<<Το «έλλειμμα» γνώσης και το «χρέος» συνείδησης του Έλληνα>>
άρθρο του Στέργιου Ζυγούρα
. Ελληνικό έθνος και ελληνικό κράτος. Μια ιστορική σχέση εμπιστοσύνης;
Οι παλιότεροι θα θυμούνται την φράση (σε πτώση δοτική) που αναγραφόταν στα χαρτονομίσματα. «Δραχμαί …, πληρωτέαι επί τη εμφανίσει» που σήμαινε ότι η εμφάνιση του τραπεζογραμματίου κατά την συναλλαγή ισοδυναμούσε με την καταβολή χρυσού ισόποσης αξίας. Αν, δηλαδή, ήθελε κάποιος, πήγαινε στην Τράπεζα της Ελλάδος, έδινε τα χαρτονομίσματα και έπαιρνε τον χρυσό που αντιστοιχούσε στο δραχμικό ποσό. Ο ρόλος συνεπώς του χάρτινου χρήματος ήταν η πρακτική διευκόλυνση κατά τη συναλλαγή. Δεν έδινε πολύτιμο μέταλλο ο αγοραστής, αλλά ένα χαρτί που το εξέδιδε η κεντρική τράπεζα του κράτους. Αυτή που είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα της έκδοσης του χρήματος.
Η λειτουργία αυτή βασιζόταν σε δυο στοιχεία εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος: 1. Η τράπεζα εκδίδει χαρτί μόνον για όσο χρυσό διαθέτει. 2. Οποιαδήποτε στιγμή το χαρτί ήταν ανταλλάξιμο με το μέταλλο. Στην πορεία φάνηκε ότι η εμπιστοσύνη ήταν υπερβολική, άρα και ο ρόλος του χάρτινου χρήματος ήταν αρνητικά προσχεδιασμένος ή για κάποιους λόγους παραστράτησε στην πορεία.
Η φράση «δραχμαί … πληρωτέαι επί τη εμφανίσει» εκσυγχρονίστηκε στις τελευταίες εκδόσεις της δραχμής. Έγινε «δραχμές … πληρωτέες με την εμφάνιση». Ο δημοτικισμός λειτούργησε καθυστερημένα και ήπια. Ήπια όμως δεν ήταν η φάση των έξι τελευταίων ετών κατά την οποία η ελληνική κοινωνία εκβιάζεται από την πολιτική, για να δεχθεί τον «εκσυγχρονισμό» (βλ. «μεταρρυθμίσεις») με αντάλλαγμα να διατηρήσει το «νόμισμα» του ευρώ. Τι είναι αυτό το νόμισμα και πώς προέκυψε; Γιατί τα χαρτονομίσματα του ευρώ είναι απρόσωπα και τα αναγραφόμενα ποσά δεν πληρώνονται «με την εμφάνιση»; Η ερώτηση μοιάζει δύσκολη, αλλά το πρόβλημα δεν είναι τόσο στην απάντηση, αλλά στο ότι η ερώτηση δεν τίθεται. Αντίστοιχα, πόσοι γνώριζαν το 1980 τι σήμαινε επί της ουσίας «πληρωτέαι επί τη εμφανίσει»; Πόσοι γνώριζαν το 2000 τι σημαίνει «αλλαγή εθνικού νομίσματος» με διακρατικό νόμισμα που -όμως- δεν αντιστοιχεί ούτε σε έθνος, ούτε σε κράτος; Εκτός αν «κράτος» σημαίνει κυρίως «τράπεζα», οπότε τα πράγματα παίρνουν έναν δρόμο λογικής, μέχρι να φανεί η ταυτότητα του κεντρικού τραπεζίτη, μέχρι να αποκαλυφθούν οι αφανείς δυνάμεις που τον κατευθύνουν, μέχρι να αποκαλυφθούν όλα όσα η κοινή γνώμη νόμιζε ότι γνώριζε.
Πεποίθηση ή γνώση;
«Η δραχμή έπαψε να είναι το εθνικό νόμισμα της χώρας μετά την εισαγωγή του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2002». Αυτό αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στο ενημερωτικό της κείμενο για την δραχμή. Λίγο πριν εξηγεί ότι η δραχμή είναι το εθνικό νόμισμα της Ελλάδος από το 1833. Δεν εξηγεί όμως τι έγινε πριν το 1833, όπως και δεν ενημερώνει σε άλλη σελίδα αν η ίδια και η «Εθνική Τράπεζα» του 1841 (της οποίας αποτελεί συνέχεια) είναι Τράπεζα κρατική ή ιδιωτική. Περιττό το ψάξιμο, η ΤτΕ είναι ιδιωτική, όπως, αντίστοιχα, ιδιωτική ήταν και η Τράπεζα που εξέδιδε την δραχμή. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το κράτος δεν είχε ποτέ εθνική κυριαρχία; Ότι δεν ελέγχει το νόμισμά του; Ότι το κράτος είναι ιδιωτικό; Τότε, ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της Τράπεζας που εκδίδει το κρατικό νόμισμα; Ποιους σκοπούς εξυπηρετεί και γιατί το κράτος συνεργάζεται μ’ έναν ανώνυμο (για τους πολίτες) ιδιώτη που εκδίδει και δανείζει το χρήμα στο κράτος;
Όλα αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα μπορούν να έχουν σύντομες απαντήσεις, αλλά αυτές είτε θα είναι δύσκολες για πολλούς, είτε θα οδηγούν -αλυσιδωτά- σε νέες, ολοένα περισσότερες ερωτήσεις, οι οποίες, για κάποιον λόγο, δεν υπήρχε ανάγκη να τεθούν πριν 10, 50 ή 150 χρόνια. Ή, αν υπήρχε παρόμοια ανάγκη, αυτή εμφανίστηκε και πάλι σε περίοδο κρίσης, όταν απειλήθηκε η ύπαρξη και η ελευθερία. Τότε άρχισε να γίνεται συνείδηση ότι η πεποίθηση δεν είναι γνώση.
Δραχμή ή Ευρώ;
Ένα τέτοιο ερώτημα θα το έβαζε σοβαρά μόνο κάποιος που έχει πλήρη αγνωσία ή δόλο. Μόνο κάποιος που θέλει να ξεφύγει ή να εκβιάσει. Ή και τα δυο μαζί. Το βέβαιο είναι ότι η σύγχυση «έθνους» και «κράτους» στο νόμισμα και στην οικονομία συνδέεται με το περί έθνους «πρόβλημα» και τις διαφορετικές θεωρήσεις του. Η δραχμή μπορεί να εμφανιζόταν ως κρατικό νόμισμα, να την εξέδιδε αρχικά η Εθνική Τράπεζα, αλλά ουδέποτε υπήρξε εθνικό νόμισμα. Και αυτό γινόταν σε ένα Έθνος-Κράτος στο οποίο η κοινωνία γιόρταζε τυπικά το 1821, ουσιαστικά το 1824 (δάνεια Λονδίνου), το 1833, το 1841, το 1927 (έτος ίδρυσης της ΤτΕ). Σήμερα το κράτος αυτό συγκλονίζεται μέχρι διαλύσεως με μέσο ίδιο και απαράλλαχτο σαν κι αυτό που το συγκλόνισε το 1824-31. Δάνεια και χρέος, απειλές και εκβιασμοί, συκοφάντηση και προπαγάνδα. Μα, δεν χρειαζόμαστε ντε και καλά την κα Κωνσταντοπούλου και το πόρισμα της επιτροπής χρέους. Αν το δυτικού τύπου κράτος υπήρξε ανέκαθεν εικονικό ως προς το έθνος, είναι απόλυτα λογικό και φυσιολογικό να κυκλοφορούν διαφορετικές σημασίες για το έθνος. Είναι αναμενόμενο και για το ελληνικό κράτος να περιορίζει και να πολεμά το ελληνικό έθνος. Αυτό έγινε για πρώτη φορά στην Επίδαυρο το 1822, η κρατική ιστορία το παρουσιάζει αντίστροφα. Ας διαβάσει κάποιος πώς το Σύνταγμα (περι)ορίζει το έθνος σε σχέση με το κράτος για να έχει ένα επί πλέον στοιχείο στην κατανόηση ποιος δημιουργεί το 1821, ποιος το μάχεται, πώς ορίζεται ο «Έλληνας», τι σημαίνει το κράτος που δημιουργήθηκε. Έτσι θα είναι ευκολότερη η εξήγηση στο ερώτημα «γιατί σήμερα το κράτος κατεδαφίζεται (μεταρρυθμίζεται) από τις δυνάμεις που το δημιούργησαν» (το 1833, εννοείται, με την αντιβασιλεία στην εξουσία και τον Κολοκοτρώνη για άλλη μια φορά στην φυλακή). Η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μπορεί να έχει θετικές ή αρνητικές συνέπειες, πρόσκαιρες ή μακροπρόθεσμές, όμως δεν πρέπει να ταυτίζεται η αλλαγή του νομίσματος με μια εθνική πολιτική που οδηγεί αυτόματα σε άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Πιο απλά, ο στόχος σήμερα δεν μπορεί να είναι «να γυρίσουμε στο 2009», γιατί ό,τι λειτουργούσε από το 1950 και μετά, ελεγχόταν από τις ίδιες αφανείς δυνάμεις και σταδιακά οδηγούσε στο 2009. Σε κάθε περίπτωση, το συγκεκριμένο παρελθόν δεν εγγυάται το μέλλον αφού οδήγησε στο ζοφερό παρόν, κυρίως όμως ο στόχος δεν πρέπει να ταυτίζεται με το μέσον. Και τα χρήματα δεν μπορεί λογικά να αποτελούν τελικό στόχο, αλλά μόνο το μέσον προς αυτόν. Γιατί; Επειδή μπορεί οι πολιτικοί και οι πάσης φύσεως μεσάζοντες να κερδίζουν χρήματα, όμως αυτοί που σχεδιάζουν και επιβάλλουν τις πολιτικές είναι αυτοί που παράγουν το χρήμα. Αποκλείεται λοιπόν να το εκδίδουν για να το μοιράζουν και στη συνέχεια να το μαζεύουν για να γίνουν πλουσιότεροι.
Η δραχμή δεν ήταν το πρώτο νόμισμα του κράτους. Επιβλήθηκε το 1833 από την αντιβασιλεία, που παρά την απουσία Συντάγματος είχε πνεύμα αντίστοιχο. Αντικατέστησε τον φοίνικα του 1829 που δεν συνδεόταν με τα τρία Συντάγματα της Επανάστασης. Αν η δραχμή είχε άγνωστο δημιουργό και αντιστοιχούσε σ’ ένα κράτος που όριζε καταναγκαστικά το έθνος του, τότε πόσο ευκολότερο είναι να μάθουμε την ταυτότητα της ΕΚΤ, του ευρώ και της Ε.Ε.; Ποια είναι η συγκολλητική ουσία που θα ενώσει τα έθνη σε ένα κράτος και ποια έθνη έχουν δώσει σαφή εξουσιοδότηση για την έως τώρα ένωση; Για την Ελλάδα το δίλημμα «Ευρώ ή δραχμή;» είναι αποπροσανατολιστικό επειδή λειτουργεί σε επίπεδο ανακλαστικών χαμηλού επιπέδου. Το Ευρώ χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα με κατάλληλη πολυεπίπεδη προετοιμασία για να εμφανιστεί το «πρόβλημα» ως φυσικό φαινόμενο το 2009, όμως η προτεινόμενη λύση μιας παρελθοντικής δραχμής εξαφανίζει το πραγματικό ζήτημα και περιορίζει τη συζήτηση μόνο στο μέσο, αφού υπονοεί έναν αυτοματισμό που θα εξαφανίσει το «πρόβλημα». Ποιο πρόβλημα θα αποκατασταθεί σ’ αυτή την περίπτωση; Η ρευστότητα που -όπως φάνηκε- ανακαλείται ανά πάσα στιγμή ή το εθνικό ζήτημα που αποτελεί τον τελικό στόχο; Κανένα από τα δυο, αν δεν αλλάξει τουλάχιστον το θεσμικό πλαίσιο.
Έθνος, χρήμα και πολίτευμα. Πώς σχετίζονται;
Η δυσκολία της αποκρυπτογράφησης των γεγονότων έγκειται στην αποκάλυψη των προσώπων που δημιουργούν τις τάσεις και τις δράσεις. Έγκειται στην αποφυγή των εύκολων ερμηνειών που σκόπιμα -κάποιες φορές- έρχονται να συσκοτίσουν τα πράγματα. Ακόμα κι αν είναι αδύνατη η αποκάλυψη των ταυτοτήτων, είναι δυνατή η παρακολούθηση και η καταγραφή των τάσεων.
Όταν σήμερα (και) στην Ελλάδα τα χαρτονομίσματα ποινικοποιούνται με το πρόσχημα της φοροδιαφυγής, θα πρέπει να ελέγξουμε: Πώς ιστορικά το χαρτί πλαστογράφησε το μέταλλο και πώς το άυλο χρήμα θα αποτελέσει προϋπόθεση για ενδεχόμενη περαιτέρω πλαστογράφηση. Ότι τα μετρητά διώκονται (ποινικοποιούνται), δεν χωράει συζήτηση. Δεν έγινε χωρίς λόγο το δημοψήφισμα. Ένας, βασικός, ήταν τα capital controls και η μαζική διάθεση καρτών ανέπαφων συναλλαγών (contactless) που εξαφανίζουν την υποχρέωση της ταυτοποίησης του φέροντος για αγορές μέχρι τα 25 ευρώ. Η τάση της κατάργησης των μετρητών συνεχίζεται και μετά τις εκλογές. Το κράτος που νομοθετεί, όταν θέλει, σε χρόνο μηδέν και με μηδενικές αντιδράσεις της Βουλής, εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι προωθεί το πλαστικό χρήμα και την ηλεκτρονική του διακίνηση, επειδή αδυνατεί να πατάξει την φοροδιαφυγή. Αντίστοιχα με τα μετρητά διώκεται το έθνος, στην ουσία του όμως και όχι στην ταμπέλα του κράτους όπου από τη γέννησή του φιγουράρει. Το πρόσχημα σ’ αυτό είναι η τεχνητή οικονομική κρίση του 2009. Καμιά απολύτως σχέση δεν έχει με κανένα έλλειμμα και κανένα χρέος. Φούσκωσαν τεχνητά το έλλειμμα από το 4-5% στο 15+%, για να γίνει ασύμφορος ο ιδιωτικός δανεισμός των δήθεν έκπληκτων αγορών και να ακολουθήσουν οι αρνητικές εκθέσεις των δήθεν έκπληκτων οίκων αξιολόγησης. Η δήθεν έκπληκτη Κομισιόν και τα δήθεν έκπληκτα και ανεξάρτητα ευρωπαϊκά ΜΜΕ κατηγόρησαν τον κάθε Έλληνα ότι εξαπάτησε συνειδητά τον κάθε Ευρωπαίο. Μετά δάνεισαν και επέβαλαν εκείνα τα μέτρα που θα οδηγούσαν τους νέους στην μετανάστευση, τον τουρισμό και την φαρμακοβιομηχανία σε μαρασμό, θα έφερναν σε απόγνωση τους επαγγελματίες, τους αγρότες, τους συνταξιούχους, τους έχοντες ακίνητα και στεγαστικά δάνεια … Όλα αυτά έκρυβαν κάπως τους τελικούς στόχους (Χριστούγεννα, Πάσχα, Κυριακές, οικογένεια, κοινωνική συνοχή…) ενώ ταυτόχρονα έκαναν το αντίθετο από αυτό που υποτίθεται ότι θα διόρθωναν: διόγκωναν το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ και αφαιρούσαν κάθε δυνατότητα οικονομικής ανάπτυξης που θα αποπλήρωνε το χρέος. Οι γαλαζοπράσινες κυβερνήσεις με τα στελέχη τους βουτηγμένα ως το μεδούλι στην παρανομία, εκβιαζόμενες από το αφανές παρασκήνιο, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να προσπαθούν το ακατόρθωτο: να κλείσουν το ετήσιο έλλειμμα για να ξαναγυρίσει η χώρα στην «φυσιολογική» κατάσταση του ιδιωτικού δανεισμού. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, όταν το έλλειμμα, το χρέος αλλά και η δημοτικότητα των κυβερνήσεων ανήκει στον απόλυτο έλεγχο όσων βρίσκονται πίσω από τους σημερινούς δανειστές; Εκτός από ακατόρθωτος όμως, ήταν και ανώφελος ο στόχος. Γιατί αν η Ελλάδα κατόρθωνε -εξοντώνοντας όλη την κοινωνία- να γυρίσει σε σταθερά πλεονάσματα, με βάση το νέο χρέος και μερικές «μικροεπεμβάσεις», σε συντομότατο χρονικό διάστημα θα βρισκόταν σε σημείο χειρότερο από το 2009. Τι συμβαίνει λοιπόν επί έξι χρόνια;
Οι κυβερνήσεις ανεβοκατεβαίνουν, τα ελληνικά κόμματα αλληλοκατηγορούνται και αυτοχαρακτηρίζονται για να πείσουν ότι ασκούν διαφορετικές πολιτικές, σχεδόν όλα όμως συμφωνούν ότι το έθνος χρωστάει γι’ αυτό και χρήζει «μεταρρυθμίσεων». Κάποιοι μάλιστα τις χαρακτηρίζουν «εθνικό μονόδρομο». Έναν εθνικό δρόμο που οδηγεί σε αποεθνοποίηση. Σ’ ένα πολίτευμα που λέγεται πως διαθέτει το πλεονέκτημα της «λαϊκής κυριαρχίας», κυρίαρχος δεν είναι ούτε ο «λαός», ούτε οι κυβερνήσεις του. Σ’ ένα πολίτευμα που αυτοδιαφημίζεται ως «λαϊκό» ο ένας κατηγορεί τον άλλο ως περισσότερο «λαϊκιστή». Σ’ ένα πολίτευμα ανταποδοτικού χαρακτήρα κατηγορούνται εξίσου κράτος και έθνος ως το ένοχο ζευγάρι του πελατειακού ταγκό. Το έθνος κατήντησε να το υπερασπίζεται η Χ.Α, προβάλλοντας την μόνιμη οργή και την κάθε είδους βία ως χριστιανικές αξίες. Τον λαό τον υπερασπίζεται (όπως πάντα) το Κ.Κ.Ε, αφού ως υποστηρικτής του κοσμικού διεθνισμού, δεν παραδέχεται την συγκρότηση του έθνους-κράτους και προβάλλει ως εξήγηση του προβλήματος την παράλογη και αντικοινωνική θεωρία των τάξεων. Όσο συμβαίνουν αυτά, η κοινωνία (το έθνος) υφίσταται μια ασταμάτητη τρομοκρατία και αποβλάκωση (μέσω «δημοσιογραφίας») . Για παράδειγμα, τα τελευταία 24ωρα υποχρεώνεται σε αντίλογο με μια «επιτροπή σοφών» που αποσυνδέει τελείως τις συντάξεις από τις σχετικές κρατήσεις και ωθείται να θεωρεί ως θετικό βήμα ότι το κράτος «υποχωρεί» από την αρχική του θέση και δέχεται να φορολογεί μόνον τις εισπράξεις, όχι την προσδοκία τους.
Όλα δείχνουν ότι το γνωστό μας κράτος εξαφανίζεται, επειδή στόχος του είναι να εξαφανιστεί το έθνος, δηλαδή να υποδουλωθεί πολιτισμικά. (Αν κάτι αντίστοιχο συντελείται και αλλού, τότε υπάρχει περίπτωση να υλοποιείται εξαφάνιση εθνών και όχι μόνον του ελληνικού). Γι αυτό εξαφανίζεται και η βασική υποχρέωση του κράτους να εκδίδει νόμισμα σε αντιστοιχία χρυσού. Το χρήμα γίνεται ψηφιακό. Θα εμφανίζεται και θα εξαφανίζεται με το πάτημα κουμπιών. Η πληρωμή θα γίνεται πλέον «επί τη εξαφανίσει». Αυτό δεν σημαίνει πως η προηγούμενη κατάσταση ήταν σωστή ή ιδανική, απλώς ήταν καλύτερη. Τι συμβαίνει; Γιατί εμφανίζονται -για άλλη μια φορά- ως λυτρωτές αυτοί που δημιουργούν τα δεινά; Για να απαντήσουμε, πρέπει να ιεραρχήσουμε αυτά τα δεινά.
Όταν τα χρήματα γίνονται πληρωτέα επί τη εξαφανίσει, τον λόγο έχει η εμφάνιση της ιστορίας
Ελληνικό έθνος & κράτος – Σύνταγμα, 1823
Σε καλοστημένες αναλύσεις όπως αυτή του Β. Βιλιάρδου, τα συμπεράσματα κατευθύνονται προς την μορφή του πολιτεύματος και την ευθύνη του πολίτη μέσα σ’ αυτό. Σωστά. Συσχετίζουν επίσης το πολίτευμα με τα μέσα ενημέρωσης και την παιδεία, τα οποία καθοδηγούν την κοινωνία. Κι αυτό σωστό. Η ανάλυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως θεσμού μη ελεγχόμενου από την πολιτική είναι ελλιπής, παρά το ότι το θέμα θίγεται. Γίνεται λόγος για ενοχή κάποιων «ελίτ» αλλά όχι για (ανεξέλεγκτο) θεσμό μέσα στον (θεσμικώς ελεγχόμενο) θεσμό. Γιατί τι άλλο είναι η Τράπεζα που αδιαφανώς δημιουργεί χρήμα μέσω του δανεισμού και εκδίδει νόμισμα μέσα σ’ ένα κράτος; Μια τέτοια δημοκρατία που εφευρέθηκε στη Δύση (πώς, πότε, από ποιους;) και επιβλήθηκε δια ροπάλου και προπαγάνδας στο Ελληνικό Βασίλειο μας παραπέμπει όχι μόνον στις Θουκιδίδειες παρατηρήσεις και στον θεωρητικό αυτοματισμό της (ύπαρξη δημοκρατίας = θετικό κατ’ αρχήν, απουσία δημοκρατίας = αρνητικό κατ’ αρχήν, ψευδοδημοκρατία = απουσία πραγματικής δημοκρατίας, άρα αρνητικό). Μας παραπέμπει στην «δημοκρατία» με την καθαρή έννοια «ο δήμος κρατεί». Αυτή οδηγεί στο ερώτημα: είναι ικανή ή αναγκαία συνθήκη προστασίας της κοινωνίας η απόφαση της πλειοψηφίας; ή μήπως υπάρχει εγγενής αυταπάτη που οφείλεται στον μη υπολογισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων η κοινωνία «προστατεύεται»; Ποια είναι τα κριτήρια και από πού απορρέουν; (Πώς ορίζεται η δικαιοσύνη; Γιατί ο φόνος είναι καταδικαστέος;) Ως προς την πρόσφατη ιστορία των τριών τελευταίων αιώνων: Μια δημοκρατία άρρηκτα δεμένη με τον κρατικό δανεισμό και τον οικονομικό φιλελευθερισμό του 17ου-18ου αιώνα ποιες αξίες επικαλείται και γιατί αυτές δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν από τα προηγούμενα μοντέλα διακυβέρνησης; Τέλος, αν ξαναγυρίσουμε στην Ελλάδα, η συνεχής χρήση του ευγενούς όρου «πολίτης» δεν εξηγεί ποιος, πότε και γιατί τον κατήντησε «πελάτη». Κάποιοι μοιράζουν υπερβολικές ευθύνες στο έθνος και ανάγουν το πολίτευμα σε άλλοθι (αν η κοινωνία δεν είναι ικανοποιημένη, έχει την ευθύνη του λάθους και την δυνατότητα άλλων επιλογών). Ενοχοποιούν τον δελεαζόμενο-εκβιαζόμενο πολίτη-πελάτη για τα αποτελέσματα που παράγει το πολίτευμα της δανειοδοτούμενης-εξωθεσμικής-πελατειακής-τηλεοπτικής δημοκρατίας. Στοιχεία αυτής της προσέγγισης έχει και το συγκεκριμένο άρθρο. Τα πρόβατα ενός κοπαδιού δεν μπορεί να εγκαλούνται επειδή δεν αντιστέκονται στην κακία ενός παγκόσμιου αντι-τσοπάνη (λύκου). Συνεπώς, είναι μεν πολύ καλύτερη η ερμηνεία του Β. Βιλιάρδου από τις κοινές (φταίει ο ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός, ο νεοφιλελευθερισμός…) αλλά εγκλωβίζεται στην απαισιόδοξη διαπίστωση των πολιτών που λοβοτόμησε μια παγκόσμια ελίτ, μετατρέποντάς τους σε πρόβατα, που αν και έχουν δημοκρατική διέξοδο, την απεμπολούν. Η ιστορική διαπίστωση της άκρατης δημοκρατικής επιθετικότητας και η ανάλυση του αντιπάλου κατά του οποίου κινείται, θα επέτρεπε τουλάχιστον την αποφυγή της παγίδας που διακρίνει δεξιές και αριστερές ιδεολογίες. Όσο για την μέθοδο με την οποία θα αντιδράσει δημοκρατικά οι κοινωνία: με ποιο κόμμα (κομμάτι) και ποιον ηγέτη θα συνταχθεί το κοινωνικό σύνολο; ποια μέσα θα το προβάλλουν; ποιος θα το χρηματοδοτήσει; ή μήπως θα γίνει η ανατροπή δια της ασυντόνιστης μαζικής ανυπακοής στους νόμους που ψηφίζουν οι βουλευτές;
Ευτυχώς, για την δυνατότητα εξαγωγής συμπερασμάτων, πολίτευμα, δάνεια, νόμισμα και δημόσια ενημέρωση στην Ελλάδα συνδέονται στενότατα από το 1824. Και το μοντέλο αυτό προφανώς δεν εφευρέθηκε το 1823, ούτε στόχευε μόνο στους Έλληνες. Η μεγάλη δυσκολία στον σημερινό Έλληνα είναι η αντίφαση ότι υπερασπίζεται το έθνος μέσα από ένα εχθρικό προς αυτόν Έθνος-κράτος. Η δυσκολία υποχωρεί αν αναλογιστεί ότι «έθνος» σημαίνει «πολιτισμός» και το Έθνος-κράτος του 1833 ήταν αντίπαλος του ελληνικού πολιτισμού, δηλαδή του επαναστατημένου ελληνικού έθνους, άρα «Έθνος-κράτος» μετά τον Καποδίστρια σήμαινε «πολιτισμός υπό κρατικό περιορισμό». Συνεπώς η ιστορική παρανόηση βασίζεται στην συρρίκνωση της έννοιας «Έλληνας» σε κρατικό μέγεθος και η εμπέδωση του ψεύδους ότι το 1833 δικαίωσε το 1821, ότι το 1821 ήταν μια εθνική Επανάσταση με στόχο την Αθήνα και όχι μια πολυεθνική Επανάσταση με στόχο την Κωνσταντινούπολη. Είναι λοιπόν το ελληνικό έθνος «πολυεθνικό», δηλαδή ο «Έλληνας» είναι μια πολιτισμική έννοια που ξεπερνάει το βασικό πολιτισμικό στοιχείο της γλώσσας; Φυσικά, με δεδομένο και το ότι η Επανάσταση γίνεται με στόχο την ανατροπή του 1453 μ.Χ., όχι την ανατροπή του 146 ή του 338 π.Χ.
Οι προσπάθειες που κατά καιρούς γίνονται να φανεί ένοχος και ανισόρροπος όποιος θεωρεί το ελληνικό κράτος ως εχθρικό προς τους Έλληνες, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία τους και την προέλευσή τους, απλώς επιβεβαιώνουν την ιστορική πρόθεση το κράτος να γίνει η φυλακή και το σωφρονιστήριο του έθνους. Ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Καποδίστριας και ένας μεγάλος αριθμός διωκομένων-συκοφαντημένων, δεν αρνήθηκαν απλώς να «μεταρρυθμιστούν». Ήταν αυτοί που δημιούργησαν μια Επανάσταση την οποία σταδιακά καρπώθηκαν οι δημοκρατικοί αντίπαλοί τους, με βοήθεια τα δάνεια και την προπαγάνδα. Ποια μπορεί να είναι η εμπιστοσύνη του Έλληνα προς το κράτος; Καμιά, με δεδομένο όχι την τελευταία εξαετία, αλλά το σύνολο της λειτουργίας του από το 1833. Χρέος του Έλληνα δεν είναι να πληρώνει αδιαμαρτύρητα τον κρατικό δανεισμό που ουδέποτε καθόρισε, έλεγξε, εξουσιοδότησε να γίνει επ’ ονόματι του, αλλά να συνειδητοποιήσει πόση εξουσιοδότηση παρέχει στην πολιτική εξουσία, έναντι ποιου αντιτίμου και ποιου στόχου. Η συνειδητοποίηση αυτού του ελλείμματος είναι αργή, βασανιστική και ίσως να μη γίνει ποτέ στο σύνολό της. Όμως μετά από την αποκάλυψη ενός μόνο τμήματος της ιστορίας, εμφανίζονται στοιχεία που είχαν σκόπιμα εξαφανιστεί. Και το αντίθετο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου