Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

<<Δύσκολη συνεννόηση στην Κύπρο>>

 

To «συναινετικό μοντέλο» και η «εθνο-ομοσπονδία» ως εργαλεία επίλυσης διαφορών

Νεόφυτος Καρκώτης


Η ελληνική πλευρά ερμηνεύει την ομοσπονδοποίηση της Κύπρου ως μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας από ενιαίο κράτος σε διζωνικό, δικοινοτικό ομοσπονδιακό. Παράλληλα και σε συνάρτηση με αυτή την θέση δεν αποδέχεται την διχοτόμηση της κυριαρχίας ανάμεσα στις δύο συνιστώσες πολιτείες που θα δημιουργηθούν, θεωρώντας ότι η κυριαρχία είναι μια και αδιαίρετη αφού εκπηγάζει από τον λαό στο σύνολο του. Από την άλλη, η θέση της τουρκικής πλευράς βασίζεται στην μεθοδολογία της «συγκέντρωσης» στην οποία μια ομοσπονδία δημιουργείται από δύο ή περισσότερες υπάρχουσες κυρίαρχες κρατικές οντότητες.
Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να γράψετε το σχόλιο σας. Εγγραφείτε στο newsletter για να λαμβάνετε ενημέρωση από το ForeignAffairs.gr.
Παρ’ όλο που η Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) αποτελεί όντως ένα ιδιόμορφο πολιτειακό μοντέλο ομοσπονδιακού χαρακτήρα καθώς δεν συναντάται ούτε στο Συνταγματικό Δίκαιο ούτε στην Επιστήμη της Πολιτειολογίας, ως μορφή δημοκρατίας φέρει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που την εδράζουν στο «συναινετικό μοντέλο» (consociational model). Επιπλέον, φέρει όλα τα γνωρίσματα που την κατηγοριοποιούν στην θεσμική ρύθμιση και το ομοσπονδιακό είδος της «εθνo-ομοσπονδίας» (ethnofederalism). Συνεπώς, παρ'όλο που η ΔΔΟ –σε περίπτωση εφαρμογής της- θα καταστεί ένα ιδιότυπο sui generis πολιτειακό σχήμα, σαν πολιτική διευθέτηση θα ενέχει συγκεκριμένη συνταγματική αφετηρία αλλά και δοσμένο θεωρητικό πολιτειακό πλαίσιο.
ΤΟ «ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ»
Το μοντέλο αυτό (Consociational model) θεωρητικοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από τον Ολλανδό πολιτικό επιστήμονα Arend Lijphart [1]. Η κεντρική ιδέα είναι ότι αυτή η μορφή δημοκρατίας, σύμφωνα με το σχετικό εννοιολογικό ορισμό, παρέχει το πλαίσιο, το περιεχόμενο και τα εργαλεία για διαχείριση κοινωνιών που είναι διαιρεμένες σε εθνικό, θρησκευτικό, πολιτισμικό και/ή γλωσσικό επίπεδο, αλλά και κοινωνιών που βίωσαν εθνοτικές συγκρούσεις (βίαιες ή μη). Θεσπίζει, δηλαδή, τους πυλώνες βάσει των οποίων δύναται να διευθετηθούν σε πολιτικό επίπεδο ζητήματα σύνθετα για εξασθένιση των εθνοτικών διενέξεων και διασφαλίζει τη θεσμική εκπροσώπηση όλων των εθνικών ομάδων-κοινοτήτων στους κρατικούς μηχανισμούς.
Οι κύριες παράμετροι του «συναινετικού μοντέλου» είναι: (α) ο διαμοιρασμός της εξουσίας (power-sharing), (β) αναλογικές ποσοστώσεις εκπροσώπησης, (γ) μια μορφή αυτοκυβέρνησης-αυτονομίας σε συγκεκριμένα ζητήματα, και (δ) αμοιβαία δικαιώματα αρνησικυρίας (βέτο). Παραδείγματα συνταγματικών και πολιτειακών μοντέλων που βασίζονται στην συναινετική δημοκρατία είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ο Λίβανος, η Β. Ιρλανδία, το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Ινδία, αλλά και το Σύνταγμα του ’60 με το οποίο ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Οι χωριστοί εκλογικοί κατάλογοι, τα αμοιβαία βέτο, οι διατάξεις για πρόεδρο Έλληνα και αντιπρόεδρο Τούρκο, οι ποσοστώσεις στο υπουργικό συμβούλιο, οι ποσοστώσεις στην δημόσια Υπηρεσία και την Αστυνομία, ο διαμοιρασμός των θέσεων στην κυπριακή βουλή, οι πρόνοιες για χωριστές πλειοψηφίες στην διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων κ.α. αποτελούν έκδηλα δηλωτικά στοιχεία του «συναινετικού μοντέλου».
Τα πολιτειακά σχήματα που ερείδονται στο «συναινετικό μοντέλο» έχουν και κοινά στοιχεία μεταξύ τους αφού μοιράζονται κεντρικά μοτίβα ως προς τον τρόπο λειτουργίας του κράτους, αλλά έχουν και διαφορές ανάλογα με το ιστορικό-πολιτικό υπόβαθρο εκάστης κοινωνίας.

Επίσης, διαφοροποιήσεις ανακύπτουν και από το είδος της πολιτειακής μορφής κάθε κράτους, δηλαδή από το κατά πόσο το κράτος είναι ενιαίο, ομοσπονδιακό ή συνομοσπονδιακό. Συναφώς, πρέπει εμφαντικά να τονισθεί ότι οι θεσμικές ρυθμίσεις που βασίζονται στο «συναινετικό μοντέλο» έχουν εφαρμογή τόσο σε ομοσπονδιακά (ή και συνομοσπονδιακά) όσο και σε ενιαία κράτη. Είναι ιδιαίτερης σημασίας δε, να αναδειχθεί το γεγονός ότι δύναται να υπάρχουν ομοσπονδιακά κράτη με συναινετικά χαρακτηριστικά (π.χ. Βέλγιο, Ελβετία, Ινδία κ.α.) αλλά και μη συναινετικά χαρακτηριστικά (π.χ. οι Η.Π.Α., Γερμανία, Αυστρία κ.α.). Όπως και ενιαία κράτη με συναινετικά χαρακτηριστικά (π.χ. Κύπρος, Λίβανος κ.α.) αλλά και με μη συναινετικά χαρακτηριστικά (π.χ. Ιταλία, Σλοβενία κ.α.)
Οι πολιτικές διευθετήσεις και οι θεσμικοί διακανονισμοί που εδράζονται στο «συναινετικό μοντέλο» αποτελούν αντικείμενο εκτεταμένης κριτικής σε πολιτικό, επιστημονικό και ακαδημαϊκό επίπεδο από διάφορες κατευθύνσεις και σχολές σκέψεις. Από την φιλελεύθερη [2] μέχρι την μαρξιστική θεωρία [3], με όλες να έχουν ως κοινό παρονομαστή το γεγονός ότι η συναινετική μορφή δημοκρατίας, εκτός του ότι θεωρείται ως αντίθετη της πλειοψηφικής δημοκρατίας, ενισχύει και κλιμακώνει τις εθνοτικές διαφορές, αντί να τις αμβλύνει. Θεσμοθετεί την εθνική ταυτότητα (ή την θρησκεία και την γλώσσα ανάλογα με την περίπτωση) ως κριτήριο διανομής των εξουσιών, ενσωματώνει στο συνταγματικό μοντέλο τις εθνοτικές/φυλετικές διακρίσεις προσδίδοντας τους φορμαλιστική υπόσταση, ενώ οι εθνικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές και γλωσσικές διαφορές ανάγονται έννομα σε κανόνα δικαίου.
Συνακόλουθα, επειδή αναβαθμίζεται ο ρυθμιστικός ρόλος της εθνικής ταυτότητας σε σχέση με την λειτουργία των πολιτειακών θεσμών, οδηγούμαστε σε μια κατάσταση όπου υποδαυλίζονται οι εθνοτικοί ανταγωνισμοί, η πόλωση, ο σεχταρισμός και ο σοβινισμός. Ο διαμοιρασμός της εξουσίας με εθνοτικά κριτήρια όπως και η ύπαρξη των αμοιβαίων βέτο, παρέχουν τα εφόδια προς εργαλειοποίηση από τις ηγεσίες των διάφορων εθνικών ομάδων-κοινοτήτων για υπονόμευση της λειτουργίας της κεντρικής κυβέρνησης, για τροφοδότηση των αποσχιστικών τάσεων, αλλά και πρόκληση πολιτειακής/πολιτικής αστάθειας. Τα πιο πάνω εφόδια παρέχουν την δυνατότητα και τα μέσα στις πολιτικές ηγεσίες των εθνικών ομάδων-κοινοτήτων να διεκδικούν την επέκταση του πεδίου στο οποίο μπορούν να λαμβάνουν ανεξάρτητες αποφάσεις, επιζητώντας όλο και περισσότερη αυτονομία αφού προτάσσεται η απειλή για βραχυκύκλωμα των κρατικών μηχανισμών λήψης αποφάσεων.
Αυτό επισυμβαίνει επειδή το εννοιολογικό περιεχόμενο του πολίτη προσδιορίζεται με εθνοτικούς όρους σε μια κοινωνία στην οποία θα έπρεπε να απο-θεσμοθετείται η εθνοτική διάσταση της πολιτικής ταυτότητας, και όχι το αντίθετο. Εδώ εδράζεται και η όλη παραδοξότητα την οποία επισημαίνει ένα μεγάλο κομμάτι της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ομοίως, τα ανθρώπινα δικαιώματα –ατομικά, πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά- δεν αποδίδονται στους πολίτες απευθείας από το σύνταγμα αλλά κατ’ ουσία στις εθνικές κοινότητες. Επομένως, η εθνική καταγωγή και η θρησκεία έχουν αντίκτυπο και επικαθορίζουν τα δικαιώματα που έχει ο κάθε πολίτης. Και επειδή η εθνική ταυτότητα είναι βαθιά πολιτικοποιημένη με αυξημένο το θεσμικό της βάθρο, οι πολιτικές ηγεσίες οχυρώνονται πίσω από έναν λόγο που θέτει στο επίκεντρο τα συμφέροντα της δικής τους εθνικής ομάδας-κοινότητας έναντι των υπολοίπων. Οι ενδοκοινοτικοί ανταγωνισμοί εντός εκάστης εθνικής ομάδας οδηγούν τις ηγεσίες να αρθρώνουν μια επιτασσόμενη εθνικιστική ρητορική για να διατηρούν το έρεισμά τους ανάμεσα στο εκλογικό σώμα, προβάλλοντας έτσι τις πλείστες φορές εντατικοποιημένες -αποσχιστικού χαρακτήρα- αξιώσεις.
Αναπόδραστα, τα πιο πάνω έχουν ως αποτέλεσμα οι εθνικές συγκρούσεις να αναπαράγονται και να διαιωνίζονται με ένταση. Τα κύρια χαρακτηριστικά του «συναινετικού μοντέλου» όπως είναι ο διαμοιρασμός της εξουσίας (power-sharing) που συνιστά κεντρικό άξονα του κράτους, εκτρέφουν τις ανταγωνιστικές διαθέσεις μεταξύ των ελίτ που εκπροσωπούν τις εθνικές ομάδες-κοινότητες, ελαχιστοποιώντας την αμοιβαία συνεννόηση μεταξύ των διαφορετικών τάσεων στη κοινωνία. Αδιαφιλονίκητα, ενδυναμώνουν τις εθνικές ομάδες στο να πιέζουν για περισσότερα αιτήματα αμιγώς εθνοτικού χαρακτήρα, ενώ η καλλιέργεια κοινής πολιτικής κουλτούρας και πολιτικής ταυτότητας καθίσταται δύσκολη έως και αδύνατη [4].
Τα προβλήματα που παρουσιάζονται αυτή την στιγμή στη Β. Ιρλανδία, με την παραίτηση του πρωθυπουργού και την συνεχιζόμενη αδυναμία σχηματισμού κυβέρνηση μεταξύ των διάφορων μερών, είναι ακόμα μια τρέχουσα ένδειξη των πιο πάνω [5]. Σε πρόσφατες έρευνες που διενεργήθηκαν, η πλειοψηφία των πολιτών στη Β. Ιρλανδία θεωρεί ότι το «συναινετικό μοντέλο» δεν πρόκειται να διαρκέσει με επιτυχία [6].
Το πολιτειακό μοντέλο γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο και ανελαστικό όταν βασίζεται στον τύπο ομοσπονδίας που κατηγοριοποιείται ως «εθνο-ομοσπονδία», ο τύπος ομοσπονδίας δηλαδή που είναι υπό διαπραγμάτευση για εφαρμογή και στη περίπτωση της Κύπρου μέσω της ΔΔΟ.
Η «ΕΘΝΟ-ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ»
Η «εθνο-ομοσπονδία» (ethnofederalism) είναι ένα ομοσπονδιακό πολιτικό σύστημα όπου το κράτος είναι διαχωρισμένο σε δύο ή περισσότερες γεωγραφικά προσδιορισμένες περιοχές, οι οποίες διοικούνται η κάθε μια από ξεχωριστές ομοιογενείς εθνικές ομάδες-κοινότητες [7]. Με άλλα λόγια οι συμπαγείς αυτές εδαφικές περιφέρειες είναι διαμορφωμένες ως πολιτείες για κάθε ξεχωριστή εθνοτική πληθυσμιακή ομάδα που υπάρχει σε ένα κοινό κράτος. Η κάθε μια από αυτές τις ομάδες, πέρα από τον κατοχυρωμένο μόνιμο πολιτικό έλεγχο που ασκεί στην περιοχή της, στις πλείστες περιπτώσεις έχει και την πλειοψηφία σε πληθυσμό και ιδιοκτησία γης στη πολιτεία της.
Δοσμένου του γεγονότος ότι οι «εθνο-ομοσπονδίες» εντάσσονται στο «συναινετικό μοντέλο», πέρα των παθογενειών που ενέχουν ως μορφές συναινετικής δημοκρατίας, περιλαμβάνουν ακόμα ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τις ανάγει σε ευάλωτα και εύθραυστα πολιτειακά σχήματα. Αυτό το χαρακτηριστικό έγκειται στο ότι εκτός της διανομής των εξουσιών βάσει της εθνότητας, οι πολίτες διαχωρίζονται σε γεωγραφικές ζώνες βάσει της εθνικής καταγωγής τους, της θρησκείας τους ή της γλώσσας τους. Παραδείγματα σημερινών κρατών των οποίων το πολιτειακό τους μοντέλο βασίζεται στο «εθνό-ομοσπονδιακό» είναι ο Καναδάς, η Ινδία,, το Βέλγιο κ.α. Υπήρχαν βέβαια και τα παραδείγματα των κρατών της Σοβιετικής Ένωσης, της Τσεχοσλοβακίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Αιθιοπίας, της Μιανμάρ (Μπούρμα) κ.α. τα οποία είτε κατέρρευσαν είτε υπήρξε απόσχιση, όπου την θέση τους διαδέχθηκαν καινούρια κράτη με ενιαία εθνική πληθυσμιακή σύνθεση στην βάση των προηγούμενων γεωγραφικών διαιρέσεων. Σύμφωνα με ένα ευρύ φάσμα της ακαδημαϊκής κοινότητας, είναι ακριβώς αυτός ο τύπος ομοσπονδίας που προκάλεσε θνησιγενείς αδυναμίες, κωλύματα στην διαδικασία λήψης αποφάσεων και συνταγματικούς σκοπέλους, καθιστώντας τα κράτη αδύνατον να λειτουργήσουν [8].
Μελετώντας ενδελεχώς και ακτινογραφώντας εμπειρικά τα «εθνο-ομοσπονδιακά» κράτη παρατηρούμε ότι τα περισσότερα διαλύθηκαν είτε de jure είτε de facto όπως τα πιο πάνω [9], ενώ ένας μικρότερος αριθμός οδηγήθηκε σε μια πιο συγκεντρωτική μορφή κράτους για να αποφύγει την διάσπαση (π.χ. Νιγηρία, Ουγκάντα). Ένας άλλος μικρός αριθμός κρατών συνεχίζουν να λειτουργούν αντιμετωπίζοντας βέβαια δυσκολίες, άλλα περισσότερες (π.χ. Βέλγιο, Καναδάς) και άλλα λιγότερες (π.χ. Ινδία).
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ένα ζήτημα το οποίο πολλές φορές αναδεικνύεται στον δημόσιο λόγο και τις πολιτικές συζητήσεις που διεξάγονται γύρω από το Κυπριακό. Από διάφορους πολιτικούς και ακαδημαϊκούς ακούμε συχνά να προβάλλεται το επιχείρημα ότι και σε άλλες χώρες υπάρχει ομοσπονδία –για να πειστεί η κοινή γνώμη ως προς την «φυσιολογικότητα» της λύσης- με πιο πυκνές αναφορές να γίνονται στις Η.Π.Α. ή την Γερμανία. Η σύγκριση αυτή είναι πασίδηλα άστοχη και εμφανώς ανόμοια. Καταρχάς, τα ομοσπονδιακά μοντέλα αυτών των χωρών δεν βασίζονται στην μορφή της συναινετικής δημοκρατίας που αναλύθηκε πιο πάνω. Τα μοντέλα τους είναι μεν ομοσπονδιακά, αλλά μη συναινετικά. Για παράδειγμα δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια στο σύνταγμα των Η.Π.Α. που να διαλαμβάνει ότι η Γερουσία θα πρέπει να αποτελείται από 50% Λευκούς και 50% Αφροαμερικάνους. Ούτε ποσοστώσεις ενυπάρχουν αυτού του διαιρετικού χαρακτήρα στο υπουργικό συμβούλιο ή την δημόσια Υπηρεσία. Ούτε οποιαδήποτε διάταξη που να προνοεί ότι σε περίπτωση που ο πρόεδρος της χώρας είναι Λευκός τότε ο αντιπρόεδρος θα πρέπει να είναι Αφροαμερικανός, και το αντίστροφο. Πόσω μάλλον δε, εκ περιτροπής προεδρία.
Επιπρόσθετα, η ομοσπονδία σε αυτές τις χώρες όπως και στις περισσότερες ομοσπονδιακές χώρες ανά το παγκόσμιο, πέραν του ότι δεν βασίζεται στο «συναινετικό μοντέλο», δεν είναι κατ’ επέκταση ούτε ομοσπονδία τύπου «εθνο-ομοσπονδίας» (ethnofederalism). Η τυπολογία στην επιστήμη της πολιτειολογίας διακρίνει τα ομοσπονδιακά μοντέλα σε διάφορα είδη ανάλογα με τις θεσμικές ρυθμίσεις που εμπεριέχονται και τον τρόπο κατανομής εξουσιών. Υπάρχουν δηλαδή πέραν της «εθνο-ομοσπονδίας» που εξετάστηκε ως άνω, και άλλες ομοσπονδιακές μορφές: (α) μη-εθνοτικές (non-ethnic) όπως οι Η.Π.Α., η Γερμανία, η Αυστρία κ.α. που είναι οι περισσότερες στο διεθνές σύστημα, και (β) εδαφικές (territorial) όπως κατέστη σήμερα η Νιγηρία όπου οι γεωγραφικές περιοχές δεν αποτελούν πλέον «ομοιογενή εθνοτικά κρατίδια» [10]. Πέραν τούτων, κάποια κράτη που είναι ενιαία όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ενσωμάτωσαν ορισμένες ομοσπονδιακής φύσεως διευθετήσεις (unitary states with federacy arrangements).
Επομένως, η σύγκριση μεταξύ ομοσπονδιών τύπου Η.Π.Α. ή Γερμανίας με την περίπτωση της ΔΔΟ είναι άτοπη και εσφαλμένη. Ο διαχωρισμός των πολιτών στις Η.Π.Α. σε διάφορες πολιτείες δεν γίνεται βάσει φυλής, χρώματος, εθνικότητας ή θρησκείας. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε διάταξη, για παράδειγμα, που να προνοεί ότι η πολιτεία της Νέας Υόρκης θα διοικείται από Λευκούς και από την άλλη ότι η πολιτεία της Καλιφόρνιας θα διοικείται από Αφροαμερικανούς.
Είναι δε αδήριτο να σημειωθεί ότι η επιλογή της ομοσπονδίας στις περισσότερες χώρες γίνεται για λόγους εδαφικής και διοικητικής αποκέντρωσης, και όχι ως μέσο επίλυσης εθνικών διαφορών. Στην Κύπρο η επιλογή έγινε βάσει της δεύτερης περίπτωσης [11], καθώς λόγω της έκτασης του νησιού δεν θα υπήρχε νόημα ομοσπονδοποίησης του κράτους. Η περίπτωση της ΔΔΟ σε σχέση με τα όσα παραδείγματα «εθνο-ομοσπονδίας» έχουν παρατεθεί, προσιδιάζει ως ένα σημείο με το παράδειγμα του Βελγίου, αν και σημειώνεται ότι ακόμα και με αυτή την περίπτωση υφίστανται σημαντικές ουσιώδεις διαφορές. Εν σχέση με τα άλλα παραδείγματα, τόσο το υπόβαθρο του Καναδά όσο και της Ινδίας δεν παραλληλίζονται με την περίπτωση της Κύπρου και της ΔΔΟ.
Οι διαφορές λοιπόν με το Βέλγιο είναι ότι το βελγικό ομοσπονδιακό μοντέλο έχει τρεις ζώνες αντί δύο αφού πέρα των δύο περιοχών –της Φλάνδρας που διοικείται από Φλαμανδούς και της Βαλλονίας που διοικείται από Βαλλόνους- υπάρχει μια τρίτη περιοχή που είναι στις Βρυξέλλες και λειτουργεί ως «ουδέτερη». Επίσης, ο διαχωρισμός των ολλανδόφωνων Φλαμανδών και γαλλόφωνων Βαλλόνων δεν ήταν αποτέλεσμα βίας, συγκρούσεων ή έκνομης εξωτερικής επέμβασης από άλλη χώρα. Δεν υπάρχει προηγούμενο ιστορικό έντονων εθνικών συγκρούσεων, ενώ οι διαφορές ήταν πρωτίστως γλωσσολογικού χαρακτήρα.
Παρ’ όλα αυτά, το «συναινετικό μοντέλο» δημοκρατίας που υιοθετήθηκε σε συνδυασμό με τον τύπο της «εθνο-ομοσπονδίας» στο οποίο ως κράτος εξελίχθηκε, έχουν δημιουργήσει όλες εκείνες τις συνθήκες για πολιτική αστάθεια, αναζωογόνηση των εθνικισμών, εκκόλαψη αποσχιστικών τάσεων, βραχυκύκλωμα των κρατικών λειτουργιών και εμφάνιση κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων. Το Βέλγιο έχει διέλθει από μια σειρά κλιμακούμενων πολιτειακών κρίσεων όπου το κράτος παρέμεινε ακυβέρνητο (1978-79, 1987-88, 2007-08, 2010-11) με την τελευταία να αποτελεί την πιο σοβαρή. Σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ οι πολιτικές δυνάμεις το 2010-11 απέτυχαν να σχηματίσουν κυβέρνηση για 300 μέρες αφού οι εθνοτικοί ανταγωνισμοί, οι σεχταριστικές πιέσεις, τα ακραία σε πολλές περιπτώσεις αιτήματα από κάθε εθνο-γλωσσική κοινότητα, και οι φυγόκεντρες τάσεις μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του διαμοιρασμού εξουσίας και των βέτο, διαμόρφωσαν μια πολιτικά εκρηκτική κατάσταση [12]. Στις τελευταίες εκλογές που έγιναν πέρσι το 2014, το αυτονομιστικό κόμμα των Φλαμανδών εθνικιστών «Νέα Φλαμανδική Συμμαχία» που ρητορεύει υπέρ της απόσχισης κατήλθε πρώτο στην περιοχή της Φλάνδρας.
Είναι ακριβώς λόγω του ότι η εθνοτική ιδιότητα κατοχυρώνεται νομοθετικά και θεμελιώνεται θεσμικά ως υπόβαθρο οικοδόμησης, διάρθρωσης και σχηματισμού του κράτους που προκαλούνται αυτές οι κρίσεις. Οι ελίτ εκάστης κοινότητας αναζητώντας διαρκώς διεύρυνση του πλέγματος των εξουσιών και αρμοδιοτήτων που θέλουν, χρησιμοποιούν τα θεσμικά όπλα που τους δίδονται για να μπλοκάρουν την ομαλή λειτουργία του κράτους. Σε συνδυασμό με το ότι κάθε κοινότητα ελέγχει μια συμπαγή εδαφική περιφέρεια με δικούς της θεσμούς, μηχανισμούς, υπηρεσίες, φορείς και όργανα παρέχονται τα εχέγγυα στις πολιτικές τους ελίτ να φράζουν την κεντρική κυβέρνηση και να απειλούν με αποσκίρτηση. Αντί λοιπόν να εξουδετερώνονται οι εθνικές διενέξεις, εκτρέφονται και επανεμφανίζονται συχνότερα.
Η «εθνο-ομοσπονδία» αν και παρουσιάζεται πολλές φορές ως η μέση λύση που μπορεί να συμβιβάσει το αίτημα μια εθνικής κοινότητας για ενιαίο κράτος και το αίτημα μιας άλλης για απόσχιση, σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο αποδεικνύεται αδύναμο εργαλείο για συνεννόηση, σταθερότητα και βιωσιμότητα. Επιδιώκοντας να διευθετήσει μια πολιτική διαφορά, αντί να δημιουργεί τους όρους και τις προϋποθέσεις για μακροχρόνια ομαλότητα κληροδοτεί στις επόμενες γενιές ένα δυσεφάρμοστο πολιτειακό μοντέλο. Ειδικότερα, οι «δεύτερες γενιές» που δεν βίωσαν το «συμβιβαστικό» κλίμα μέσα στο οποίο έγινε η αρχική διευθέτηση, διαβιώνοντας πλέον σε ένα μοντέλο με ισχυρούς εθνοτικούς και εδαφικούς διαχωρισμούς, περιχαρακώνονται σε ένα πολυδιάστατο στρώμα ταυτοτήτων με πρωταρχικοποιημένη την εθνική και την κοινοτική (στα πλαίσια της ΔΔΟ θα έχουμε την εθνική, ύστερα την κοινοτική, μετέπειτα την πολιτειακή, και έσχατη την ομοσπονδιακή). Συνακόλουθα, αυτή που τίθεται στο επίκεντρο της θεσμικής λειτουργίας και πολιτικής δράσης είναι η εθνική μαζί με την κοινοτική, ενώ οι υπόλοιπες τοποθετούνται εκ των πραγμάτων στην περιφέρεια και το περιθώριο (π.χ. η κοινή ομοσπονδιακή). Δημιουργούνται επομένως μικρά «έθνη-κράτη» μέσα σε ένα ευρύτερο αδύναμο κεντρικό κράτος, με το δικό τους ξεχωριστό περιφερειακό εποικοδόμημα –νομικό, πολιτικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, πολιτιστικό, εθιμικό- που λειτουργεί ανταγωνιστικά έναντι των άλλων «εθνών-κρατών» και της κεντρικής κυβέρνησης.
Ακόμη και ακαδημαϊκοί που βλέπουν με μεγαλύτερη συμπάθεια ρυθμίσεις αυτού του είδους όπως οι John McGarry και Brendan O’Leary υποστηρίζουν ότι «δυστυχώς η ομοσπονδία έχει χαμηλό ιστορικό ρεκόρ ως ρυθμιστικό εργαλείο επίλυσης διαφορών σε πολυεθνικά κράτη» [13], ενώ ο Will Kymlicka καταλήγει ότι «γενικά, φαίνεται απίθανο η ομοσπονδία να μπορέσει να προσφέρει διαρκή λύση απέναντι στη πρόκληση της εθνο-πολιτισμικής ποικιλότητας» [14]. Ο Ronald Watts προειδοποιεί ότι όταν διαιρέσεις όπως η γλώσσα, η εθνικότητα, ή η θρησκεία ενισχύουν τους εδαφικούς διαχωρισμούς της ομοσπονδίας, τότε οι κλυδωνισμοί που είναι ενδογενείς μπορούν να οδηγήσουν μέχρι το σημείο διάλυσης του κράτους όπως έγινε π.χ. στην Γιουγκοσλαβία, την Σοβιετική Ένωση, την Μαλαισία, το Πακιστάν κ.α. [15] Επιπρόσθετα, ο Ruth Lapidoth σημειώνει ότι αυτού του είδους οι διευθετήσεις δεν υιοθετούνται (ούτε καν ως ονομαστική αναφορά) σε κανένα διεθνές νομοθέτημα, συνέδριο ή διακήρυξη σχετικά με ζητήματα προστασίας εθνικών, θρησκευτικών, ή γλωσσικών ομάδων [16].
Ο σκεπτικισμός που αναπτύχθηκε γύρω από τις «εθνο-ομοσπονδιακές» διευθετήσεις υποστηρίζεται από μια σειρά ουσιαστικών αποδεικτικών στοιχείων που προκύπτουν από εμπειρικά δεδομένα. Η εμβριθής μελέτη [17] των David Lake και Donald Rothtchild επί του αντικειμένου κατέδειξε, σύμφωνα με τα καταληκτικά τους συμπεράσματα, ότι ακόμα και σε περιπτώσεις όπου προηγουμένως δεν υπήρξε εμφύλιος πόλεμος ή δια-εθνοτικές διενέξεις, η εδαφική αποκέντρωση –στα πλαίσια της «εθνο-ομοσπονδίας»- είναι ένας εύθραυστος πολιτικός θεσμός που γρήγορα εγκαταλείπεται. Στις περιπτώσεις δε όπου προηγουμένως υπήρξε εμφύλιος πόλεμος ή δια-εθνοτικές διενέξεις (όπως στην περίπτωση της Κύπρου) τότε οι προοπτικές για την «εθνο-ομοσπονδία» είναι ακόμα χειρότερες: Δεν υπάρχει καμία απόδειξη επιτυχούς θεσμοθέτησης τέτοιων προνοιών στην μεταπολεμική (1945 και εντεύθεν) συνταγματική τάξη.
Σύμφωνα με τον Philip G. Roeder, οι μελέτες των «εθνο-ομοσπονδιακών» παραδειγμάτων (κυρίως στην Κεντρική Ευρασία) κατέστησαν πρόδηλα πασιφανές ότι οι πολιτειακοί θεσμοί αυξάνουν την πιθανότητα ανάπτυξης τεσσάρων παραμέτρων στις σχέσεις κέντρου-περιφερειών, που με την σειρά τους αντικατοπτρίζονται στην κρίση που εμφανίζεται σε γενικό πολιτειακό επίπεδο: (α) δημιουργία συγκρούσεων γύρω από την εθνική ταυτότητα (national-identity conflicts), (β) η πολιτική ατζέντα επικεντρώνεται γύρω από ζητήματα κυριαρχίας και συνταγματικών αρμοδιοτήτων που εκφράζουν αυτήν την σύγκρουση εθνικών ταυτοτήτων βαθαίνοντας τον διαχωρισμό μεταξύ κεντρικής κυβέρνησης και περιφερειακών κυβερνήσεων, (γ) ενδυναμώνονται οι πολιτικές δυνάμεις που υιοθετούν αποσχιστικά αιτήματα, και (δ) αποδυναμώνεται η λειτουργικότητα του κοινού ομοσπονδιακού κράτους [18].
Δυνάμει των ανωτέρω, αν αναλογιστούμε τις διαφορετικές ερμηνείες και προσεγγίσεις που έχει κάθε πλευρά στην περίπτωση της Κύπρου ως προς τα ζητήματα κυριαρχίας και την φύση του ομοσπονδιακού κράτους που θα προκύψει, αυξάνεται με επίταση ο ήδη υπαρκτός κίνδυνος να φτάσουμε σε πολιτειακά αδιέξοδα. Η ελληνική πλευρά ερμηνεύει την ομοσπονδοποίηση της Κύπρου ως μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας από ενιαίο κράτος σε διζωνικό, δικοινοτικό ομοσπονδιακό. Παράλληλα και σε συνάρτηση με αυτή την θέση δεν αποδέχεται την διχοτόμηση της κυριαρχίας ανάμεσα στις δύο συνιστώσες πολιτείες που θα δημιουργηθούν, θεωρώντας ότι η κυριαρχία είναι μια και αδιαίρετη αφού εκπηγάζει από τον λαό στο σύνολο του. Η προσέγγιση της ελληνικής πλευράς εδράζεται στην μεθοδολογία της «αποκέντρωσης» βάσει της οποίας ένα αρχικά ενιαίο κράτος υιοθετεί ένα νέο ομοσπονδιακό σύνταγμα χωρίς να επηρεάζεται η ταυτότητα και η συνέχεια της διεθνούς νομικής προσωπικότητας [19]. Από την άλλη, η θέση της τουρκικής πλευράς βασίζεται στην μεθοδολογία της «συγκέντρωσης» στην οποία μια ομοσπονδία δημιουργείται από δύο ή περισσότερες υπάρχουσες κυρίαρχες κρατικές οντότητες [20]. Γι’ αυτό το λόγο η τουρκική πλευρά κάνει λόγο διαχρονικά σε όλα τα έγγραφα που κυκλοφορεί αλλά και μέσα από δηλώσεις αξιωματούχων για «δύο λαούς» [21] και «δύο συν-ιδρυτικά κράτη» [22].
ΕΓΓΕΝΕΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Υπό το φως των πιο πάνω, παρατηρούμε ότι το θεωρητικό και κανονιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εδράζεται η ΔΔΟ τόσο ως μορφή συναινετικής δημοκρατίας όσο και ως «εθνο-ομοσπονδιακό» πολιτειακό σχήμα υπέχει εγγενείς αδυναμίες και εν γένει δυσεφάρμοστα στοιχεία. Αδυναμίες και στοιχεία που αναφύονται από την ίδια την θεσμική διάρθρωση του κράτους, την βάση κατανομής εξουσιών, και τον τρόπο λειτουργίας των πολιτειακών μηχανισμών. Στην συντριπτική πλειοψηφία των παραδειγμάτων όπου εφαρμόστηκε το άνω πλαίσιο επέφερε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδίωκε, ενώ οι εθνικές συγκρούσεις όχι μόνο δεν ελαττώνονται αλλά αναπαράγονται με φρενήρεις ρυθμούς και επιταχύνονται με απύθμενη ένταση. Στις πλείστες δε περιπτώσεις τα κράτη διασπάστηκαν ή τροποποίησαν τις πολιτειακές τους ρυθμίσεις, ενώ τα υπόλοιπα κλονίζονται συστηματικά από πολιτικές κρίσεις.
Αυτό που συνάγεται εμπειρικά ως εύληπτο και αβίαστο συμπέρασμα από την εφαρμογή τέτοιων διευθετήσεων, είναι το γεγονός ότι ακόμα και αν υπάρχει μερική βούληση για συνεργασία, οι ίδιοι οι πολιτειακοί θεσμοί –με τον τρόπο που θεμελιώνονται- λειτουργούν ως αντίρροπα και υπονομευτικά εργαλεία. Σε μια κοινωνία που είναι βαθιά διαιρεμένη σε εθνικό, θρησκευτικό ή γλωσσικό επίπεδο και οι διαιρέσεις αυτές λαμβάνουν γεωγραφική διάσταση η οποία μάλιστα ήταν απότοκο βίας (όπως στη Κύπρο), τέτοιου τύπου ρυθμίσεις δεν επιτρέπουν την αλληλο-ενσωμάτωση και συνεργασία των πολιτών. Ούτε παρέχουν την δυνατότητα διαμόρφωσης κοινής κουλτούρας αρχών, θέσεων, και πολιτικών προγραμμάτων. Αντί δηλαδή οι διαφορές να υπερβαίνονται στα πλαίσια μιας διαλεκτικής ιστορικής κίνησης που θα επιτρέπει το άλμα σε ένα ανώτερο επίπεδο για ξεπέρασμα των αντιθέσεων, αυτές οι διαφορές μονιμοποιούνται μέσω της συνταγματικής και πολιτειακής θεσμοθέτησής τους.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] LIjphart A., 1968. The Politics of Accommodation: Pluralism and Democracy in the Netherlands, Barkeley, University of California Press
[2] Brian Barry, 1975. ‘The Consociational Model and its Dangers, European Journal of Political Research, Volume 3, Issue 4
[3] Ronald A. Kieve, 1981. ‘Pillars of Sand: A Marxist Critique of Consociational Democracy in the Netherlands’, Comparative Politics, Vol. 13, No. 3
[4] Erin K. Jenne, 2009. ‘The Paradox of Ethnic Partition: Lessons from de facto Partition in Bosnia and Kosovo, Regional and Federal Studies, Vol. 19, No. 2, 273-289
[5]
http://www.nytimes.com/2015/09/12/world/europe/northern-ireland-governme...
[6]
http://www.theguardian.com/uk-news/2015/sep/10/majority-of-people-in-nor...
[7] Philip G. Roeders, 2009. ‘Ethnofederalism and the Mismanagement of Conflicting Nationalism’, Regional and Federal Studies, Vol. 19, No. 2
[8] Lake, David A., and Donald Rothchild, 2005. ‘Territorial Decentralization and Civil War Settlements,’ in Philip G. Roeder and Donald Rothchild (eds), Sustainable Peace: Power and Democracy after Civil Wars, 109-32.
Ithaca, Cornell University Press
[9] Ibid
[10] Liam D. Anderson, 2013. Federal Solution to Ethnic Problems: Accommodating Diversity, New York, Routledge
[11] Επίσημα η θέση για ομοσπονδία με δύο περιοχές, μια στο νότιο τμήμα και μια στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, οι οποίες θα διοικούνταν από την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα αντίστοιχα, εκφράστηκε από την τουρκική πλευρά το 1965. Στις 26 Μαρτίου 1965 ο Ειδικός Διαμεσολαβητής του Ο.Η.Ε. για το Κυπριακό, Γκάλο Πλάζα, χαρτογράφησε τις θέσεις των δύο πλευρών σε μια Έκθεση που κατατέθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Στην εν λόγω Έκθεση ανιχνεύονται οι τουρκικές θέσεις στις παραγράφους 72 - 76 όπου ξεκάθαρα προτείνουν την ομοσπονδοποίηση της Κύπρου σε δύο ζώνες όπου κάθε κοινότητα θα ελέγχει από μια με συγκεκριμένες αρμοδιότητες επί αυτών των περιφερειών, ενώ παράλληλα αναφέρουν την δημιουργία κεντρικών εκτελεστικών και νομοθετικών εξουσιών.
[12] Zsofia Pales, 2011. ‘Belgium as a Crucial Test of Consociationalism: The 2007-2011 Political Crisis’, Central European University, Department of International Relations and European Studies, Paper submitted
[13] McGarry, John, and Brendan O’Leary, 1993. The Politics of Ethnic Conflict Regulation: Case Studies of Protracted Ethnic Conflicts, New York, Routledge
[14] Kymlicka, Will, 1998. ‘Is Federalism a Viable Alternative to Secession?’ in Percy B. Lehning (ed), Theories of Secession, 111-50. New York, Routledge
[15] Watts, Ronald L., 1999. Comparing Federal Systems, 2d ed. Montreal-Kingston: McGill-Queen’s University Press.
[16] Lapidoth, Ruth, 1996. Autonomy: Flexible Solutions to Ethnic Conflicts, Washington, DC, United States Institute of Peace
[17] Lake, David A., and Donald Rothchild (2005), ‘Territorial Decentralization and Civil War Settlements,’ in Philip G. Roeder and Donald Rothchild (eds), Sustainable Peace: Power and Democracy after Civil Wars, 109-32. Ithaca, Cornell University Press
[18] Philip G. Roeders, 2009. ‘Ethnofederalism and the Mismanagement of Conflicting Nationalism’, Regional and Federal Studies, Vol. 19, No. 2
[19]
Χρυσοστομίδης Κύπρος, 1994. Το Κράτος της Κύπρου στο Διεθνές Δίκαιο, Αθήνα, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 286 -287
[20] Ibid
[21]
http://www.mfa.gov.tr/cyprus-_historical-overview_.en.mfa
[22] http://www.mfa.gov.tr/cyprus-issue-_summary_.en.mfa
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου