Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Η διαφθορά μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικό-ιστορικής εξέλιξης των πολιτειακών θεσμών στην Κύπρο



Του Δημήτρη Σαββίδη – Δικηγόρου

Εισαγωγή

Το φαινόμενο της διαφθοράς αποτελεί ένα από τα βασικά εμπόδια της κοινωνικό-οικονομικης εξέλιξης κάθε λάου, αφού λειτούργει και ως ένας άκρως υπονομευτικός παράγοντας στην υγιή του δημοκρατική οργάνωση και ανάπτυξη. Γενικότερα, η διαφθορά αποτελεί ένα αρνητικό φαινόμενο διάχυτο στο παγκόσμιο σκηνικό αλλά διαφοροποιείται στον βαθμό που περιορίζεται από τους πολιτικούς και πολιτειακούς θεσμούς κάθε κοινωνίας. Στην Κύπρο σήμερα, δικαιολογημένα, το θέμα της διαφθοράς έχει τοποθετηθεί ψηλά στον κοινωνικό διάλογο ως άμεση πολιτική προτεραιότητα και έχουμε κηρύξει αγώνα για τον μετριασμό και εξάλειψη της.  

Σκοπός μας, εδώ, είναι να επικεντρωθούμε στην διαφθορά ως κοινωνικό φαινόμενο συνυφασμένο τόσο με την δυναμική της κοινωνικής μας ανάπτυξη όσο και με τον τρόπο που οργανώνουμε τις σύγχρονες πολιτικό-οικονομικες μας δραστηριότητες. Αυτή η οπτική είναι σε αντίθεση με κάποιες δημοσιογραφικές αναφορές που παρατηρούμε κατά καιρούς και οι οποίες εστιάζονταν στο φαινόμενο της διαφθοράς κατά τρόπον επεισοδιακό και αποστειρωμένο από τις κοινωνικό-ιστορικές εξελίξεις που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη του πολίτικου μας πολιτισμού. Συγκεκριμένα αυτές οι αναφορές περιορίζονται στην αξιολόγηση τους σε αιτιολογίες που μονολιθικά αφορούν προσωπικές εξάρσεις εγωκεντρισμού, η απλά προβλήματα κοινωνικοποίησης του ατόμου στο άμεσο κοινωνικό-οικονομικο του περιβάλλον.  Υπό την έννοια αυτή, διάφορα επεισόδια διαφθοράς που παρατηρήσαμε στο παρελθόν εξετάζονται αποσπασματικά χωρίς να θεωρούνται συνολικά ως παράγοντας που επηρεάζει το παρόν και καθορίζει το μέλλον της κοινωνικής μας ανάπτυξης.  

Για την καλύτερη ανάλυση αυτού του θέματος, σημαντική αξία θα είχε, κατά την άποψη μου, η βαθύτερη κατανόηση του ρόλου που παίζει η πολιτική μας παράδοση στην ιστορική εξέλιξη της δημοκρατικής θεωρίας στην Κύπρο, καθ’ ως επίσης και των δημοκρατικών ελλειμμάτων που συστηματικά βιώνουμε στην πολιτειακή μας οργάνωση. Κι αυτό γιατί η πολιτική μας παράδοση είναι οι άγραφοι κανόνες και νομοί που έχουν αποτυπωθεί ιστορικά στο κοινωνικό-ψυχολογικο μας ήθος και μνήμη, αφού επηρεάζουν διαχρονικά τον τρόπο συμπεριφοράς μας ως πολίτες και ως πολιτεία γενικότερα. Κάθε μέρα που περνά αποδεικνύεται ότι η πολιτική μας παράδοση και πολιτισμός παίζουν ένα καθοριστικό ρολό στην διαμόρφωση της συνείδησης του καθενός από μας ως πολίτες της δημοκρατίας μας. Μέσα απ αυτή τη προσέγγιση, όταν εξετάζομε και αξιολογούμε την σχηματοποίηση των πολιτικών και πολιτειακών μας θεσμών, θα ήταν τουλάχιστο αντιπαραγωγικό αν μην λάβουμε υπόψη το ρόλο που έχουν διαδραματίσει οι διαφορές σχέσεις διαφθοράς στην ζύμωση του προσωπικότητας μας ως πολίτες και στην ανοχή που επιδεικνύομε στην φθορά και στις συνέπειες που παρατηρούμε ως αποτέλεσμα της διαφθοράς στα διάφορα κανάλια διαχείρισης πολίτικης και πολιτειακής εξουσίας.  Είναι η βασική μου θέση ότι αν συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε, ως κοινωνία με ανειλικρίνεια και λανθασμένο τρόπο, την πολίτικο-κομματικη μας εξέλιξη θα βρισκόμαστε πάντα ενώπιων ενός παρατεταμένο αδιέξοδο από το όποιο δεν θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε ποτέ.

Από την άλλη, η κοινωνό-ιστορική μας εξέλιξη ακολουθει τη δική της πορεία χωρίς διακοπές και κενά, αφήνοντας ίχνη και παίζοντας ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στη σφαίρα της διαμόρφωσης της συλλογικής μας συνείδησης. Κοινωνικά ζητήματα όπως η διαφθορά δεν μπορούν να εξεταστούν αποκομμένα από το παρελθόν και το μέλλον αν θα πρέπει να βρούμε λύσεις στη φαινομενικά απρόβλεπτη πορεία της κοινωνίας μας προς τα παθογενη αδιέξοδα.  Η διαδικασία αυτή περνά μέσα από την ορθή ανάγνωση και ανάλυση της ιστορικής μας εξέλιξης ως σώμα πολιτών. Υπό αυτή την έννοια το ζήτημα της διαφθοράς είναι συνυφασμένο με την πορεία μας ως λαός προς την ανάπτυξη των βασικών θεσμών και λειτουργιών του κράτους μας.  Και αυτό γιατί ακόμα και σήμερα οι πολιτικές μας παραδόσεις που προέρχονται από τις πρώτες προσπάθειες διαμόρφωσης των πολιτικών μας θεσμών επηρεάζουν άμεσα την κοινωνική ψυχολογία μας. Αυτή η πολιτική δυναμική όπως άνοιξε τον δρόμο προς την θεσμική και πολιτειακή μας οργάνωση έτσι δημιούργησε και την βούληση του λάου μας για δημοκρατική ανάταση απέναντι στην πολιτική ισοπέδωση. Από την άλλη πλευρά, όμως, η ίδια δυναμική διατήρησε παραδόξως ως ένα συστατικό της και την νοοτροπία της αναξιοπρέπειας και της υποταγής σε φθοροποιά κανάλια διαπλοκής εξουσίας που επιφέρουν κοινωνικό-πολιτικα αδιέξοδα και συνειδησιακή αλλοτρίωση ανάμεσα στο λαό μας.

Ορισμός

Γενικά θα μπορούσαμε να δώσουμε πάρα πολλούς ορισμούς σε σχέση με το τι αποτελεί διαφθορά. Βασικά όμως όλες αυτές οι προσπάθειες ορισμού, έχουν να κάνουν με συμπτώματα ηθικής παρακμής και πολιτειακής αποσύνθεσης οπως τα παρατηρούμε σε μια κοινωνία. Σ’ αυτό το πλαίσιο νιώθουμε τη διαφθορά ως την αδυναμία μας να διαχειριστούμε επαρκώς τους πολιτικούς μας και πολιτειακούς μας θεσμούς. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα μέσα από τον ορισμό των ΗΕ που θεώρει το φαινόμενο της διαφθοράς ως την κατάχρηση δημοσίων λειτουργημάτων και αξιωμάτων για ιδιωτικό η οργανωτικό κέρδος. Είναι δηλαδή η αθέμιτη χρήση πολίτικης και πολιτειακής εξουσίας από νομιμοποιημένους λειτουργούς με σκοπό το ιδιωτικό η οργανωτικό όφελος εαν και εφ’ όσον οι έκνομες πράξεις των λειτουργών αυτών συνάδουν τόσο με τα προσωπικά τους όσο και με τα οργανωτικά τους συμφέροντα. 

Από την άλλη, ενώ δημόσιοι λειτουργοί είναι αυτοί που επ’ ωφελούνται από φαινόμενα διαφθοράς, είναι ιδιωτικά συμφέροντα που παρέχουν τα κατάλληλα κίνητρα για την έξαρση αυτής της θεσμικής παθογένειας που υπονομεύει καίρια την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το υπόβαθρο της κράτους και της ηγεσίας τους.  Η διαφθορά συγκεκριμένα περιλαμβάνει φαινόμενα όπως η δωροδοκία, εκβιασμό, απάτη κατάχρηση από εξυπηρέτηση κάποιου λειτουργού ο όποιος είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει την θεσμική του ιδιότητα και δυνατότητα σε σημείο που επηρεάζει οικονομικό-πολιτικες διαδικασίες και αποτελέσματα. Η διαφθορά επίσης αναφέρεται εννοιολογικά και σε συμπεριφορές πολιτικών η πολιτειακών λειτουργών που υπονομεύουν την έννομη και ηθική κανονικότητα με σκοπό την εξυπηρέτηση ανήθικων κομματικών τους σκοπών, αφού συχνά παραμένει συγκεκαλυμμένη από την συνεχή καθημερινή δράση των εμπλεκόμενων αξιωματούχων.

Κατ επέκταση αυτός ο ορισμός μας βοήθα να επικεντρωθούμε στην διαφθορά ως φαινόμενο καρκινογένεσης μέσα στην ανάπτυξη του πολιτικού μας πολιτισμού και στην υπανάπτυξη του συλλογικού μας πολίτικου ήθους. Παρομοίως με την καρκινογένεση, έτσι και η διαφθορά αναπτύσσεται μέσα στους ιστούς διαχείρισης εξουσίας στο σημείο που αλλοιώνει και αποσυνθέτει τον πολιτικό μας χαρακτήρα ως λαό, ενώ αυξάνει τις κοινωνικές παθογένειες, ανισότητες και το πολιτικό-οικονομικο περιθώριο. Τρία παραδείγματα μπορούν να μας βοηθήσουν να συνειδητοποιήσουμε τις δομικές προεκτάσεις αυτής της μορφής παθογένειας.  

Καταστρατήγηση του δημοσίου πλούτου από δημοσίους λειτουργούς στα πλαίσια της διαμόρφωσης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού μας.

            Η καταχώρηση δημοσίων συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα με αυθαίρετα κριτήρια.

            Αμέλεια στην λειτουργιά του κράτους με συνέπειες θανάτωσης πολιτών, πχ Μαρί..

Στο επίπεδο της ιδιωτικής κοινωνίας, φαινόμενα διαφθοράς εντοπίζονται στο πλαίσιο των σχέσεων ιδιωτών με κρατικούς λειτουργούς όπως αστυφύλακες η άλλους επόπτες λειτουργούς, όταν, ιδιώτες τείνουν να επιζητούν να αποφύγουν χρονοβόρες δαπανηρές γραφειοκρατικές διαδικασίες στην εκτέλεση πολλές φορές νομιμοποιημένων σκοπών. 

Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο αυτό με περισσότερο προβληματισμό θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην κοινωνικό-ιστορική διάσταση του θέματος με έμφαση στην πολιτική εξέλιξη και στις δομές κοινωνικών σχέσεων εξουσίας που ευνοούν τη διαφθορά.  Συγκεκριμένα, η έκταση και η μορφή της διαφθοράς ως παθογένειας μεταβάλλεται κοινωνικό-ιστορικα διάμεσου της πορείας του συστήματος εξουσίας όπως αυτό εξαρτάται από την δυναμική της μεταμόρφωσης των σχέσεων της πολίτικης και πολιτειακής οργάνωσης μιας κοινωνίας. Είναι λοιπόν παραδεκτό ότι σε κοινωνίες με υγιείς πολιτειακές βάσεις και με ώριμες πολιτικές ψυχολογικές αντιλήψεις αναφορικά με τη δημοκρατική ζύμωση και ανάπτυξη φαινόμενα διαφθοράς εμφανίζονται ως ελεγχόμενα και λιγότερο αποσυνθετικά.  Σ’ αυτό το πλαίσιο η συμμετοχική δημοκρατία πρέπει προφανώς να θεσμοθετείται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης και να ενδυναμώνεται συνεχώς ως αντίδοτο αφού δίνατε να λειτούργει περιοριστικά στην διαφθορά και να αναπτύσσει άξιες πραγματικής κοινωνικής αλληλεγγύης και σταθερότητας. 

Θεωρητικό υπόβαθρο

Αρχικά η διαφθορά θα μπορούσε να εξεταστεί κάτω από το πρίσμα της οπτικής του Αφεντικού-υπάλληλου. Μέσα απ αυτή τη προσέγγιση ο δημόσιος λειτουργός προδίδει την εμπιστοσύνη με την όποια τον περιβάλλει το κράτος-αφεντικο του και ξεφεύγοντας από τα όρια της καλής πίστης επιδιώκει προσωπικό η κομματικό κέρδος σε βάρος του δημοσίου. Δέχεται δηλαδή δωρεές και προνομία παραβιάζοντας τους ηθικούς κανόνες που περιβάλλουν το κοινωνικό του λειτούργημα. Επιπρόσθετα, αυτή η προσέγγιση συμπεραίνει ότι όπου το κράτος μεταφέρει εξουσίες στους λειτουργούς του χωρίς την ανάλογη εποπτεία φαινόμενα διαφθοράς λαμβάνουν χώρα σε μεγαλύτερη έκταση και συχνότητα.

Αυτή είναι όμως μια σχετικά μονόπλευρη εξήγηση αφού ο λειτουργός αντιδρά στην έλλειψη ελέγχους με σκοπό να πραγματοποιήσει μια κατά τα άλλα νομιμοποιημένη φιλοδοξία που είναι η αύξηση του κέρδους του η των κομματικών του προϋποθέσεων. Η ηθική της αλληλεγγύης υποχωρεί μπροστά σε κριτήρια αντιθετικά προς το δημόσιο συμφέρον.  Ο λειτουργός δεν θεώρει τον εαυτό του ως παραβάτη αφού νέες άξιες υποβιβάζουν το δημόσιο συμφέρον και επιβραβεύουν τον εγωισμό η το κόμμα του ως κριτήρια πολιτικού πολιτισμού. 

Από την άλλη, η κατανόηση της διαφθοράς μέσα από το πλέγμα των κοινωνικό-ιστορικων σχέσεων σε μια κοινωνία φαντάζει πιο ολοκληρωμένη. Αυτό γιατί στην περίπτωση του λάου μας η διαφθορά περιοριζόταν σημαντικά από το συλλογικό του ήθος που ιστορικά αναπτύχτηκε μέσα από παραδοσιακές άξιες και συμπεριφορές, Ήταν δηλαδή αυτός ο αξιακος κώδικας αποτέλεσμα των σχέσεων κοινωνικής συμβίωσης και αλληλεγγύης όπως δημιουργήθηκαν μέσα στα πλαίσια του κοινοτισμού που μας χαρακτηρίζει ακόμα ως πολίτικο πολιτισμό και που θεώρει το δημόσιο συμφέρον ανώτερο του προσωπικού. Συγκεκριμένα ο λαός μας ανέπτυξε δια μέσα των αιώνων κοινοτικές δομές ανταλλαγής προϊόντων και δωρεών μέσα από τις οποίες διασφάλιζε κοινωνική σταθερότητα και ομοιογένεια στην ηθική ανάπτυξη πάνω στη βάση της αλληλεγγύης,

Προβλήματα άρχισαν όταν οι κατακτητικές δυνάμεις επιχείρησαν διαχρονικά να επιβάλουν τους δικούς τους όρους εξουσίας αναφορικά με την εξέλιξη του πολιτικού μας πολιτισμού επιχειρώντας συστηματικά εναντίον των ιστορικών θρησκευτικών και κοινωνικών παραδόσεων μας για να επιβάλουν την πολιτική βούληση τους. Ειδικότερα, συχνά οι παραδοσιακές μας αξίες περί κοινωνικής αλληλεγγύης υποχωρούσαν μπροστά στην επιβολή της κρατικής βίας και φόβου με αποτέλεσμα να υιοθετούνται νέοι τρόποι προσαρμογής των ανθρώπων στις καταπιεστικές γραφειοκρατίες και θεσμούς των δυναστών που κατά καιρούς πέρασαν από το νησί. Αυτές οι ιστορικές φάσεις της κοινωνίας μας διακρίνονταν από εντάσεις, αντιστάσεις και αβεβαιότητα αναφορικά με την επιβίωση του λαού μας με την ιστορική του ταυτότητα. Νέα παρασιτικά ήθη και συμπεριφορές επιβάλλονταν στον λαό μας και οι άνθρωποι πολλές φορές υπέκυπταν στην πολιτική βουλιμία και οικονομική στέρηση που επιδίωκαν οι κατακτητές.

Με την αποικιοκρατία η πίεση στους ανθρώπους για προσαρμογή στα δεδομένα του νέου αφέντη έγινε πιο συστηματική. Οι Βρετανοί προσπάθησαν να εξασκήσουν κοινωνικό έλεγχο στο νησί επιχειρώντας να αλλοιώσουν το εθνικό χαρακτήρα του λάου μας καθ ως επίσης και τον κοινοτικό τρόπο ζωής. Οι αποικιοκρατικές δομές εξουσίας προχώρησαν να ελέγξουν όλες τις διαστάσεις της κοινωνικοποίησης του λαού προωθώντας ένα παρασιτικό τρόπο προσαρμογής των ανθρώπων στις άδικες δομές εξουσίας τους. Ως αποτέλεσμα αυτή η κατάσταση οδήγησε στην κακοδιαχείριση των θεσμών και στη διαφθορά αφού οι άνθρωποι βρεθήκαν αντιμέτωποι με δυο ανταγωνιστικούς αξιακούς κώδικες δηλαδή το κώδικα της κοινωνικής αλληλεγγύης αφ ενός και την αναγκαιότητα της συμβίωσης με τον κατακτητή αφ εταίρου.

Οι λειτουργοί του αποικιακού κράτους έγιναν διαπραγματευτές εξουσίας και ταυτιστήκαν με αυτήν. Οι λειτουργοί αυτοί ανεδείχθησαν ουσιαστικά σε μια ελιτιστική κάστα και όριζαν τα όρια της νέας ηθικής τάξης και πάντα με βάση σκοπούς ύποπτους προς τις παραδόσεις και την αξιοπρέπεια μας. Από την άλλη, ο λαός μας ενθαρρύνεται να απορρίπτει τη κοινοτική αλληλεγγύη και την εθνική του αξιοπρέπεια και να επιδιώκει περισσότερο ατομικιστικές και ωφελιμιστικές κατευθύνσεις στην ζωή. Οι άνθρωποι εξωθούνται να έχουν τις προσωπικές ανάγκες και συμφέροντα ως γνώμονα συμπεριφοράς ανεξαρτήτως των προσδοκιών των οικογενειών και των κοινοτήτων τους.  Έτσι λοιπόν, η εμπιστοσύνη ανάμεσα στο λαό και η γενικότερη τάση για αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων δεκτικε σοβαρό πλήγμα από παρασιτικές σχέσεις εξουσίας.  Δημιουργήθηκαν μ’ αυτόν τον τρόπο ύποπτες γέφυρες επικοινωνίας και διασυνδέσεις με το οικονομικά εξ’ ορθολογισμένο και πολιτικά εξατομικευμένο αποικιακό κράτος του κατακτητή. Οι πολίτες μεταμορφώθηκαν σε παθητικούς καταναλωτές εξουσίας χωρίς να έχουν ποτέ την δυνατότητα της συμμετοχικής δημοκρατίας στα κέντρα λήψεως αποφάσεων που τους αφορούν. 

Μεγάλο μέρος των προβλημάτων αυτών συνέχισε και κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδους της ανεξαρτησίας. Η αδυναμία των εμβρυακών μας κρατικών δόμων να δημιουργήσουν συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας λογω των σοβαρών πολιτικών προβλημάτων που είχαμε μας στέρησε τη δυνατότητα ως λαός να ερμηνεύσουμε σωστά τις προοπτικές μας για κοινωνική αλλαγή και σταθερότητα. Ο λαός μας έχασε τη ευκαιρία να οργανωθεί θεσμικά και να εκφραστεί μέσα από δημοκρατικές δομές εξουσίας που θα εξασφάλιζαν με επάρκεια ένα κράτος δικαίου, ευημερίας και ασφάλειας.

Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα έντονα με την φιλελευθεροποίηση των παγκοσμιοποιήμενων αγορών και κεφαλαίων μετά τη δεκαετία του 1980. Ο λαός μας αντιμετώπισε μια εγγενή αδυναμία να δημιουργήσει μια μαζική συμμετοχική δημοκρατία και καταδικάστηκε να φέρεται ως απλός παρατηρητής των κοινωνικό-οικονομικων αλλαγών και των ηθών και συμπεριφορών που αυτές εισήγαγαν στο νησί μας. Στο πολιτικό επίπεδο, βρέθηκε ενώπιων επικινδύνων και αλλοτριωτικών προκλήσεων ως παθητικός αποδέκτης των κομματικών επίλογων και επιρροών που μας καταδίκασαν σε πολιτική και οικονομική αναλγησία. Η διαφθορά από την άλλη έχει καταστεί προδοσία της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολίτευμα ενώ οι πολίτες νιώθουν τη θυματοποιηση τους μέσα από την καθημερινότητα τους. Ο κοινωνικός ιστός αποδυναμώνεται αφού ο πολίτης στερείται δικαιοσύνης και αντιπροσώπευσης στα κέντρα λείψεις αποφάσεων. Ο κυνισμός αυξάνει και ο λαός αποφεύγει τον δημοκρατικό διάλογο ενώ το κράτος έχει μετατραπεί σε λάφυρο εξουσίας από πολιτικούς και πολιτειακούς αξιωματούχους.

Η εμπιστοσύνη των πολιτών προς το πολίτευμα επιπρόσθετα αποδυναμώνεται και από το γεγονός ότι οι υπαίτιοι της διαφθοράς έχουν μεγάλες πολιτικοοικονομικές δυνατότητες να συγκαλύψουν τις πράξεις τους μέσα σε ένα πλαίσιο ηθικής ρευστότητας και νομικής ατιμωρησίας. Έχουν δηλαδή την πολυτέλεια να επωφεληθούν από τους πόρους και τις διασυνδέσεις που ανάπτυξαν με σκοπό να εξασφαλίσουν ένα δίκτυο προστασίας γύρω τους είτε εξαφανίζοντας μάρτυρες και μαρτυρίες είτε προκαλώντας χρονοβόρες κωλυσιεργίες στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, είτε ακόμα εκμεταλλευμένοι αναχρονιστικές ρυθμίσεις στην νομοθετική διαδικασία.

Στην νεότερη πορεία προς την ανεξαρτησία μας ο λαός μας έγραψε χιλιάδες σελίδες τιμής και αξιοπρεπείας που έδωσαν ψυχή και υπόσταση στην υπεράσπιση των πολιτικών μας δικαιωμάτων. Όμως αυτή η γενναιότητα ψυχής έχει παραμείνει εξατομικευμένη ανάμεσα στην κοινωνία μας και δεν έχει καταστεί δυνατόν να γίνει χαρακτηριστικό γνώρισμα του συνόλου της πολίτικης μας και πολιτειακής μας οργάνωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην καταφέρουμε ως λαός να δημιουργήσαμε εκείνες τις συλλογικές δομές εξουσίας που θα μας οδηγούσαν σε σταθερές συνθήκες κοινωνικό-οικονομικης ισότητας και νομικό-πολιτικης ισονομίας. Έχουμε οδηγηθεί σε ένα βαθύτερο κοινωνικό διχασμό και πολιτική πολυδιάσπαση την στιγμή μάλιστα που άλλοι λαοί στην ανατολική Ευρώπη και άλλου που ενώ ήταν ήδη κατακερματισμένοι χρησιμοποίησαν σύγχρονες αντιλήψεις και μεθόδους για να εξασφαλίσουν την ενότητα της κοινωνίας τους και να προχωρήσουν σε αξιοσημείωτα πολιτικό-οικονομικα επιτεύγματα.  Μέσα στην κοινωνική μας εξέλιξη, τα κομματικά ιδεολογήματα που επικρατούν και οι κομματικές πελατειακές σχέσεις που τα στηρίζουν έστρωσαν τον δρόμο προς τον δημοκρατικό εκφυλισμό και την θεσμική αλλοτρίωση. Με αλλά λόγια, η ιδιοτέλεια στο κομματικό μας στερέωμα μας οδηγεί στην ισοπέδωση του συστήματος του ανθρωποκεντρισμού και κοινωνικής αλληλεγγύης όπως διαμορφώθηκε στα βάθη της ιστορίας μας προς αφομοιωτικές κατευθύνσεις από ξενόφερτα καταναλωτικά πρότυπα κοινωνικό-πολιτικης συνύπαρξης μακριά από την αυτογνωσία μας ως ένας ιστορικός λαός.     

Η αυτογνωσία αποτελεί το θεμέλιο της συμμετοχής των πολιτών στις πολιτικές διαδικασίες και θεσμικές λειτουργιές. Η συμμέτοχη στα κοινά από άτομα που δεν έχουν αυτογνωσία, αναπόφευκτα καταλήγει σε προσωπικά και δομικά αδιέξοδα.  Μέσα από αυτή τη προσέγγιση διαφαίνεται ότι οι θεσμοί και οι συμπεριφορές σε μια κοινωνία της οποίας τα μελή στερούνται αυτογνωσία τείνουν να διαδραματίζουν ρόλο μη δημιουργικό, που τελικά προκαλεί φθορά και διαφθορά στα συμφέροντα της ίδιας της κοινωνίας. Το γεγονός ότι ο λαός μας δεν ενθαρρύνθηκε να ενσωματώσει στην σύγχρονη πολιτική του κουλτούρα τον ρόλο που διαδραμάτισε ως αναπόσπαστο μέρος του μακραίωνου ελληνικού πολιτισμού επηρέασε κατά πολύ την έλλειψη αυτογνωσίας σε ατομικό επίπεδο και ελαχιστοποίησε σε μεγάλο βαθμό τις αντιστάσεις της γενικότερης κοινωνίας σε φαινόμενα διαφθοράς ως αλληλένδετα με την πολιτική μας εξέλιξη.  Ο κάθε πολίτης παραμείνει εγκλωβισμένος στην ιδιοτέλεια του και βλέποντας το κράτος μέσα από το περιορισμένο κομματικό του πεδίο δεν απέκτησε την απαραίτητη υπευθυνότητα απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας μας. 

Εξ’ αιτίας αυτού, το φιλότιμο και η αξιοπρέπεια που μας διακρίνει ιστορικά ως λαό, σε γενικές γραμμές, δεν απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και δεν κατάφερε να αποτρέψει τα τραγικά αδιέξοδα που παρουσιάζονται μπροστά μας σήμερα. Αποτελεί δυσάρεστη διαπίστωση ότι ο λαός μας δεν κατάφερε να ανάπτυξη τις πολιτικές δομές και λειτουργιές που θα τον οδηγούσαν στην δημιουργία ενός αποτελεσματικού και αξιόπιστου κράτους και θα του εξασφάλιζαν τα δικαιώματα του απέναντι στους θεσμούς μέσα στα πλαίσια ενός δημοκρατικού ήθους. Τα διαχρονικά ελλείμματα ηγεσίας που παρατηρούμε στις θεσμικές μας λειτουργιές ως κράτος υπονόμευσαν την κοινωνική μας οργάνωση και στρατηγική και μας αποστέρησε τις δυνατότητες για μια σωστή αντιμετώπιση της παθογένειας της διαφθοράς ως συνυφασμένη με προεκτάσεις σε ανατρεπτικές δομικές ανεπάρκειες και διαλυτική αποσταθεροποίηση στην πολιτική μας ανάπτυξη. Έτσι, ανάμεσα στον λαό μας διαμορφώθηκε μια νοοτροπία και μια ψυχολογία με βάση την όποια ο πολίτης φέρεται ικανοποιημένος και με ένα καθεστώς μικρό- κομματισμού και διαφθοράς. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχειό που επηρέασε την συμπεριφορά του πολίτη και τις αντιλήψεις του στην διάρκεια των τελευταίων σαράντα ετών που άρχισε η ανοικοδόμηση της Κυπριακής δημοκρατίας.

Στρατηγικές επιλογές για περιορισμό του φαινόμενου της διαφθοράς

Είναι συλλογική γνώση και εμπειρία όλων μας ότι ενώ οι πλατιές μάζες του λάου μας έπαιξαν καθοριστικό ρολό στην αναστύλωση και περιφρούρηση της δημοκρατίας μας μετά το 1974, ο μέσος πολίτης νιώθει περιθωριοποιημένος από τους πολιτικούς μηχανισμούς της κοινωνίας μας. Αυτός ο πολίτικος αλλοτριωτισμος εξελίσσεται αδιαμφισβήτητα σε καθοριστικό πρόβλημα εθνικής επιβίωσης και δημοκρατικής ανάπτυξης. Είναι λοιπόν αναγκαιότητα από όλους μας να επικεντρωθούμε σ’ αυτά τα δομικά ελλείμματα και να διαμορφώσαμε μέσω ενός εποικοδομητικού διαλόγου ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης με έμφαση στους πολίτες, στα δημοκρατικά τους δικαιώματα και στην ανάγκη τους για κοινωνική αξιοπρέπεια. Αυτός ο διάλογος θα ενθαρρύνει τους ανθρώπους να συνεφέρουν στην ανάπτυξη των κοινοτικών τους θεσμών πάντα μέσα στα πλαίσια της συμμετοχικής δημοκρατίας.

Αυτή η νέα προσέγγιση στην πολιτική μας ζωή θα πρέπει να στηρίζεται στη βάση της ανθρώπινης αλληλεγγύης και να λειτούργει ως περιοριστικός παράγοντας στις αυθαιρεσίες του κράτους από εγωκεντρικούς και κομματικοποιημένους λειτουργούς. Πάνω απ όλα με την ενθάρρυνση της συμμετοχής των πολιτών στα κέντρα λήψης αποφάσεων ο λαός θα καταστεί περισσότερο ενημερωμένος και ενδυναμωμένος να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια και το ήθος του από παρασιτικές δομές εξουσίας.

Το παρόν κομματικοποιημένο μοντέλο διακυβέρνησης που μας χαρακτηρίζει προδιαθέτει κοινωνικές ανισότητες στον καταμερισμό του δημόσιου πλούτου μακριά από την ενίσχυση του κράτους δικαίου και ευημερίας που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη σήμερα.  Επιπρόσθετα ο υπερβολικός κομματισμός που κηδεμονεύει τα πάντα στην κοινωνικό-οικονομικη μας ζωή ενθαρρύνει συστηματικά καταστάσεις κακοδιαχείρισης και διαφθοράς. Πολλές φορές ενέργειες από αξιοπρεπείς και φιλότιμους λειτουργούς να περιορίσουν αυτές τις παθογένειες βρίσκονται αντιμέτωπες με το εγκληματικό πείσμα του κατεστημένου να διαφυλάξει την παρασιτική του επιβίωση. 

 Η αρχή ότι ο περιορισμός της κακοποίησης της εξουσίας είναι δυνατός με την εισαγωγή αποτελεσματικών ελεγκτικών μηχανισμών στην οργάνωση των θεσμών της δημοκρατίας μας ως αποτέλεσμα της διάκρισης συνταγματικών εξουσιών με αυτόνομα πολιτειακά σώματα να επιβλέπουν και να ελέγχουν τις γραφειοκρατικές διαδικασίες αποδεικνύεται ως υπερτιμημένη προσέγγιση.  Όταν θεσμικά ανεξάρτητα φόρα εξουσίας, όπως για παράδειγμα η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο, συστηματικά συμπράττουν μεταξύ τους κατά τρόπον καχύποπτο προς εξυπηρέτηση κομματικών στόχων γίνεται ξεκάθαρο ότι η διάκρισης των συνταγματικών εξουσιών καθίσταται αποδυναμωμένη και κατ επέκταση αναποτελεσματική στην καταστολή και στην αποτροπή φαινομένων διαφθοράς. Ακόμα και η ανεξάρτητη δικαστική εξουσία αποδεικνύεται πολλαπλές φορές αναποτελεσματική προς αυτό το σκοπό εφόσον η πληροφόρηση και η τεκμηρίωση που απαιτούν οι νομικές διαδικασίες για της σωστή εκδίκαση υποθέσεων διαφθοράς είναι είτε ελλείπεις είτε διαστρεβλωμένες λογω περιπτώσεων διαπλοκής μέσα στα πλαίσια της δικαστηριακής διαδικασίας η μέσα στα πλαίσια πολιτικών επιρροών από άλλους παράγοντες εξουσίας.

Όταν οι πολίτες παύουν να είναι κοινωνοί της δημοκρατικής θεωρίας και αποστασιοποιούνται από τις δημοκρατικές διαδικασίες τότε η περιφρούρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών καταντά ονομαστική ενώ ο ουσιαστικός διαχωρισμός των εξουσιών εξελίσσεται σε στόχο απλησίαστο. Αναπόφευκτα,  σ’ αυτό το κλίμα πολίτικης ρευστότητας είναι πολύ εύκολο να επιχειρηθεί η απρόβλεπτη ανατροπή της θεσμικής σταθερότητας από σχέσεις και στοχοθεσιες που προκρίνουν στην ανάδειξη πρότυπων διαφθοράς ως αναντίλεκτο μέρος της νομικής μας κανονικότητας αλλά και του κοινωνικό ψυχολογικού μας ήθους. Κατά συνέπεια, φαινόμενα διαφθοράς μένουν συγκεκαλυμμένα ενώ το εκλογικό σώμα δείχνει αδικαιολόγητη ανοχή στη καθυπόταξη των θεσμών από ιδιοτελεί συμφέροντα πολιτικό-οικονομικης διαπλοκής. 

Ως αναγκαιότητα για μετριασμό της διαφθοράς, η αποκέντρωση της πολίτικης και οικονομικής εξουσίας αποτελεί προϋπόθεση για ανάπτυξη και εμβάθυνση της δημοκρατικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα αυτή η αποκέντρωσης εξουσιών μακριά από συντηρητικά κομματικά στεγανά αυξάνει την άμεση συμμέτοχη των πολιτών σε κοινωνικές δραστηριότητες που αφορούν το πολιτικό μέλλον του λάου μας.  Παράλληλα αυτή η τάση επιτρέπει στους πολίτες να οργανώνονται με περισσότερη διαλογική ομοιογένεια για την επίτευξη κοινών στόχων όπως το κράτος δικαίου και η λογοδοσία των παραβατών. 

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η έννοια της δημοκρατίας εμπεριέχει την ανάγκη ευθύνης των πολιτικών και πολιτειακών αξιωματούχων να υπερασπιστούν τις επιλογές τους απέναντι στους πολίτες και τους αμέσους αντιπροσώπους τους. Αυτή η αίσθηση ευθύνης περιλαμβάνει και την θεωρητική βάση της ισότητας της δικαιοσύνης και αλληλεγγύης στον καταμερισμό του δημόσιου πλούτου καθ ως επίσης και τα πρακτικά αποτελέσματα των ενεργειών των αξιωματούχων σε σχέση με αυτή τη κατεύθυνση. Η κάθε μορφή εξουσίας, θα πρέπει να λογοδοτεί στα πλαίσια ενός αξιόπιστου νομικού πολιτισμού και συστήματος. Επιπρόσθετα, η αίσθηση ευθύνης  πρέπει καλύπτει και τις πράξεις και ενέργειες του κάθε αξιωματούχου ξεχωριστά πέραν της συλλογικής ευθύνης της πολιτείας. Πρέπει να επιμείνουμε σε μηχανισμούς ελέγχου της εξουσίας. Οι λειτουργοί του κράτους μας θα πρέπει να δεχτούν οικονομικούς ελέγχους, αναφορικά με τα έξοδα τους και με τα έξοδα στενών συγγενικών τους πρόσωπων. Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι η λογοδοσία των πολιτικών και πολιτειακών μας αξιωματούχων αποτελεί εχέγγυον στης δημοκρατική διαδικασία όταν εξασφαλίζει τον έλεγχο τους από τους πολίτες που πρέπει να επιζήσουν με τα αποτελέσματα των επίλογων εξουσίας.

Υγιής νομικός πολιτισμός σημαίνει ότι η πολιτική και πολιτειακή εξουσία ακόλουθη με αφοσίωση όλες τις νομικές και διοικητικές δικλίδες ασφάλειας που περιφρουρούν το γενικότερο πλαίσιο πολίτικο-οικονομικών συναλλαγών. Δημοκρατικές διαδικασίες πρέπει να εξασφαλίζουν την νομική διαδικασία στο πλαίσιο οικονομικής ανάπτυξης και στην περιφρούρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι θα επιδιώξαμε με περισσότερη επιτυχία ένα περισσότερο σταθεροποιητικό περιβάλλον για τις επιχειρηματικές μας δραστηριότητες, το όποιο θα περιφρουρείται  πολιτικά με μηχανισμούς εποπτείας, διαφάνειας και λογοδοσίας. Από την άλλη, θα πρέπει να παρέχουμε νομική αρωγή σε διοικητικές πράξεις που αφορούν παραπόνα πολιτών σε σχέση με λειτουργούς του δημοσίου. Επίσης, μη κυβερνητικές οργανώσεις θα πρέπει να έχουν την συνταγματική δυνατότητα να κινήσουν νομικές διαδικασίες εναντία σε κρατικούς λειτουργούς σε σχέση με την υπεράσπιση των νόμιμων συμφερόντων και ενδιαφερόντων των μελών τους. Σχετικές αποφάσεις θα πρέπει πάντα να δημοσιοποιούνται και να επιμορφώνουν το λαό.

Συμπέρασμα

Η καταστολή της διαφθοράς δεν επιτυγχάνεται μέσα σε μια νύκτα. Είναι ξεκάθαρο ότι σε περίπτωση που αναλύσουμε σωστά τα παραπάνω, θα μπορούμε να εκφραστούμε καλυτέρα ως ενεργοί πολίτες για τον εαυτό μας και την κοινωνία μας.  Οι πολίτες πρέπει να νιώσουν ότι είναι έτοιμοι να δείξουν αφοσίωση και προσπάθεια συμμετοχής στην δημοκρατική διαδικασία σε όλα τα επίπεδα ως προϋπόθεση υγιέστερου πολίτικου βίου. Σήμερα έχουμε περισσότερες δυνατότητες από ποτέ να εξουδετερώσουμε την αδικία της διαφθοράς και τις συνέπειες της πάνω στην θεσμική μας ανάπτυξη. Τις δυνατότητες αυτές μας τις δίνει τόσο η τεχνολογία όσο και η τεχνογνωσία που υπάρχει διάχυτη ανάμεσα μας πάνω στη βάση της γενικότερης αυτογνωσίας που θα πρέπει να πρυτανεύει στην συγκρότηση των κοινωνικών μας λειτουργιών και ήθους. 

Ενδυναμώνοντας τους πολίτες με μέσα όπως αυξημένες προσβάσεις στην πληροφόρηση αναφορικά με πολιτικές η γραφειοκρατικές αποφάσεις καθώς επίσης στα πλαίσια μιας ικανής ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και εύκολης εκδήλωσης κοινωνικού ενδιαφέροντος από επηρεαζόμενα άτομα και σύνολα είναι μια αναντίλεκτη αναγκαιότητα. Αυτή η προσπάθεια θα μπορούσε να βοηθήσει κατά πολύ την επιβολή έλεγχου πάνω σ’ αυτούς που διαχειρίζονταν την εξουσία στο όνομα της πολιτείας. Από την άλλη, θα πρέπει να εκσυγχρονίσουμε τα κανάλια εξουσίας. Γενικότερα, με την συνεχή αναδόμηση του διοικητικού νομοθετικού πλαισίου που περιβάλλει τους θεσμούς εξουσίας (πχ. απλοποιημένους νομούς και διαδικασίες), με την δημιουργία μη- κυβερνητικών οργανισμών για έκφραση και τεκμηρίωση παράπονων, καθ’ ως επίσης και θέσπιση κωδικών συμπεριφοράς για την ακεραιότητα της δημόσιας υπηρεσίας και για την εξάσκηση πολίτικης εξουσίας παρέχεται η δυνατότητα στον κάθε πολίτη να ελέγξει την διακυβέρνηση του και να συνεχίσει να επηρεάζει το αποτέλεσμα της θεσμικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου