντίληψη η οποία ενσαρκώνεται στα μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα των δύο τελευταίων αιώνων αναζητεί και ίσαμε τις λογικές απολήξεις της προϋποθέτει ανθρωπολογική εξομοίωση μέσα σε μια πνευματικά στερημένη (και υλιστικά συγκροτημένη) δημόσια σφαίρα. Αναζητεί επίσης και επιβάλλει ιδεολογικά και πολιτικά μια εξουσιαστική εξίσωση αδιάφορη για τις καταγωγικές ανθρωπολογικές προϋποθέσεις των μελών. Θεωρούμε ως κύρια μετακρατικά φαινόμενα, την πρώην ΕΣΣΔ και την ΕΕ (όσο η τελευταία επιβιώνει στην παρούσα της μορφή). Τα δύο αυτά παραδείγματα, για να αναφέρω επί της ουσίας τον Παναγιώτη Κονδύλη, είναι διαφορετικού περιεχομένου πλην μορφικά πανομοιότυπα εγχειρήματα.
Η μετακρατική αντίληψη ίσαμε τις λογικές απολήξεις της οδηγείτε σε ένα από τους συνήθεις διεθνισμούς και τα συνεπαγόμενα σε ένα από τα ιδεολογικά δόγματα και τις αποχρώσεις τους. Ο διεθνισμός του υλιστικού μοντερνισμού (τον οποίο διακρινω από τον ευρύτερο ευρύ δρόμο της Νεοτερικότητας) στις λογικές του απολήξεις είναι αναπόδραστος: «Αφού μια πνευματικά στερημένη δημόσια σφαίρα είναι εφικτή εντός ενός κράτους τότε γιατί να μην είναι εφικτή και παγκόσμια». Βέβαια, αυτοί είναι αναγκαίοι και μη εξαιρετέοι συνειρμοί της πολιτικής θεωρίας που απαιτείται να καταγράφονται. Στην πράξη, όπως είναι κοινώς γνωστό –πλην αόρατο σε κάποιους– οι μοντερνιστικοί διεθνισμοί του 20ου αιώνα και του 21ου αιώνα με καθόλα κλασικό τρόπο αποτελούν οικουμενικίστικες μεταμφιέσεις των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος και εργαλεία στους αδιάλειπτους ηγεμονικούς ανταγωνισμούς.
Με δεδομένο τον προσανατολισμό του εθνοκρατοκεντρικού συστήματος μετά το 1648 μ.Χ. οι ανθρωπολογικές προεκτάσεις δεν είναι του παρόντος. Η ολοένα βαθύτερη σμίλευση της εθνοκρατικής ετερότητας και η απορρέουσα οντολογία σχετίζεται με τις πολύ ουσιαστικές ειδοποιούς διαφορές μεταξύ μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού όπως αναλύθηκαν έξοχα στο «Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού» του Παναγιώτη Κονδύλη. Σχετίζονται επίσης ζωτικά με τις διαμορφώσεις των ιεραρχιών ισχύος στην διεθνή πολιτική όπως προχωρούμε στον 21ο αιώνα. Ως προς τούτο κάποια κράτη θα δυναμώνουν και άλλα θα αποδυναμώνονται κατρακυλώντας στα χαμηλότερα σκαλιά των ιεραρχιών ανάλογα με το πόσο κατορθώνουν να ροκανίζονται από τις μεταμοντέρνες τάσεις που προκαλούν ανθρωπολογική συρρίκνωση και που τόσο καλά ανέλυσε (προσανατολιστικά) ο Παναγιώτης Κονδύλης.
Τα μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα του 19ου και 20ου αιώνα δεν ήταν παρά μια με ιστορικούς όρους συνήθης μεταμφίεση των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος στο πλαίσιο των ηγεμονικών ανταγωνισμών, ιδιαίτερα του Ψυχρού Πολέμου. Το ότι ακόμη μερικοί τα αναπαράγουν οφείλεται στην κεκτημένη ταχύτητα, και κυρίως στο γεγονός ότι εκατομμύρια απέκτησαν επιστημονικούς τίτλους σε γνωστικά πεδία τα οποία εξυπηρετούσαν την δημιουργία εξομοιωτικών και εξισωτικών παραστάσεων που διευκόλυναν την μια ή άλλη μεγάλη δύναμη στους ηγεμονικούς ανταγωνισμούς των οποίων γίναμε μάρτυρες και στον βωμό των οποίων έλαβαν χώρα τραγικοί και άσκοποι εμφύλιοι πόλεμοι.

Το κείμενο που προηγήθηκε, ακριβώς, επιχείρησε να δώσει μια συνοπτική τυπολογία των εθνοκρατοκεντρικών δομών, να αναφέρει τον ουσιαστικά διαφορετικό χαρακτήρα της πολιτειακής συγκρότησης συγκριτικά με την απουσία κοινωνίας και πολιτικής στο σύγχρονο διεθνές σύστημα, να αναλύσει συνοπτικά τις συνέπειες για την κοινωνική ετερότητα των κρατών λόγω της εδαφικής διαίρεσης των εθνών και να υπογραμμίσει συνοπτικά τις προεκτάσεις όσον αφορά την πολιτική ηθική την οποία βέβαια αντιδιέστειλα κάθετα και οριζόντια ως προς την ατομική ή μεταφυσικά και οντολογικά στερημένη ιδεολογικά προσδιορισμένη ηθική. Παρά το ότι το κείμενο που προηγήθηκε αποτελεί αποκρυστάλλωση μιας εν εξελίξει στοχαστικής προσπάθεια πάνω στα λεπτά σύνορα των τριών επιπέδων ανάλυσης, του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος, μερικές πτυχές που θίγονται εδώ είναι αναπτυγμένες στο «Κοσμοθεωρία των Εθνών».    

Τα δύο υστερόγραφα

Υστερόγραφο 1. Η διάκριση γνωσιολογικής και οντολογικής θεμελίωσης του Πολιτικού παραπέμπει στην χρήση της και από τον Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο «Εναλλακτικές κοσμοθεωρίες» ο οποίος ορθώς την επισημαίνει ως ειδοποιό διαφορά «Δύσης» και Ισλάμ. Δεν αντιλαμβάνεται όμως το ανθρωπολογικό βάθος της. Δεν αντιλαμβάνεται, πιο συγκεκριμένα, ότι οριοθετεί την ουσιαστικότερη διαφορά ατομοκεντρισμού και κολεκτιβισμού.

Υστερόγραφο 2. Στην επιστημολογική βιβλιογραφία είναι σαφής η διάκριση φιλοσοφίας, θεωρίας και πράξης. Έτσι η πολιτική σκέψη μπορεί να διακριθεί σε φιλοσοφική, θεωρητική-επιστημονική και σε πρακτική-επιχειρησιακή. Διαφέρουν ως προς την κλίμακα και τον βαθμό δυσκολίας και χρησιμότητας. Η φιλοσοφική προσέγγιση είναι η ευκολότερη, η θεωρητική δυσκολότερη και χρησιμότερη, η δε πρακτική ακόμα πιο δύσκολη και ακόμα πιο χρήσιμη. Η φιλοσοφική προσέγγιση, η οποία σκέπτεται με πολύ γενικές ιδέες, κυρίως επί δυνατοτήτων και όχι γεγονότων, είναι προπαρασκευαστική για την θεωρητική-επιστημονική προσέγγιση. Η θεωρητική προσέγγιση ασχολείται με εμπειρικά δεδομένα-γεγονότα, υπολογίζει τις διάφορες παραμέτρους τους, προσπαθεί να ανακαλύψει τους νόμους που τα διέπουν και είναι προπαρασκευαστική για την πρακτική-επιχειρησιακή προσέγγιση, βάσει της οποίας θα καθοριστεί η πολιτική πράξη. Οι διαφορές είναι στην κλίμακα της σκέψης, αλλά πολύ ουσιώδεις («άλλου γένους»). Για παράδειγμα μια άψογη φιλοσοφική σύνθεση, κατεβαίνοντας στο θεωρητικό επίπεδο μπορεί να αποδειχθεί βλακεία, στο δε πρακτικό απλώς έγκλημα. Εννοείται ότι οι φιλοσοφικές προσεγγίσεις είναι ιδιαίτερα χρήσιμες εκεί που δεν έχουμε ακόμη θεωρία. Και επίσης εκεί που η θεωρία είναι αδύνατο να δοκιμαστεί πειραματικά και αρκείται στη σύγκρισή της με τις άλλες ομόλογες θεωρίες.

Σημ. Π. Ηφ. Αναφορικά με το υστερόγραφο δύο: Θεοκεντρική ισλαμική κοσμολογία, οντολογία, πολιτική και επιστημολογία σύμφωνα με τον Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Εναλλακτικές κοσμοθεωρίες» (εκδόσεις Ποιότητα), αποσπάσματα
 «το κορανικό θεοκεντρικό σύστημα πίστης απορρίπτει οποιονδήποτε ισχυρισμό περί καταγωγής στις σχέσεις Θεού-ανθρώπου, ισχυρι­σμός που αποτελούσε θεμελιώδες χαρακτηριστικό των προ-ισλαμικών παραδόσε­ων.
Η βασική αρχή της ισλαμικής θεοκεντρικής κοσμολογίας εί­ναι η πεποίθηση του ταουχίντ (λα ιλάχα ίλλα Αλλάχ, δεν υπάρ­χει άλλος Θεός πλην του Αλλάχ) και η αντίληψη που έχει για τον Αλλάχ. Η αρχή του ταουχίντ είναι ο κύριος δίαυλος από τη θεωρία στην πρακτική, από την πίστη στη ζωή και από το ιδεώδες στην πραγματικότητα στην ολιστική Ισλαμική κοσμο­θεωρία. Αυτή η αρχή υποδηλώνει ότι ο Αλλάχ είναι ένας στην ουσία Του (νταχάτ), δηλαδή δεν συντίθεται από διάφορα μέρη·
Η ανάλυση του Izutsu (χ.η.: 70-72) για την πολύπλοκη σχέση μεταξύ Αλλάχ και αν­θρώπου ως δύο οντολογικών πόλων σε τέσσερις τύπους και ο ορισμός που έδωσε ο Schuon για το Ισλάμ18 βάσει ορισμών του Θεού και του ανθρώπου, αποτελούν δύο εύστοχες ερμηνείες της καινοτόμου ισλαμικής οντολογικής σχέσης μεταξύ Αλλάχ και ανθρώπου. Η κατηγοριοποίηση αυτής της σχέσης από τον Nieuwenhuijze (1985) ως «σχέση Θεού-ανθρώπου: αποκάλυψη ως μορφή· σχέση ανθρώπου-Θεού: πίστη ως τρόπος ζωής και σχέση ανθρώπου-ανθρώπου: Ισλάμ ως κοινωνικοπολιτιστικό σύστημα»
Η ενδιαφέρουσα σύνδεση μεταξύ οντολογίας, αξιολογίας και πολιτικής σχετίζε­ται σαφώς με το πρόβλημα της δικαιολόγησης. Υπό αυτό το πρίσμα, η θεοκεντρική ισλαμική πολιτική δικαιολόγηση και η φυσιοκεντρική δυτική πολιτική δικαιολόγηση είναι δύο εναλ­λακτικοί τρόποι δικαιολόγησης, βασιζόμενοι σε διαφορετικά θεωρητικά και φιλοσοφικά υπόβαθρα.
Σε αντίθεση με την περίπτωση της δυτικής φιλοσοφικής-πολιτικής δικαιολόγησης, η διαδικασία δικαιολόγησης στις ισλαμικές πολιτικές θεωρίες αποτελεί αντανάκλαση του βα­σικού παραδείγματος που αναλύθηκε παραπάνω, δηλαδή της θεοκεντρικής οντολογικής υπερβατικότητας. Αυτό ισχύει σχε­δόν για όλες τις σέκτες και σχολές στην ισλαμική ιστορία. Είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθεί πολιτική δικαιολόγηση που να μην κάνει αναφορά στην απόλυτη κυριαρχία του Αλλάχ.
Η θεμελιώδης υπόθε­σή τους είναι η αναγκαιότητα μιας πολιτικής κοινότητας ως προέκταση της θεοκεντρικής τελεολογίας επί της γης.
Η πρωτοτυπία του Ισλαμικού παραδείγματος σχετίζεται με τη θεοκεντρική οντολογία του που βασίζεται στην πεποίθηση του ταουχίντ, υποστηριζόμενη από την αρχή του τανζίχ. Οι διαφο­ροποιήσεις των οντολογικών επιπέδων μέσω της οντολογικής ιεραρχίας και της οντολογικά καθορισμένης επιστημολογίας είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της διαδικασίας που ξεκινά από την εικόνα που έχει το παράδειγμα για τον κόσμο και φτάνει στα αξιολογικά θεμέλια των πολιτικών αντιλήψεων και της πολι­τικής κουλτούρας. Το Δυτικό παράδειγμα που εδράζεται στην εγγύτητα των οντολογικών επιπέδων μέσω εξειδίκευσης της θεότητας, υποστηριζόμενης από εγγενώς πολυθεϊστικά και πανθεϊστικά στοιχεία, είναι η φιλοσοφική πηγή της εκκοσμί­κευσης της ζωής μέσω της ορθολογιστικής αξιολογίας.
Η αξιολογική σύνδεση μεταξύ οντολογικής και πολιτικής σφαίρας είναι πάντοτε εξαρτημένη από τη θεοκεντρική δομή πίστης, προκειμένου να δικαιολο­γήσει το κοινωνικοπολιτικό σύστημα, το οποίο θεωρείται ως τομέας ευθύνης των ανθρώπινων όντων ως αντιβασιλέων του Δημιουργού στην κοσμολογική τάξη. Αυτή η συνοχή μεταξύ οντολογικών, αξιολογικών και πολιτικών αντιλήψεων παρέχει ένα κοινό έδαφος μεταξύ των διαφόρων ομάδων του Ισλαμικού παραδείγματος»


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου